Ενημέρωση

Ανθρώπινο κρέας μου μυρίζει! Δέκα γκουρμέ κινηματογραφικά πιάτα

στα 10

Με αφορμή την κυκλοφορία του «Raw» της Ζουλιά Ντικουρνό στις ελληνικές αίθουσες, θυμόμαστε μερικές από τις πιο γευστικές συνταγές κανιβαλισμού που μας σέρβιρε ποτέ το σινεμά.

Ανθρώπινο κρέας μου μυρίζει! Δέκα γκουρμέ κινηματογραφικά πιάτα
Ο Μάγειρας, ο Κλέφτης, η Γυναίκα του κι ο Εραστής της

Ο κανιβαλισμός επιστρέφει στη μόδα! Ευτυχώς, όμως, μόνο στο σινεμά, όπου επανέρχεται στο προσκήνιο όχι μόνο χάρη στο αμφιλεγόμενο ντεμπούτο της Ζουλιά Ντικουρνό, «Raw», που κυκλοφορεί αυτές τις ημέρες στις ελληνικές αίθουσες, αλλά και μέσα από μια σειρά πρόσφατων ταινιών που ξεκινούν από το αιματοβαμμένο γουέστερν «Bone Tomahawk» του Κρεγκ Ζάλερ και το μοχθηρό editorial μόδας του Νίκολας Βίντινγκ Ρεφν με το «The Neon Demon» και φτάνει μέχρι το μεξικάνικο φεστιβαλικό hit «We Are the Flesh» του Εμιλιάνο Ρόχα Μίντερ και το βραβευμένο στο περσινό Φεστιβάλ Βενετίας «The Bad Batch» της Ανα Λίλι Αμιρπούρ.

Αν όμως η κατανάλωση ανθρώπινης σάρκας στο σινεμά έχει γίνει γνωστή κυρίως μέσα από grindhouse ανοσιουργήματα όπως το «Cannibal Holocaust» και το «Cannibal Ferox», που ξεπηδούσαν από την κακόφημη ιταλική κινηματογραφική παραγωγή των ’80s με ταχύτητες επιδημίας, οι πιο ενδιαφέρουσες δημιουργίες γύρω από την ανθρωποφαγία θα έρχονταν από ένα πιο auteur σινεμά, που συνήθως θα χρησιμοποιούσε τον κανιβαλισμό συμβολικά ή ως μέσο για βιτριολική κοινωνική σάτιρα. Για τους λόγους αυτούς, λοιπόν, στη συγκεκριμένη λίστα αποφασίσαμε να αγνοήσουμε την προαναφερθείσα exploitation μάστιγα (όπως και το παρακλάδι των ταινιών με ζόμπι) για να αναζητήσουμε τις ταινίες εκείνες που είδαν το υπέρτατο αυτό ταμπού με άλλο μάτι, προσφέροντας μοναδικές κινηματογραφικές γαστρονομικές απολαύσεις. Καλή σας όρεξη!

[Προσοχή: Ακολουθούν ελαφρά spoilers για τις παρακάτω ταινίες]

Διαβάστε ακόμη: Και ο Ανθρωπος… έπλασε το Cyborg

Delicatessen 607

Delicatessen (1991) των Μαρκ Καρό και Ζαν-Πιερ Ζενέ

Πολύ προτού κατακτήσει τα ταμεία παγκοσμίως με την αθεράπευτα ρομαντική «Amélie» του, ο Ζαν-Πιερ Ζενέ ένωσε τις δυνάμεις του με τον καρτουνίστα Μαρκ Καρό για αυτή την ευρηματική μαύρη κωμωδία που εκτυλίσσεται σε μια πολυκατοικία στο μετα-αποκαλυπτικό Παρίσι. Το φαγητό είναι λιγοστό, οπότε δεν είναι περίεργο που ο χασάπης του ισογείου κρατά στην επιρροή του τους εκκεντρικούς ενοίκους, προμηθεύοντάς τους με σπάνιες λιχουδιές που διόλου τυχαία εμφανίζονται ταυτόχρονα με την εξαφάνιση κάθε νέου επιστάτη. Οταν ένας πρώην κλόουν αναλαμβάνει τη ριψοκίνδυνη θέση όλα δείχνουν ότι θα έχει την ίδια τύχη. Ο έρωτάς του για την κόρη του αιμοβόρου χασάπη και η εμφάνιση μιας ομάδας vegetarian ακτιβιστών περιπλέκουν τα πράγματα.

Παρά το ζοφερό δυστοπικό κλίμα όπου ο κανιβαλισμός βρίσκεται στην ημερήσια διάταξη, οι Ζενέ και Καρό κρατούν ψηλά το ηθικό χάρη στο καλοκουρδισμένο κωμικό timing που κουβαλά κάτι από τη σωματικότητα του Μπάστερ Κίτον και του Ζακ Τατί, το αφοπλιστικό love story ανάμεσα σε δύο αουτσάιντερ, ατμόσφαιρα που χρωστά πολλά στον Τέρι Γκίλιαμ και μια ευφάνταστη κόμικ αισθητική. Παρά τα πολυάριθμα καλλιτεχνικά δάνεια, ωστόσο, η δημιουργία αυτού του υπέροχου φουτουριστικού κόσμου τους ανήκει ολοκληρωτικά.

Δείτε ακόμη: Στο μέλλον η ανθρώπινη σάρκα αποτελεί περιζήτητο έδεσμα, όπως αποκαλύπτουν ταινίες σαν το «Soylent Green» (1973) του Ρίτσαρντ Φλάισερ και το «The Road» (2009) του Τζον Χίλκοουτ.

Parents 607

Parents (1989) του Μπομπ Μπάλαμπαν

Κάπου ανάμεσα στον παραισθησιογόνο τρόμο του Ντέιβιντ Λιντς και του «Μπλε Βελούδου» (1986), του οποίου αποτελεί αναμφίβολα απόγονο, και στην αιματηρή σάτιρα του αμερικανικού ονείρου στην οποία επιδόθηκε με κέφι ο Τζον Γουότερς στο «Serial Mom» (1994), το σκηνοθετικό ντεμπούτο του ηθοποιού Μπομπ Μπάλαμπαν ήρθε να ραγίσει με τον δικό του σκοτεινό όσο και παιχνιδιάρικο τρόπο την ειδυλλιακή επιφανειακή εικόνα των αμερικανικών προαστίων των ’50. Εκεί όπου μεγαλώνει απρόθυμα ο μικρός Μάικλ, ο οποίος ταλανίζεται από δυσοίωνους εφιάλτες και αρχίζει να υποπτεύεται ότι τα χαρωπά μπάρμπεκιου που προετοιμάζουν οι γονείς του και τα υπολείμματα κρεάτων που ο μπαμπάς φέρνει σπίτι από τη δουλειά έχουν μάλλον ανθρώπινη προέλευση.

Ισορροπώντας ανάμεσα στο χιούμορ και στον τρόμο, τη φαντασίωση και την πραγματικότητα, το camp και την αυθεντική ανατριχίλα, και μπολιάζοντας την τυπική sitcom αμερικανική οικογένεια της ταινίας του με οιδιπόδεια συμπλέγματα, σουρεαλιστικές ονειρικές σκηνές, τεκνικολόρ νοσταλγία και λαχταριστά μπέργκερ, ο Μπάλαμπαν μαγείρεψε μια από τις πιο αλλόκοτες και απολαυστικά κατάμαυρες κωμωδίες των ’80s. Περιττό να πούμε ότι ελάχιστοι εκτίμησαν το αστείο στην εποχή της.

Δείτε ακόμα: Ο κανιβαλισμός είναι οικογενειακή υπόθεση στο «What Are What We Are» («Somos lo que hay», 2010) του Μεξικανού Χόρχε Μισέλ Γκράου και στο ομότιτλο αμερικανικό ριμέικ του (2013), από τον Τζιμ Μικλ.

Trouble Every Day 607

Trouble Every Day (2001) της Κλερ Ντενί

Ο κανιβαλισμός δεν ήταν ποτέ τόσο άβολα αισθησιακός όσο στο αινιγματικό αυτό φιλμ της Γαλλίδας δημιουργού, που μετουσιώνει το ερωτικό πάθος σε μια ακόρεστη πείνα για σάρκα και αίμα. Η ελλειπτική του γραφή, σήμα κατατεθέν της Ντενί, κάνει την αλλόκοτη υπόθεση εξαιρετικά δύσκολο να περιγραφεί με λόγια, αφήνοντάς το κοινό να συμπληρώσει το κενό στην ιστορία ενός άνδρα και μιας γυναίκας, άγνωστων μεταξύ τους, αλλά που μοιράζονται τον φριχτό δεσμό μιας φονικής λίμπιντο που τους επιβάλλει να καταβροχθίζουν τους ανύποπτους παρτενέρ τους την ώρα της ερωτικής πράξης. Είναι θύματα κάποιου περίεργου επιστημονικού πειράματος, φορείς κάποια μυστηριώδους ασθένειας ή απλά φορείς ενός εκτροχιασμένου, βαμπιρικού σεξουαλικού ενστίκτου που πρέπει να τιθασευτεί; Μπορεί, όμως; Και τι ρόλο παίζουν οι στωικοί σύντροφοί τους;

Ολα αυτά δεν έχουν τελικά και τόσο μεγάλη σημασία, καθώς ό,τι της λείπει σε σεναριακή συνοχή, η ταινία το αναπληρώνει με μια υπνωτιστική ενέργεια και άπλετο αλλά εικαστικά φροντισμένο gore, αφήνοντας στην Ντενί το περιθώριο να συνθέσει μια αιματοβαμμένη μελαγχολική μπαλάντα (το σάουντρακ υπογράφουν, όπως συνήθως στις ταινίες της, οι Tindersticks) για τους ανθρώπινους δεσμούς ως σχέσεις ακραίας αλληλεξάρτησης και το σεξ ως μια ακατανίκητη, ζωώδη δύναμη ικανή να μας κατασπαράξει – κυριολεκτικά και μεταφορικά.

Δείτε ακόμα: Ερωτισμός και κανιβαλισμός δεν συνδυάζονται και τόσο εύκολα, κάτι που κάνει το, έστω και άνισο, φιλμ της Κλερ Ντενί ακόμα πιο μοναδικό.

Sweeney Todd 607

Sweeney Todd: Ο Φονικός Κουρέας της Οδού Φλιτ (Sweeney Todd: The Demon Barber of Fleet Street, 2007) του Τιμ Μπάρτον

Μάλλον η τελευταία σπουδαία (και αυστηρά ενήλικη) ταινία του Τιμ Μπάρτον, πριν παραδοθεί ολοκληρωτικά στις «κατάλληλες για όλους» φαντασμαγορίες της Disney, το «Sweeney Todd» βρίσκει τον σκηνοθέτη σε φόρμα και ακραία σπλάτερ διάθεση, καθώς διασκευάζει για τη μεγάλη οθόνη το ομότιτλο κατασκότεινο μιούζικαλ του Στίβεν Σόντχαϊμ. Με φόντο το βικτωριανό Λονδίνο και κόμμωση αλά Νύφη του Φρανκενστάιν, ο παρανοϊκός κουρέας του Τζόνι Ντεπ σφαγιάζει με καλοακονισμένα ξυράφια τους υπεύθυνους για τη φυλάκισή του και το χαμό της οικογένειάς του, ενώ η πιστή του συνεργός, Ελενα Μπόναμ Κάρτερ, τους μετατρέπει σε λαχταριστές, μυρωδάτες κρεατόπιτες. Κι ο Τιμ Μπάρτον ενορχηστρώνει ένα εθιστικά μουντό και ακραία μισανθρωπικό γκραν γκινιόλ μιούζικαλ που φλερτάρει ανοιχτά με την ταινία τρόμου και το μελόδραμα.

Οι δεύτεροι χαρακτήρες και η ερωτική τους ιστορία είναι, ομολογουμένως, υπερβολικά άχρωμοι για να έχουν πραγματικό αντίκτυπο, πέρα από τη χαρακτηριστικά μπαρτονική γοτθική αισθητική, όμως, υπάρχει εδώ μια γενναία δόση τραγωδίας στη μοίρα και τη σχέση των δύο βασικών πρωταγωνιστών, που μετατρέπει το «Sweeney Todd» σε κάτι περισσότερο επώδυνο από μια θεαματικά γκροτέσκ πανδαισία φόνων και κανιβαλισμού.

Δείτε ακόμα: Κι όμως, υπάρχει κι άλλο μιούζικαλ με κανίβαλους και φέρει την υπογραφή των δημιουργών του «South Park», Τρέι Πάρκερ και Ματ Στόουν, με τίτλο –τι άλλο;– «Cannibal: The Musical!» (1993).

Ravenous 607

Ravenous (1999) της Αντόνια Μπερντ

Παραγνωρισμένη και πρόωρα χαμένη, η Βρετανίδα σκηνοθέτιδα Αντόνια Μπεντ πέθανε το 2013 σε ηλικία 62 ετών, αφήνοντας πίσω της πολλές τηλεοπτικές δουλειές αλλά μόλις τέσσερις μεγάλου μήκους ταινίες, ανάμεσά τους το συγκινητικό gay δράμα «Priest» (1994) και το στιβαρό heist movie «Face» (1997). Τρίτη ταινία της με τον ηθοποιό-φετίχ της, Ρόμπερτ Καρλάιλ, το κανιβαλιστικό θρίλερ εποχής «Ravenous» είναι ωστόσο αυτή που έμεινε περισσότερο στη μνήμη για όλους τους σωστούς και λάθους λόγους.

Παίρνοντας τα ηνία μιας ήδη προβληματικής παραγωγής από τα χέρια του απολυθέντα Μίλκο Μαντσέφκι, η Μπερντ μας μεταφέρει στο 1847 και σε ένα απομονωμένο, αραιοκατοικημένο φρούριο στα όρη της Νεβάδα, όπου η επίσκεψη ενός μυστηριώδους, εξαθλιωμένου επισκέπτη αναγκάζει τους λιγοστούς στρατιώτες να οργανώσουν την αποστολή διάσωσης μιας εγκλωβισμένης ομάδας που κατέφυγε στον κανιβαλισμό. Η αποστολή θα ξεφύγει φυσικά από κάθε έλεγχο, όμως η Μπερντ κατορθώνει να ενορχηστρώσει ένα εξαρχής ανισόρροπο σενάριο, παντρεύοντας κάθε κυριολεκτική και μεταφορική ανθρωποφαγική αναφορά, από τον νιτσεϊκό υπεράνθρωπο μέχρι τους ινδιάνικους θρύλους του Γουίντιγκο, με απολαυστικό σπλάτερ και αδυσώπητο μαύρο χιούμορ χωρίς να παίρνει εντελώς στα σοβαρά τις φιλοσοφικές προεκτάσεις. Προσθέστε σ’ αυτά το ιδιόμορφο σάουντρακ των Μάικλ Νάιμαν-Ντέιμον Αλμπαρν και την παρανοϊκή ερμηνεία του Καρλάιλ και έχετε μια από τις πιο φιλόδοξες και εκκεντρικές ταινίες τρόμου των ’90s, η αποτυχία της οποίας όμως κάθε άλλο παρά βοήθησε την Μπερντ να βγει από το περιθώριο της μικρής οθόνης.

Δείτε ακόμα: Ο κανιβαλισμός ως ύστατο μέσο επιβίωσης στο βασισμένο σε αληθινή ιστορία «Alive» (1993) του Φρανκ Μάρσαλ, με τον Ιθαν Χοκ.

Eating Raoul 607

Eating Raoul (1982) του Πολ Μπαρτέλ

Ακροβατώντας ανάμεσα στο underground και στο mainstream, ο άξιος μαθητής του Ρότζερ Κόρμαν, Πολ Μπαρτέλ, εμπνεύστηκε μια μαύρη κωμωδία που έκανε αίσθηση στην εποχή της και διατηρεί ανέπαφο το cult status της μέχρι σήμερα, όντας ταυτόχρονα ένα από τα πρώτα δείγματα ανεξάρτητου αμερικανικού σινεμά που συνάντησαν επιτυχία στα ταμεία. Ο ίδιος κρατά επίσης τον πρωταγωνιστικό ρόλο του wannabe σομελιέ που μαζί με τη βαριεστημένη του σύζυγο φιλοδοξούν να ανοίξουν ένα εστιατόριο στην εξοχή. Το μόνο που τους λείπει είναι το κεφάλαιο, κάτι που θα λύσουν με τον πιο ανορθόδοξο τρόπο όταν ένας κατά λάθος φόνος θα τους εμπνεύσει να παρασύρουν τους διψασμένους για kinky σεξ πολίτες του Λος Αντζελες με δόλωμα ερωτικές υπηρεσίες για ειδικά γούστα, για να τους δολοφονήσουν στη συνέχεια (με τηγάνι) ξαφρίζοντας τα χρήματά τους. Ο Λατίνος Ραούλ θα τους βοηθήσει να ξεφορτωθούν τα πτώματα, μετατρέποντάς τα σε σκυλοτροφή, όμως η ερωτική εμμονή του για τη σύζυγο γρήγορα θα τον οδηγήσει στη μοίρα του τίτλου.

Low budget, χειροποίητο (οι γονείς του Μπαρτέλ πούλησαν το σπίτι τους για να χρηματοδοτήσουν την ταινία) αλλά πάντοτε σπιρτόζικο και πνευματώδες, το «Eating Raoul» σατιρίζει με τρυφερότητα και σλάπστικ ενθουσιασμό τόσο τον μικροαστισμό και την υποκρισία των σεμνότυφων ηρώων του που δεν διστάζουν μπροστά στον φόνο αλλά σοκάρονται από τα βίτσια των γειτόνων τους, όσο και τον πανηδονισμό των ’70s, χαρίζοντας στο κοινό ένα απολαυστικά διεστραμμένο τουίστ πάνω στο κυνήγι του αμερικανικού ονείρου. Μια αμοραλιστική φάρσα για θεατές με απαιτητικό ουρανίσκο.

Δείτε ακόμη: Ο κανιβαλισμός κάνει καλό στην επιχείρησή σας, όπως ανακάλυψαν κατά λάθος και οι δύο χασάπηδες ήρωες στο «The Green Butchers» (2003) του Δανού Αντερς Τόμας Γένσεν.

Os Canibais 607

The Cannibals (Os Canibais, 1988) του Μανοέλ ντε Ολιβέιρα

Το τελευταίο πράγμα που θα περίμενε ίσως κανείς από τον παραγωγικότατο Μανοέλ ντε Ολιβέιρα θα ήταν μια ταινία που να έχει να κάνει με τον κανιβαλισμό. Κι όμως, ο ανοικονόμητος Πορτογάλος δημιουργός που πέθανε το 2015 σε ηλικία 106 ετών (σκηνοθετώντας ταινίες μέχρι τέλους) κατάφερε ακόμα κι αυτό, και μάλιστα με τον πιο απρόσμενο τρόπο, σε μια ταινία που σηματοδότησε την πρώτη του συμμετοχή (από τις πολλές που θα ακολουθούσαν) στο διαγωνιστικό του Φεστιβάλ Καννών. Στα χνάρια του Λουίς Μπουνιουέλ και του Μάρκο Φερέρι, ο Ολιβέιρα υπογράφει μια άκρως πρωτότυπη σάτιρα της μπουρζουαζίας, με αφετηρία ένα είδος που απευθύνεται κατεξοχήν στην ανώτερη τάξη: την όπερα.

Η κλασικότροπη, ρομαντική ιστορία του έχει ως ηρωίδα μια γυναίκα της πορτογαλικής υψηλής κοινωνίας η οποία παντρεύεται ένα πλούσιο αριστοκράτη παρά τις αντιρρήσεις του ζηλόφθονου πρώην εραστή της. Μόνο που την πρώτη τους νύχτα, ο νέος της σύζυγος θα της αποκαλύψει το πιο σκοτεινό του μυστικό. Κι ό,τι αρχικά μοιάζει με μια συμβατική, ακαδημαϊκά κινηματογραφημένη όπερα για τις ανιαρές συνήθειες και τους έρωτες των ευγενών (γραμμένη ειδικά για την ταινία από τον Πορτογάλο συνθέτη Ζοάο Παές, ο οποίος για να δημιουργήσει το λιμπρέτο και τη μουσική χρησιμοποίησε το σενάριο το Ολιβέιρα, το οποίο με τη σειρά του βασιζόταν στο μυθιστόρημα του Αλβάρο Καλβαρχάλ) εκτροχιάζεται για να κλιμακωθεί σε ένα δαιμόνιο και απρόσμενα αστείο φινάλε που πρέπει να δει κανείς για να πιστέψει. (και για το οποίο όσο λιγότερα ξέρει, τόσο το καλύτερο)

Δείτε ακόμα: Πριν από την αλλόκοτη δημιουργία του Ολιβέιρα, οι κανίβαλοι μίλησαν για πρώτη φορά πορτογαλικά στις ταινίες του βραζιλιάνικου Cinema Novo, το οποίο χρησιμοποίησε κατά κόρον την ανθρωποφαγία ως μοτίβο, κυρίως μεταφορικά, αλλά και κυριολεκτικά, στις κλασικές ταινίες του κινήματος «How Tasty Was My Little Frenchman» («Como Era Gostoso o Meu Francês», 1971) του Νέλσον Περέιρα ντος Σάντος και «Macunaíma» (1969) του Χοακίμ Πέδρο ντε Αντράδε.

The Silence of the Lambs 607

Η Σιωπή των Αμνών (The Silence of the Lambs, 1991) του Τζόναθαν Ντέμι & Hannibal (2001) του Ρίντλεϊ Σκοτ

Αν υπάρχει ένας κινηματογραφικός κανίβαλος που δεν χρειάζεται περαιτέρω συστάσεις, αυτός είναι χωρίς αμφιβολία ο διαβόητος Χάνιμπαλ Λέκτερ, ένας χαρακτήρας εμπνευσμένος από αληθινές περιπτώσεις κατά συρροή δολοφόνων αλλά εξυψωμένος σε απόλυτο σύμβολο ψυχολογικής χειραγώγησης και εκλεπτυσμένης καλλιέργειας από τον συγγραφέα Τόμας Χάρις. Η κινηματογραφική του ενσάρκωση από τον Αντονι Χόπκινς στη «Σιωπή των Αμνών» μπορεί να μην εμβάθυνε στις εξεζητημένες μαγειρικές ικανότητές του, έθεσε όμως τα πρότυπα του ιδιοφυούς και γοητευτικού serial killer που θα κόπιαραν ξεδιάντροπα δεκάδες ταινίες από ‘δω και στο εξής.

Πέρα από ένα συναρπαστικό αστυνομικό θρίλερ ανεπανάληπτης για ταινία του είδους οσκαρικής επιτυχίας, το φιλμ θα πρότεινε τον, κλασικό πλέον, γευστικό συνδυασμό του ανθρώπινου συκωτιού με φάβα και κιάντι – θα χρειαζόταν, όμως, να περάσουν δέκα ολόκληρα χρόνια μέχρι το παρεξηγημένο «Hannibal» του Ρίντλεϊ Σκοτ για να παρακολουθήσουμε ακόμα πιο αναλυτικά μαθήματα μαγειρικής, με αποκορύφωμα τα ανθρώπινα μυαλά σοτέ, σερβιρισμένα με γενναίες δόσεις ειρωνείας και απολαυστικής παρακμής που ξένισαν τους περισσότερους θεατές και κριτικούς.

Δείτε ακόμα: Για μια πραγματικά ανεπανάληπτη haute cuisine κανιβαλική εμπειρία, το τηλεοπτικό «Hannibal» έφτασε σε μάλλον δυσθεώρητα επίπεδα γαστριμαργικού ντελιρίου.

The Cook, the Thief, His Wife & Her Lover 607

Ο Μάγειρας, ο Κλέφτης, η Γυναίκα του και ο Εραστής της (The Cook, the Thief, His Wife & Her Lover, 1989) του Πίτερ Γκρίναγουεϊ

Μπορεί ο κανιβαλισμός να κάνει την εμφάνισή του θριαμβευτικά μόλις στα τελευταία λεπτά του εικονοκλαστικού magnum opus του Βρετανού προβοκάτορα Πίτερ Γκρίναγουεϊ, όμως αποτελεί το απαύγασμα των ιδεών που κρύβονται πίσω από το παραληρηματικό εικαστικό μεγαλείο του, εμπνευσμένου σε μεγάλο βαθμό από τους Φλαμανδούς ζωγράφους. Μην ξεγελιέστε από τα μεγαλοπρεπή σκηνικά που αποκαλύπτουν μονοχρωματικά την προκλητική πολυτέλεια του εστιατορίου Le Hollandais, την αριστουργηματική φωτογραφία του Σασά Βιερνί και τα ευρηματικά κοστούμια του Ζαν-Πολ Γκοτιέ ή από το εμβληματικό σάουντρακ του Μάικλ Νάιμαν. Πίσω από την τέλεια ομορφιά κρύβεται η σαπίλα και η αγριότητα όλου του κόσμου, εκεί όπου μάταια πασχίζει να επιβιώσει ο έρωτας και η ουσιαστική καλαισθησία.

Τα επιτηδευμένα γκουρμέ πιάτα διακόπτονται από κάθε λογής βαναυσότητες για να κορυφωθούν σε ένα αποκρουστικό αλλά εξαίσια εκτελεσμένο τελευταίο πιάτο που ολοκληρώνει ένα δείπνο ανεπανάληπτης μπαρόκ παρακμής. Ομως σε αντίθεση με όλες τις παραπάνω ταινίες, όπου ο κανιβαλισμός αποτελεί συνειδητή ή ασυνείδητη επιλογή, ή αποτέλεσμα ακατανίκητων ορέξεων, εδώ πρόκειται για την υπέρτατη μορφή εκδίκησης σε μια ιστορία ζήλιας, απιστίας και ωμότητας.

Δείτε ακόμα: Η εκδίκηση είναι ένα πιάτο που τρώγεται σερβιρισμένο με περισσή φροντίδα στους εχθρούς σου, στο «Titus» (1999) της Τζούλι Τέιμορ.

Διαβάστε ακόμη

Tags: Raw