Eνα από τα πράγματα που έχουμε δει να εξελίσσεται με μαγικό τρόπο μπροστά στα μάτια μας όλη αυτή την 6ετία που καλύπτουμε την τηλεοπτική παραγωγή στο Flix, είναι το πώς τα όρια ανάμεσα στην τηλεόραση και το σινεμά συχνά θόλωναν, πώς τα όρια ακόμα και του τι σημαίνει τηλεόραση τέθηκαν υπό αμφισβήτηση από μερικές από τις σπουδαιότερες υπογραφές του μέσου.
Είδαμε την τηλεόραση να γεννά τους δικούς της νέους auteurs, από τον Λούις Σι Κέι και τον Ντόναλντ Γκλόβερ στους Ρόμπερτ και Μισέλ Κινγκ και την Τζιλ Σόλογουεϊ, ως την Λίνα Ντάναμ και τον Μπράιαν Φούλερ. Είδαμε σειρές να αμφισβητούν την παραδοσιακή εβδομαδιαία δομή, αλλά είδαμε κι άλλες να την αποθεώνουν. Παρακολουθούμε αυτά τα τελευταία χρόνια, εν ολίγοις, ένα μέσο στην πιο άφοβα δημιουργική περίοδο της ύπαρξής του.
Σημαντικό ρόλο σε όλο αυτό το διάστημα έχουν παίξει φυσικά και μια ιδιαίτερη κάστα ανθρώπων: δημιουργοί που κατεξοχήν μεγαλούργησαν στο σινεμά, που για τον ένα λόγο ή τον άλλον, θέλησαν να παίξουν και με τα εργαλεία της τηλεόρασης. Δεν τα κατάφεραν όλοι το ίδιο καλά, κι ούτε φυσικά εμείς εδώ (ως λάτρεις και του ίδιου του τηλεοπτικού μέσου) αποδεχτήκαμε ποτέ την ιδέα πως ένας ‘δανεισμένος auteur’ φέρνει στο μέσο κάτι απαραιτήτως σημαντικό, ειδικά αν πρόκειται για τη σκηνοθεσία ενός πιλότου.
Όμως αυτό που έχει τεράστιο ενδιαφέρον, είναι το να δούμε πώς προσέγγισαν την τηλεόραση κάποιοι από τους πιο αναγνωρισμένους και πετυχημένους κινηματογραφικούς δημιουργούς. Τους δυσκόλεψε η γλώσσα; Επιχείρησαν να κάνουν κάτι νέο; Προσαρμόστηκαν ως showrunners;
Στον πνεύμα λοιπόν αυτής της ιδέας της ωρίμανσης που κρύβουν μέσα τους τα όποια γενέθλια, ρίξαμε μια σύντομη ματιά σε 6 χαρακτηριστικούς εκπροσώπους αυτής της μετάβασης. Φυσικά δεν είναι εξαντλητική η λίστα, πλέον οι πάντες κάνουν τηλεόραση. Και εστιάσαμε σε σκηνοθέτες που πραγματικά ανέλαβαν ένα πρότζεκτ στην ολότητά του, όχι που πέρασαν για να γυρίσουν μερικά επεισόδια. Αυτοί είναι λοιπόν 6 μεγάλοι κινηματογραφικοί auteurs που έκαναν πέρασμα στην τηλεόραση:
Διαβάστε ακόμη: 6 χρόνια Flix: 6 τηλεοπτικά γενέθλια πάρτυ που δε μοιάζουν με κανένα άλλο
Στίβεν Σόντερμπεργκ, «The Knick»
Κάθε τέτοια συζήτηση δε μπορεί να αρχίζει με άλλον σκηνοθέτη παρά τον Στίβεν Σόντερμπεργκ. Ο οποίος πριν 4 χρόνια ανακοίνωσε ότι κρεμάει τις κάμερες, σταματώντας το κινηματογραφικό του έργο, μόνο για να μεταφέρει τη δράση του στην τηλεόραση. Δημιουργός φύσει περίεργος για το μέσο, τη γλώσσα και τα όριά του, ο Σόντερμπεργκ βρήκε ένα πρότζεκτ που τον ενδιέφερε, το ιατρικό δράμα εποχής «The Knick» σε σενάριο Τζακ Άμιελ και Μάικλ Μπέγκλερ, και το σκηνοθέτησε εξ ολοκλήρου για τις 2 σεζόν του, αναδεικνύοντας το κείμενο με τρόπους μοναδικούς, εντυπωσιακούς, διαρκώς εφευρετικούς.
Αν η εξουθενωτική του αυτή παραγωγή (20 ωριαία επεισόδια δίχως ούτε ένα πλάνο να έχει φτάσει στην οθόνη μας χωρίς κόπο και ιδέες από πίσω του) δεν αρκούσε, στο ίδιο διάστημα ο Σόντερμπεργκ επιτέλεσε παραγωγός σε δύο ακόμα σειρές, «Red Oaks» και «The Girlfriend Experience», όπου προσκάλεσε σκηνοθέτες σαν τους Χαλ Χάρτλεϊ, Λοτς Κέριγκαν, Έιμι Σάιμετς, Γκρεγκ Αράκι και Έιμι Χέκερλινγκ να απλώσουν το όραμά τους στη μικρή οθόνη. Ο Σόντερμπεργκ επιστρέφει στο σινεμά αυτό το καλοκαίρι, και το «The Knick» επισήμως κόπηκε, όμως η συνεισφορά του στην εξερεύνηση του τηλεοπτικού μέσου είναι τεράστια.
Κάτι που, εξάλλου, έχουμε τιμήσει από αυτό το σάιτ, τοποθετώντας τις σειρές του Σόντερμπεργκ στις θέσεις 1 ή 2 των ετήσιων τοπ-10 μας για όλη αυτή την τελευταία τριετία:
- «The Knick», 1η σεζόν (#1, 2014)
- «The Knick», 2η σεζόν (#2, 2015)
- «The Girlfriend Experience» (#1, 2016)
Τζέιν Κάμπιον, «Top of the Lake»
Η Τζέιν Κάμπιον υπήρξε σχετικά πρωτοπόρος σε όλο αυτό το κύμα της μαζικής μετατόπισης του ανεξάρτητου σινεμά προς την τηλεόραση. Πριν μπει γερά στο παιχνίδι το Netflix και πριν κάθε όνομα του ανεξάρτητου σινεμά, από τους προαναφερθέντες γερόλυκους μέχρι τον Τζο Σουάνμπεργκ, την Άντρεα Άρνολντ και τον Κάρι Φουκουνάγκα, δοκιμάσει τις δυνάμεις του στη μικρή οθόνη, η Κάμπιον βοήθησε να ανοίξει ο δρόμος. Ή έστω να απενοχοποιηθεί η διαδρομή.
Ένα χρόνο πριν το «True Detective», η Τζέιν Κάμπιον έφερε στη μικρή οθόνη ένα άλλο στόρι εγκληματικού μυστηρίου με έντονη αίσθηση του τόπου του, και με σαφέστατη κατεύθυνση ως ιστορία περιορισμένων επεισοδίων και μεγέθους. Το «Top of the Lake» έφερε τη βραβευμένη με Χρυσό Φοίνικα και Όσκαρ δημιουργό (που μοιράστηκε τα σκηνοθετικά ηνία εξ ημισείας με τον Γκαρθ Ντέιβις, μετέπειτα του «Lion») και μαζί την πρωταγωνίστριά της, Χόλι Χάντερ, στη μικρή οθόνη, φαινομενικά δίχως περιορισμούς δομής, χρόνου και περιεχομένου, να λένε μια ιστορία που για διάφορους λόγους ανήκε εκεί, κι όχι στο σινεμά.
Το «Top of the Lake», που είχε κάνει πρεμιέρα στα Φεστιβάλ Σάντανς και μετέπειτα Βερολίνου, κρατά σίγουρα μια σημαντική θέση στην ιστορία της εξέλιξης της τηλεόρασης ως προς τη δυνατότητά της να αντλήσει δημιουργικό ταλέντο άφοβα από το σινεμά. Και είναι σίγουρα κάποιου είδους γλυκιά σύμπτωση το ότι επιστρέφει αυτή την άνοιξη, μαζί με το «Twin Peaks», στο επίσημο πρόγραμμα της ίδιας χρονιάς του Φεστιβάλ Καννών.
Δείτε επίσης: Τότε που βλέπαμε το πρώτο τρέιλερ του «Top of the Lake»
Γούντι Άλεν, «A Crisis in Six Scenes»
Κάπου στο απέναντι άκρο θα πρέπει να βρίσκεται ο Γούντι Άλεν, ο οποίος με την μετάβασή του στη μικρή οθόνη συμβολίζει όλο αυτό το προγενέστερο άγχος του μέσου να εκληφθεί ως κάτι εξίσου Σοβαρό και Σημαντικό με το σινεμά. Το amazon, θέλοντας να εξασφαλίσει μεγάλα πρεστιζάτα ονόματα στο ρόστερ δημιουργών του, και να επιβληθεί έτσι του Netflix ανταγωνισμού του, έδωσε στον Γούντι Άλεν, βασικά, λευκή επιταγή, λέγοντάς του να κάνει ό,τι θέλει για όσα λεφτά θέλει. Κάπου στην πορεία ο Άλεν παραδέχθηκε πως δεν έχει ιδέα τι κάνει και πως μάλλον το ψιλομετάνιωσε που συμφώνησε.
Ειρωνικά, ή ίσως και δίκαια, το τελικό προϊόν ήταν μια σειρά που έμοιαζε με υπερμεγέθης ταινία που ο Άλεν βαρέθηκε να ολοκληρώσει πριν δεκαετίες και που σήμερα δεν ήξερε πώς ακριβώς να κόψει σε μορφή τηλεοπτικής σειράς, επεισοδίων. Το amazon ήθελε απεγνωσμένα το κύρος του Γούντι Άλεν, αλλά αντ’αυτού ο Γούντι Άλεν παρέδωσε, αμήχανα, μια από τις πιο ανάλαφρες δουλειές της καριέρας του, δεχόμενος (για μια σειρά από λόγους) τα πυρά και την οργή σε πολλές περιπτώσεις, του συνόλου της κριτικής.
Εγώ το καταδιασκέδασα, και σε κάθε περίπτωση ήταν ένα άκρως ενδιαφέρον πείραμα. Για κάθε πειραματιστή Σόντερμπεργκ ή φύσει ακατηγοριοποίητο Ντέιβιντ Λιντς, υπάρχει κι ένας Γούντι Άλεν, ο οποίος θα κάνει αυτό που ξέρει, όπως το ξέρει, κι αυτό θα πρέπει να είναι αρκετό. Το «Crisis in Six Scenes» δεν είνα τηλεόραση, δεν είναι σινεμά, αλλά είναι Γούντι Άλεν.
Δείτε ακόμα: To «Crisis in Six Scenes» είναι η πρώτη και τελευταία σειρά του Γούντι Άλεν
Μπαζ Λούρμαν, «The Get Down»
Φαινομενικά παρόμοια περίπτωση με του Γούντι Άλεν είναι κι αυτή του Μπαζ Λούρμαν, ως προς το ότι το Netflix αναζήτησε τον Αυστραλό δημιουργό δίνοντάς του μπάτζετ και ελευθερία αρκεί εκείνος να έκανε κάτι δικό του. Ο Λούρμαν έχει τυπικά σκηνοθετήσει μόνο το πρώτο επεισόδιο της σειράς, όμως το αποτύπωμά του βρίσκεται πάνω από το σύνολό της, ιδίως του πρώτου μισού που ολοκληρώθηκε με πρωτοφανή ελευθερία σε θέματα μπάτζετ, ρυθμού και περιεχομένου.
Μάλιστα, ο ίδιος ο Λούρμαν, ο οποίος pitchαρε την ιδέα για μια ιστορία που θα χρονολογεί την ιστορία της γένεσης της χιπ χοπ παράλληλα με την έκρηξη της ντίσκο σε μια Αμερική σε κοινωνικό βρασμό, δε σκόπευε να αναλάβει τόσο ενεργό ρόλο. Η αρχική του πρόθεση ήταν να κρατά ένα ρόλο του ‘θείου Μπαζ’ όπως λέει κι ο ίδιος, απλώς επιβλέποντας και ριχνοντας ιδέες. Όμως αφενός το Netflix επέμεινε πως ήθελε κάτι αμόλυντα δικό του (κι όσο κοστίσει, με αποτέλεσμα ακόμα και να αναγκαστεί τελικά να κόψει τη σεζόν στα δύο), κι αφετέρου πρακτικές δυσκολίες στο καθημερινό process -το οποίο ο Λούρμαν αντιμετώπιζε σταδιακά, καθότι δεν είχε ιδέα πώς λειτουργεί το day to day της τηλεόρασης- το έκαναν αδύνατον η σειρά να βγει υπό την εποπτεία κάποιου άλλου, τη δεδομένη στιγμή.
Το αποτέλεσμα ήταν ο Λούρμαν να έρθει σε μια καθημερινή τριβή που δεν είχε προβλέψει, που πιθανώς να μην επιθυμούσε καν, με αποτέλεσμα όμως ένα άκρως ενδιαφέρον έργο, στο οποίο όλες αυτές οι ματιές και ιδέες ενός ανθρώπου δίχως επαφή με το μέσο, φαίνονται. Ακόμα και οι πινελιές αυθεντικότητας, δεν είναι παρά απόρροια της θέλησης του Λούρμαν να φέρει στο παρασκήνιο της σειράς όσο το δυνατόν περισσότερους, και πιο κατάλληλους, ανθρώπους γινόταν. Η πρόκληση της τηλεόρασης είχε τελικά για τον Λούρμαν αποτέλεσμα ένα έργο που σίγουρα εμπλουτίζει την καριέρα του- όσο και το ίδιο το μέσο.
Δείτε ακόμα: To πρώτο μέρος του «The Get Down» στο τοπ-10 του Flix
Μάικλ Μαν, «Luck»
Όπως κι ο Λούρμαν, έτσι κι ο Μάικλ Μαν δε σκηνοθέτησε παρά το πρώτο μόνο επεισόδιο της σειράς του ΗΒΟ, όμως όπως και στην περίπτωση του Λούρμαν, η σειρά ορθώς θεωρείται δική του. Εν προκειμένω δική του όσο και του Ντέιβιντ Μιλτς, δημιουργού του «Deadwood». Οι δύο θρυλικοί δημιουργοί είχαν μια κατά τόπους επεισοδιακή μα κατά τόπους άκρως δημιουργική συνεργασία, με τον Μιλτς να είναι υπεύθυνος 100% για το κείμενο και ο Μαν 100% για την εικόνα, για την οπτική γλώσσα της σειράς.
Στην πραγματικότητα, ο Μάικλ Μαν γνώριζε πολύ καλά το μέσο, μιας και το είχε βοηθήσει να περάσει μια πρώτη περίοδο ωρίμανσης πίσω στα ‘80s. Τότε, με το «Miami Vice», είχε φέρει μια απολύτως νέα αισθητική προσέγγιση σε ένα μέσο που δεν διακρινόταν για τις αισθητικές του αναζητήσεις, με νέα χρώματα, ήχους και αφηγηματικό ρυθμό- και το έκανε δίχως τυπικά να έχει σκηνοθετήσει ούτε ένα επεισόδιο τότε. (Περίεργο πράγμα η τηλεόραση.)
Στο «Luck», μια σφόδρα υποτιμημένη ιστορία εξιλέωσης με Ντάνστιν Χόφμαν και Νικ Νόλτε στους κεντρικούς ρόλους, ο Μαν ουσιαστικά επέτρεπε στους κατόπιν σκηνοθέτες την εκάστοτε σκηνή ιπποδρομίας ως σεκάνς-υπογραφή του καθενός. Εκεί ο κάθε σκηνοθέτης έκανε ό,τι ήθελε. Ό,τι άλλο πέρναγε στην οθόνη, έφερε επίσημα ή όχι, την αισθητική υπογραφή του Μάικλ Μαν. Αυτή η προσέγγιση δεν έχει την πιο ευπώλητη στάμπα του ‘ΟΛΑ τα επεισόδια σκηνοθετημένα από τον [Τάδε]’, όμως μαρτυρά μια βαθύτερη εξοικείωση με το μέσο, για έναν δημιουργό που κάποτε έκανε την εμπορική του επιτυχία σε αυτό, και επέστρεψε δεκαετίες μετά για να δοκιμάσει κάτι πολύ πιο απαιτητικό. Σε σχετικά νέα, ανακοινώθηκε πρόσφατα πως ο Μαν θα επιστρέψει στο ΗΒΟ ως παραγωγός/σκηνοθέτης για μια πολεμική μίνι σειρά, αλλά ακόμα είναι πολύ νωρίς για να έχουμε χρονοδιάγραμμα, ή κάποια ιδέα ως προς το αν ο ίδιος θα σκηνοθετήσει ή αν θα κρατά έναν ρόλο showrunner όπως στις προηγούμενες σειρές του.
Δείτε ακόμα: To «Luck» στο τοπ-10 του Flix
Λάνα και Λίλι Γουατσόφκι, «Sense8»
Πάνω που πιστέψαμε μετά το εμπορικό φιάσκο του «Jupiter Ascending» πως οι Γουατσόφσκι είχαν εξαντλήσει την καλή θέληση του Χόλιγουντ που κρατούσε από την εποχή των «Matrix», εμφανίστηκε το Netflix για να τους μοιράσει τα αναγεννησιακά του λεφτά και την καλλιτεχνική ελευθερία που θα έκαναν δυνατή την ύπαρξη μιας σειράς σαν το «Sense8». Με την πολύτιμη συνδρομή του Τζο Στραζίνσκι στο σφίξιμο του σεναρίου και του Τομ Τίκβερ στη σκηνοθεσία, οι Γουατσόφσκι κατάφεραν ωστόσο να μεταφέρουν στη μικρή οθόνη κάθε ευαισθησία της φιλμογραφίας τους περί αντίστασης και ανατροπής κάθε είδους κανόνων και συμβάσεων.
Αυτή ακριβώς ήταν η προσέγγισή τους και στην ίδια τη φόρμα της αφήγησης. Το «Sense8» λέει μια ιστορία 8 ανθρώπων διασκορπισμένων σε όλες τις άκρες του πλανήτη, που μέσα από διαφορετικές γλώσσες, κουλτούρες και ηθικές, καταφέρνουν να γίνουν ένα σπάζοντας τα σύνορα. Κι η ίδια η σειρά, πιστή σε αυτό το μοτίβο, αρνείται να αφοσιώσει ξεχωριστά επεισόδια σε ξεχωριστούς χαρακτήρες (όπως θα ήταν το αναμενόμενο, και η συνήθης πρακτική), παρά απλώνοντας την ιστορία σε όλες τις ώρες της πρώτης σεζόν σα να επρόκειτο για να μια αληθινηά ριζοσπαστική, longform αφήγηση, εκμεταλλευόμενη πλήρως τις δυνατότητες που προσφέρει η streaming, όλα-τα-επεισόδια-μαζί τακτική διανομής του Netflix.
Οι Γουατσόφσκι μετέφεραν έτσι τις ευαισθησίες και τις θεματικές τους από το ένα μέσο στο άλλο, όχι απλά ανέπαφες, μα με την επιπλέον ένταση και ελευθερία του ‘κάντε ό,τι νομίζετε’ που χαρακτηρίζει όλη αυτή την περίοδο παραγωγής των ‘10s. Και το έκαναν φλερτάροντας με τα όρια της ίδιας της τηλεοπτικής γλώσσας.
Δείτε ακόμα: To «Sense8» στο τοπ-1ο του Flix
Και μια ματιά στο μέλλον: Ντέιβιντ Λιντς, «Twin Peaks»
Στο μέλλον, δηλαδή στο παρελθόν, δηλαδή ξανά στο μέλλον. Ο Ντέιβιντ Λιντς προσγειώθηκε στη μικρή οθόνη πριν 27 χρόνια, μας άφησε τη γνώση που ακόμα δεν είχαμε κατακτήσει, και τώρα επιστρέφει (11 χρόνια μετά την τελευταία του ταινία) για να δει τι καταφέραμε. Το «Twin Peaks» οριοθετεί μια απίστευτη περίοδο ωρίμανσης του μέσου η οποία, αν αυτά τα τελευταία 6 χρόνια είναι οποιαδήποτε ένδειξη, δεν έχει φτάσει καν το σημείο του κορεσμού. Το οποίο είναι λίγο τρομακτικό, αλλά είναι και πολύ συναρπαστικό ταυτόχρονα. Σαν την ίδια την ιδέα της επιστροφής ενός Ντέιβιντ Λιντς κι ενός «Twin Peaks» στη μικρή οθόνη.
Δείτε ακόμα: Τα πάντα για το «Twin Peaks»
Διαβάστε ακόμη:
- 6 χρόνια Flix: 6 γενέθλια στο σινεμά που έμειναν αξέχαστα
- 6 χρόνια Flix: 6 τηλεοπτικά γενέθλια πάρτυ που δε μοιάζουν με κανένα άλλο
- 6 χρόνια Flix: 6 Οσκαρ για κάθε ταινία!
- 6 χρόνια Flix: 6 (όχι προφανείς) μουσικές βιογραφίες
- 6 χρόνια Flix: Τα 6 πιο καταραμένα αντικείμενα του σινεμά (σε συσκευασία δώρου)
- 6 χρόνια Flix: 6 φορές που το Χόλιγουντ κατέστρεψε την παιδική μας ηλικία
- 6 χρόνια Flix: Οταν οι ταινίες επιστρέφουν για 6η φορά (και αξίζουν!)