Ηταν 2017 όταν ο κόσμος άκουσε για πρώτη φορά για τις διώξεις γκέι ανδρών στην Τσετσενία, σε μια αποκαλούμενη «επιχείρηση εκκαθάρισης» που κατέληξε στην εξαφάνιση περίπου 100 ατόμων τα οποία έπεσαν θύματα άγριων βασανιστηρίων, πολλούς από αυτούς δολοφονήθηκαν, ενώ κάποιοι έμειναν για πάντα «αγνοούμενοι». Παρά τη διεθνή κατακραυγή από τη Διεθνή Αμνηστία και ακτιβιστικές οργανώσεις σε όλον τον κόσμο, οι διώξεις συνεχίστηκαν, επεκτάθηκαν και σε γυναίκες λεσβίες, ενώ με την κάλυψη και του Βλαντιμίρ Πούτιν, ο προσκείμενος στη Μόσχα, πρωθυπουργός της Τσετσενίας, Ραμζάν Καντίροφ αρνήθηκε οποιαδήποτε κατηγορία με το απλό επιχείρημα ότι αρνήθηκε την ύπαρξη οποιουδήποτε «τέτοιου» ανθρώπου στην Τσετσενία.
Σε συνέντευξή του το 2017 στον Αμερικάνο δημοσιογράφο και αθλητικό ρεπόρτερ Μπράιαν Γκάμπελ, ο Καντίροφ είχε δηλώσει: «Δεν έχουμε τέτοιους ανθρώπους εδώ. Αν είναι να εξαγνίσουμε το αίμα μας, αν υπάρχουν τέτοιοι εδώ, να τους πάρετε και να φύγετε.»
Καλωσήρθατε, λοιπόν, στην Τσετσενία, μια «χώρα» στην οποία δεν υπάρχει LGBTQ+ κοινότητα, γιατί και μόνο η υποψία ότι μπορείς να ανήκεις σε αυτήν αποτελεί ευθεία, απερίφραστη απειλή για τη σωματική ακεραιότητα και τη ζωή σου. Καλωσήρθατε σε μια χώρα που μια λεσβία εξαναγκάζεται σε σεξ με το θείο της προκειμένου αυτός να μην την καταδώσει στον πατέρα της, ένας ποπ σταρ χάνεται από προσώπου γης χωρίς ποτέ κανείς να τον αναζητήσει ξανά και νέα παιδιά κρύβονται σε καταφύγια με άλλα ονόματα και άλλη ταυτότητα προκειμένου να φύγουν από τη Ρωσία και να διεκδικήσουν μια νέα ζωή κάπου αλλού. Καλωσήρθατε σε ένα κόσμο που την ίδια ώρα που στο ένα μέρος γιορτάζει τη νίκη των δικαιωμάτων της γκέι, των λεσβιών, των διαφυλικών, κάπου αλλού άνθρωποι που δεν μπορούν ούτε να ψελίσσουν τις παραπάνω λέξεις βασανίζονται, δολοφονούνται, μεγαλώνουν τελικά ακόμη περισσότερο τη λίστα των θυμάτων μιας μειονότητας που δεν σταμάτησε ποτέ να διώκεται.
Σε μια προσπάθεια δεκαετιών να φωτιστούν πτυχές της άγνωστης - βίαιης κυριολεκτικά και μεταφορικά - ιστορίας της queer κοινότητας με ζητούμενο την ορατότητα (και συνεπακόλουθα την αλλαγή), μέσα από ντοκιμαντέρ που έγραψαν τη δική τους ιστορία στο μεγάλο βιβλίο της queer κουλτούρας και του ίδιου του σινεμά, το «Καλωσήρθατε στην Τσετσενία» έρχεται λες για να υπενθυμίσει πως όπου κι αν νομίζουμε ότι βρεθήκαμε - κοινωνικά και κινηματογραφικά, ο δρόμος είναι ακόμη πολύ μακρύς.»
Ακολουθώντας δύο από τις ηγετικές προσωπικότητες (Ντέιβιντ Ιστίβ και Ολγκα Μπαράνοβα) του ακτιβιστικού Russian LGBT Network, δικτύου που βοηθάει μέλη της κοινότητας να γλιτώσουν το θάνατο και να διαφύγουν από τη χώρα, ο Ντέιβιντ Φρανς του συγκλονιστικου «How to Survive a Plague» του 2012 για τα πρώτα χρόνια του AIDS, παρακολουθεί μεμονωμένες περιπτώσεις γκέι και λεσβιών που φυγαδεύτηκαν από το δίκτυο, δείχνοντας όλη τη διαδρομή από την αναζήτηση βοήθειας στη ζωή μέσα σε ένα καταφύγιο κάπου στη Μόσχα και από εκεί στους ελέγχους διαβατηρίων στο αεροδρόμιο και πάλι σε ασφαλή καταφύγια στην Ευρώπη.
Ανάμεσά τους ένας νεαρός που παρά τη διάσωσή του θα αποπειραθεί να αυτοκτονήσει, μια κοπέλα που θα προσπαθήσει μάταια να προσαρμοστεί σε μια νέα φυλακή, μόνη της κάπου στο άγνωστο μιας ευρωπαϊκής πόλης στην οποία δεν γνωρίζει κανέναν. Ανάμεσά τους και ο Γκρίσα που θα υποδεχτεί στο καταφύγιο το αγόρι του και στη συνέχεια θα μετακομίσει μαζί του και με όλη του την οικογένεια, πριν αποφασίσει πως θα γίνει ο πρώτος που επώνυμα θα καταθέσει κατά της κυβέρνησης της Τσετσενίας, βοηθώντας έτσι αποφασιστικά στο να μπορέσει να δημιουργηθεί επίσημα μια «υπόθεση» κατά των διωγμών της LGBTQ+ κοινότητας.
Σε μια προσπάθεια δεκαετιών να φωτιστούν πτυχές της άγνωστης - βίαιης κυριολεκτικά και μεταφορικά - ιστορίας της queer κοινότητας με ζητούμενο την ορατότητα (και συνεπακόλουθα την αλλαγή), μέσα από ντοκιμαντέρ που έγραψαν τη δική τους ιστορία στο μεγάλο βιβλίο της queer κουλτούρας και του ίδιου του σινεμά, το "Καλωσήρθατε στην Τσετσενία" έρχεται λες για να υπενθυμίσει πως όπου κι αν νομίζουμε ότι βρεθήκαμε - κοινωνικά και κινηματογραφικά, ο δρόμος είναι ακόμη πολύ μακρύς.»
Θα αρκούσε ότι τα ονόματα των διωκώμενων ανθρώπων είναι ψεύτικα, πως η τοποθεσία του μέρους στο οποίο μένουν στη Μόσχα παραμένει απόρρητη, πως τα μέρη στα οποία φυγαδεύονται στην Ευρώπη δεν κατονομάζονται στο ντοκιμαντέρ - λογικό, αν θεωρήσει κανείς ότι η φιλοδοξία του Ντέιβιντ Φρανς είναι να φωτίσει τις ιστορίες τους και όχι να βοηθήσει στην σύλληψή τους από ένα καθεστώς που - ακόμη κι αυτή τη στιγμή που γράφονται αυτές οι γραμμές - δεν θα ησυχάσει αν δεν τους εξοντώσει. Και θα αρκούσε και η χρήση talking heads σε πλάτη ή με πειραγμένη εικόνα και ήχο, προκειμένου να διασφαλιστεί η ταυτότητά τους, πράγμα που μετά τους τίτλους τέλους σκέφτεσαι ότι δεν θα μείωνε τον αντίκτυπο του ντοκιμαντέρ, αλλάζοντας ωστόσο καθοριστικά και αμετάκλητα την τωρινή αποστολή του.
Σε μια πραγματικά τολμηρή (με κάθε έννοια του όρου) απόφαση, ο Ντέιβιντ Φρανς θα κρύψει τα πρόσωπα των ηρώων του... δίνοντας τους πρόσωπο από την αρχή. Με ψηφιακά ειδικά εφέ που «παραπλανούν», μόνο για να εξυπηρετήσουν τη μεγάλη αλήθεια του σινεμά τεκμηρίωσης, οι ήρωες του «Καλωσήρθατε στην Τσετσενία» φέρουν τα πρόσωπα ακτιβιστών που τα δάνεισαν για τις ανάγκες του ντοκιμαντέρ σε μια προσπάθεια αυτό το ντοκουμέντο να μην είναι μόνο το χρονικό μιας φρίκης που συμβαίνει όχι πολύ μακριά από την δημοκρατική ασφάλεια των τετραγωνικών μας, αλλά να γίνει και το ίδιο μια ακτιβιστική πράξη ικανή να αλλάξει τον κόσμο.
Οταν ο Γκρίσα θα αποκαλύψει το πραγματικό του όνομα και το ψηφιακό εφέ θα διαλυθεί μπροστά στο έκπληκτο βλέμμα των θεατών για να αποκαλύψει το πραγματικό του πρόσωπο (μια σκηνή που με όλο το μελοδραματικό της βάρος, παραμένει μια από τις πιο αξέχαστα σοκαριστικές στιγμές που μας χάρισε το σινεμά τα τελευταία χρόνια), τότε μόνο καταλαβαίνεις πως το διαχρονικό ζητούμενο της «ορατότητας» και του «coming out» δεν είναι ένα πείσμα που πηγάζει από την ταπεινά αισθήματα εγωμανίας ή εκδικητικότητας προς την ετεροκανονικότητα της όποιας συντηρητικής κοινωνίας, αλλά σχετίζεται με την ουσία της ίδιας της διεκδίκησης της αλλαγής ενός κόσμου που δεν θα στρέψει ποτέ το βλέμμα του σε κάτι που δεν έχει σαφή ταυτότητα, όνομα και πρόσωπο.
Χτισμένο πάνω στη δομή μιας ταινίας τρόμου που στο τέλος ο μπαμπούλας δεν εξολοθρεύεται και με απόλυτη γνώση πως σε στιγμές γίνεται επι τούτου καταγγελτικό, μονομερές και θύμα του ίδιου του του ακτιβισμού, το «Καλωσήρθατε στην Τσετσενία» είναι ένα δύσκολο και μαζί απόλυτα συναρπαστικό θέαμα.
Θέαμα συναρπαστικό, με την έννοια αυτής της αφήγησης που το μόνο που σε ενδιαφέρει είναι να δεις τι θα γίνει παρακάτω, αν αυτοί οι άνθρωποι θα καταφέρουν να διαφύγουν, αν ο Γκρίσα που τώρα λέγεται Μαξίμ και έχει το δικό του πρόσωπο θα μπορέσει να οδηγήσει στην καταδίκη της κυβέρνησης της Τσετσενίας, αν η Ανια που βγήκε μια μέρα από το καταφύγιο της κάπου στην Ευρώπη μην αντέχοντας να ζει σε μια «άλλη» φυλακή θα επιστρέψει, αν θα υπάρξει κάποια γενιά LGBTQ+ στη Ρωσία που θα μεγαλώσει ελέυθερη...
Θέαμα δύσκολο, γιατί όταν οι τίτλοι τέλους πέσουν, καταλαβαίνεις πως ό,τι έχεις παρακολουθήσει είναι μια πραγματικότητα που εξελίσσεται ταυτόχρονα τόσο μακριά και όμως τόσο κοντά σου. Σε θεοκρατικά κράτη (η Τσετσενία είναι στην πλειοψηφίεα της μουσουλμανική) που τα ανθρώπινα δικαιώματα καταπατούνται καθημερινά, σε ευνομούμενες δημοκρατίες όπου άνθρωποι δολοφονούνται ένα μεσημέρι στο κέντρο της πόλης επειδή είναι διαφορετικοί ή εκλιπαρούν μάταια για την τελευταία τους ανάσα επειδή έχουν άλλο χρώμα, σε μικρές θελκτικές τουριστικά κοινωνίες όπου κορίτσια πέφτουν θύματα βιασμών και δολοφονικών επιθέσεων ανείπωτης αγριότητας, σε ένα κόσμο που όσο νέοι άνθρωποι μετρούν αντίστροφα υπό την απειλή της ζωής τους και τα πρόσωπά τους πρέπει να μένουν κρυφά αν θέλουν να έχουν μια ελπίδα στη ζωή, τότε δεν χωράει εφησυχασμός. Ούτε από τις κοινωνίες, ούτε από την Τέχνη, ούτε από κανέναν από εμάς προσωπικά.
Το «Καλωσήρθατε στην Τσετσενία» του Ντέιβιντ Φρανς έκανε την παγκόσμια πρεμιέρα του στο Φεστιβάλ του Σάντανς κερδίζοντας το Μεγάλο Βραβείο της Επιτροπής, προβλήθηκε στο Φεστιβάλ Βερολίνου όπου κέρδισε το Βραβείο Teddy καλύτερου ντοκιμαντέρ, βραβείο Διεθνούς Αμνηστίας και Βραβείο Κοινού και συμμετείχε στην online έκδοση του 22ου Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης, αποσπώντας τρία βραβεία (Χρυσός Αλέξανδρος Καλύτερου Ντοκιμαντέρ στο Διεθνές Διαγωνιστικό Τμήμα, Mermaid Award για την καλύτερη LGBTQ+ ταινία όλου του Φεστιβάλ και το Βραβείο της Διεθνούς Ενωσης Κριτικών Κινηματογράφου). Ο Χρυσός Αλέξανδρος στο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ βάζει το ντοκιμαντέρ αυτόματα στη μεγάλη λίστα για τις ταινίες από τις οποίες θα προκύψουν οι υποψηφιότητες του Οσκαρ Καλύτερου Ντοκιμαντέρ. Το ντοκιμαντέρ θα προβληθεί στο HΒΟ στις 30 Ιουνίου 2020.