Τα βραβεία ενός από τα πιο περιπετειώδη φεστιβάλ των ημερών μας, του φεστιβάλ Visions du Réel που πραγματοποιείται κάθε άνοιξη στην ελβετική πόλη Νυόν, ανακοινώθηκαν την τελευταία Κυριακή του Απριλίου.
Οι ταινίες που προβάλλονται σ’ αυτό το κύκλωμα πρέπει να κάνουν τους ανθρώπους να νιώθουν πως ό,τι βλέπουν τους αφορά.»
Αυτή η απονομή ήταν το επιστέγασμα ενός πληθωρικού δεκαημέρου που συνέπεσε μεν με το άνοιγμα των κινηματογράφων στην Ελβετία, αλλά εκτυλίχθηκε σε μεγάλο μέρος του και διαδικτυακά, μ’ ένα πρόγραμμα προβολών και παράλληλων εκδηλώσεων που σε μεγάλο βαθμό κατάφεραν να προσδώσουν την προσωπικότητα του Φεστιβάλ στις νέες συνθήκες, συνεχίζοντας τη συζήτηση που ξεκίνησε ήδη από τους πρώτους μήνες της πανδημίας. Αλλά αν πέρσι τέτοια εποχή το Vision du Réel έγινε ένα από τα πρώτα φεστιβάλ που πραγματοποιήθηκαν εξολοκλήρου online (και μάλιστα με δωρεάν προβολές που δεν περιορίζονταν ανά επικράτεια μέσω της τεχνολογίας του geoblocking, προκαλώντας έτσι ποικίλες αντιδράσεις), η φετινή του εκδοχή επέστρεψε στον θερμό πυρήνα των βασικών ζητημάτων που αφορούν κατεξοχήν την έκθεση της πρόσφατης παγκόσμιας κινηματογραφικής παραγωγής.
Διαβάστε ακόμη: Βραβεία Iρις 2021 | Οι Υποψηφιότητες
Σ’ ένα σεμινάριο που έδωσε πρόσφατα ο Κάρλος Α. Γκουτιέρες, ο ιδρυτής του περίφημου κινηματογραφικού ινστιτούτου Cinema Tropical της Νέας Υόρκης, η συζήτηση έκλεισε μ’ ένα απροσδόκητο συμπέρασμα: «Δεν μπορούμε πια να μιλάμε για το γούστο μιας ομάδας επιμελητών όταν σκεφτόμαστε τον κόσμο των φεστιβάλ. Οι ταινίες που προβάλλονται σ’ αυτό το κύκλωμα πρέπει να κάνουν τους ανθρώπους να νιώθουν πως ό,τι βλέπουν τους αφορά. Αυτό θα πρέπει να είναι το κριτήριο πίσω από την επιλογή του πρόγραμματός τους». Το συμπέρασμα ενός επαγγελματία που πριν από δύο δεκαετίες και με μικρές, πλην αποφασιστικές χειρονομίες (όπως για παράδειγμα με την πρεμιέρα της απίθανης «Silvia Prieto» του Μάρτιν Ράιτμαν) σύστησε με νέα δυναμική το σινεμά της Νότιας Αμερικής στην ελίτ της Βόρειας, έβαλε όλους εμάς τους παρευρισκόμενους σε σκέψεις.
Σ’ ένα τόσο σύνθετο οικοσύστημα όπως αυτό των φεστιβάλ, και ιδιαίτερα στη νέα, υβριδική εποχή τους, θα μπορούσαν τα λεγόμενα του Γκουτιέρες να παρερμηνευτούν από το πιο συντηρητικό μέρος της βιομηχανίας: να διαβαστούν ως ένα σύστημα σκέψης και πρακτικής που ενθαρρύνει τη διασταύρωση της «λευκής ενοχής» με τον αυτο-εξωτισμό (σε ταινίες που υπογραμμίζουν με αντιπαραγωγικό τρόπο το περιλάλητο –και πλέον αμετάφραστο– diversity)· να θεωρηθεί πως υπονομεύουν το βλέμμα από απόσταση (που είναι δομικό στοιχείο της κινηματογραφικής δημιουργίας και θέασης)· να γίνουν βούτυρο στο ψωμί αυτών των προγραμματιστών που χρησιμοποιούν συστηματικά το «δεν καταλαβαίνω ποιους μπορεί να ενδιαφέρει αυτό που βλέπουμε» ως πρόσχημα για να καλύψουν τη δική τους αμηχανία – ή, μάλλον, την απροθυμία να πλησιάσουν οι ίδιοι το μέσο ως μηχανισμό υποκειμενικότητας, ξεπερνώντας τα όρια του τι νιώθουν και τι αντιλαμβάνονται.
Δείτε ακόμη: Κάννες 2021 | Αυτές είναι οι ταινίες που περιμένουμε να δούμε στο φεστιβάλ
Χρειάστηκε να περάσουν εβδομάδες και να έρθουν οι ημερομηνίες διεξαγωγής του φεστιβάλ Vision du Réel για να καταλάβουμε διά του παραδείγματος τι ακριβώς εννοούσε ο Γκουτιέρες: να αντιληφθούμε πώς ένα πρόγραμμα απαρτίζεται από ταινίες που μπορεί να έχουν ξεκάθαρο αισθητικό αποτύπωμα, αλλά καταργούν με διαφορετικό τρόπο την έννοια του γούστου γιατί δεν μπαίνουν εύκολα σε κατηγορίες και μηχανισμούς διάκρισης (πώς να μιλήσεις για «γούστο» όταν δεν μπορείς να τοποθετήσεις κάτι με ευκολία στα αισθητικά σου καλούπια;). Περιλαμβάνοντας (και βραβεύοντας) ταινίες που παρουσιάζουν τον κόσμο ως ένα αχανές πεδίο δοκιμών, αναδεικνύεις πως τον κόσμο μπορεί να τον αφορά μόνο το κατάφορα συγκεκριμένο, ακριβώς επειδή έχει το θάρρος να μην κρύβεται πίσω από γενικότητες αυτού που ονομάζουμε «representation» – και αποδίδει και την αναπαράσταση και την εκπροσώπηση.
Αντί για «representations», λοιπόν, δεν έχουμε παρά «visions» της πραγματικότητας – βλέμματα και οράματα, έτσι όπως συνοψίζονται στις ταινίες που ξεχωρίσαμε από το πρόγραμμα.
«Faya Dayi», της Τζέσικα Μπεσίρ, Μεγάλο Βραβείο της Επιτροπής (Διεθνές Διαγωνιστικό)
Το μεγάλο βραβείο της επιτροπής (και το βραβείο FIPRESCI) αφορά αυτόν ακριβώς τον μαγικό συνδυασμό του υποκειμενικού και του οικουμενικού, μιλώντας για την υπέρβαση που υπόσχεται ένα διεγερτικό φυτό που φυτρώνει μόνο στα βουνά της Αιθιοπίας. Τα φύλλα του τσατ (khat), ολοένα και πιο δημοφιλή διεθνώς για την ψυχοτρόπο δράση τους, αποτελούν τον θεμέλιο λίθο της τοπικής οικονομίας, αλλά γίνονται και διαβατήριο για δυο νέους που ονειρεύονται το πέρασμα στην Ευρώπη, δηλαδή στο όραμα που έχουν για μια καλύτερη ζωή. Στην εντυπωσιακή πρώτη της μεγάλου μήκους ταινία η Μεξικανο-Αιθιοπίδα σκηνοθέτης Τζέσικα Μπεσίρ επιστρέφει στην προγονική γη για να καταγράψει το σωματικό μόχθο και τη συναισθηματική περιπλάνηση που καθορίζουν αυτό το μυστηριακό τοπίο στο back end της παγκοσμιοποιημένης οικονομίας. Δέκα χρόνια έρευνας αποτυπώνονται σ’ ένα έντονα φορμαλιστικό ντοκιμαντέρ με υποβλητική ασπρόμαυρη φωτογραφία: η μυσταγωγική του ατμόσφαιρα συντονίζει τον ρυθμό της εργασίας της κοινότητας με τον ρυθμό του φυσικού περιβάλλοντος, συγκρίνει τη διακίνηση του προϊόντος με την ανθρώπινη μετακίνηση στον 21ο αιώνα, ενώ αξιοποιεί το αντικείμενο στο οποίο εστιάζει η αφήγηση ως μεταφορά για τη φύση ενός δημιουργικού ντοκιμαντέρ – μιας μονάδας μέτρησης για την κλίμακα από την καθημερινότητα στον αναχωρητισμό.
«1970», του Τόμας Βόλσκι, Ειδικό Βραβείο της Επιτροπής (Διεθνές Διαγωνιστικό, εξ ημισείας με το «Les enfants terribles» του Αχμέτ Νετσντέτ Κουπούρ)
Λίγες είναι οι φορές στην ιστορία του παγκόσμιου σινεμά που το χρονικό μιας απεργίας κινηματογραφείται με τόσο δημιουργικό και σύνθετο τρόπο. Η διαμαρτυρία και η βίαιη καταστολή των Πολωνών εργατών για τον ραγδαίο πληθωρισμό παρουσιάζεται μέσα από μια σύνθεση από υλικό αρχείου (όπου η σκοπιά των εργατών αποδίδεται μέσα από τα «ωμά» πλάνα της τεκμηρίωσης από τα media της εποχής) και stop-motion animation (όπου οι αξιωματούχοι που μηχανορραφούν εμφανίζονται ως ανέκφραστες κούκλες τυλιγμένες στην αχλύ της λήθης). Ένα υποδειγματικό δείγμα δημιουργικής χρήσης του αρχείου αναδεικνύει μέσω της δραματουργίας του το θρίλερ που είναι η σύγχρονη πολιτική ιστορία της Ευρώπης.
«Looking for Horses», του Στεφάν Πάβλοβιτς, Μεγάλο Βραβείο τoυ τμήματος «Burning Lights»
Μια λοξή ματιά σε μια σχέση που χτίζεται ανάμεσα σε έναν νεαρό σκηνοθέτη, Βόσνιο δεύτερης γενιάς που δεν μιλά τη μητρική του γλώσσα, και σ’ έναν μοναχικό ψαρά που ζει στη χώρα καταγωγής του σκηνοθέτη, σ’ ένα σύμπαν απόλυτης σιωπής (καθώς ο ίδιος έχασε την ακοή του μετά τον πόλεμο). Οι δύο άνδρες βγαίνουν για ψάρεμα στ’ ανοιχτά μιας τεχνητής λίμνης, συναντιούνται στην καρδιά ενός τόπου α-πιθανότητας, και οι θεατές αλιεύουν ό,τι ενδημεί στα βαθιά ενός τραύματος: την ανάγκη να μοιραστείς μέσα από την ανθρώπινη επαφή. Μια λεπταίσθητη ωδή σε ό,τι διαμείβεται αποκλειστικά στη σφαίρα του άφατου, που μπορεί να διαβαστεί κι ως αλληγορία για το ίδιο το σινεμά.
«The Great Void», του Σεμπάστιαν Μετς, ειδική μνεία του τμήματος «Burning Lights»
Το πιο εθιστικό εικονογραφικό πείραμα αυτής της διοργάνωσης είναι μια ταινία που μπορεί ν’ αναπτύχθηκε στο μεγαλύτερο μέρος της πριν από την πανδημία, αλλά στην ολοκληρωμένη της μορφή αναδεικνύεται άλλοτε ως χρησμός κι άλλοτε ως screensaver στη διευρυμένη επιφάνεια εργασίας μας. Μια συρραφή εικόνων από μια περιήγηση ανά τον κόσμο –με αφετηρία τις ανοίκεια γνώριμες όψεις του Λος Αντζελες και υποδειγματική χρήση του ήχου–, από την οποία απουσιάζουν εντελώς οι άνθρωποι (που ο σκηνοθέτης απομάκρυνε «χεράτα»), γίνεται αφορμή για παρατήρηση όχι του εξωτικού, αλλά του εσωτερικού μας τοπίου: ένα όραμα που θυμίζει μ’ έναν τρόπο το «Counting» (2015) του Τζεμ Κόεν ή μια εσπευσμένη (άρα και κατεπείγουσα) αναφορά στο σινεμά του Τζέιμς Μπένινγκ.
«The Rosselinis», του Αλεσάντρο Ροσελίνι
Η πιο αυτοαναφορική από τις ταινίες του τμήματος «Grand Angle» του Φεστιβάλ (με τις συμετοχές που μπορεί να έχουν αξιώσεις να πλησιάσουν το mainstream), μπορεί να μην είναι το καλύτερο ντοκιμαντέρ του προγράμματος, αλλά είναι αυτό που πλησιάζει πιο επιτυχημένα το σινεμά ως κληρονομιά, βίωμα και (αναπόδραστο) πεπρωμένο, μέσα από την οικογενειακή σάγκα της οικογένειας των Ροσελίνι. Ενα δράμα που οικειοποιείται ένα γνώριμο αφηγηματικό μοντέλο ανόδου, πτώσης και κάθαρσης μοιράζοντας άτυπα τους ρόλους του πατριάρχη, του άσωτου υιού και της ιέρειας (που προφανώς είναι η Ιζαμπέλα), γίνεται εγχειρίδιο ανάγνωσης για το πώς η πραγματικότητα γίνεται μυθολογία· παράλληλα, μας διασκεδάζει με παραλειπόμενα της ζωής ενός δημιουργού που, τι ειρωνεία, αφιέρωσε όλο του το έργο στη δύναμη του ρεαλισμού.
Περιμένοντας δύο σημαντικές ταινίες του προγράμματος και στο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης τον Ιούνιο (το γοητευτικό, λυρικό, πλην δυστοπικό δοκίμιο της Νατάλια Αλμάντα με τίτλο «Users», για το αποτύπωμα της τεχνολογίας στη γενιά που μόλις ήρθε στον κόσμο, όπως και το «The Bubble» της Βάλερι Μπλάνκενμπιλ για την οικιστική φούσκα της Φλόριντα που συμπυκνώνει τις παραδοξότητες της σύγχρονης οικιστικής ανάπτυξης), σκεφτόμαστε τι είναι αυτό που μένει ως επίγευση ενός φεστιβάλ που παρακολουθεί κανείς online. Ενα φεστιβάλ στο οποίο δεν χρειάστηκε κανείς να ταξιδέψει, από το οποίο δεν κράτησε κανείς εφήμερα – αλλά που μάρκαρε με σελιδοδείκτες στον browser και λίστες στο κανάλι του στο YouTube. Οπως συμβαίνει και με τα εμπύρετα οράματα σε κάθε έρημο, αυτό που μένει είναι η αίσθηση της εικόνας ως χειρονομίας, της αναπαράστασης που νιώθουμε πως μας ακουμπά, μας αφορά και μας μεταμορφώνει, ακόμα κι όταν χάνουμε την πίστη μας στην πραγματικότητα.