H Bασίλισσα Αννα υπήρξε η πρώτη βασίλισσα της Μεγάλης Βρετανίας (του Ηνωμένου Βασιλείου Αγγλίας, Σκωτίας, Ιρλανδίας) στις αρχές του 18ου αιώνα. Εχοντας πάντα πολύ εύθραυστη σωματική και ψυχική υγεία, μετά από 17 εγκυμοσύνες που κατέληξαν σε αποβολές και τον πρόωρο θάνατο του συζύγου της, η Αννα κατέληξε από τα 30 της χρόνια γερασμένη, κακοφορμισμένη (ακόμα και ιστορικές πηγές την αποκαλούν «χοντρή κι άσχημη»), εξαιρετικά ανασφαλής και μόνη. Η σωματική της φθορά της προκάλεσε ιδιαίτερη ανασφάλεια και την έκανε ιδιαίτερα ευάλωττη στους κύκλους της. Η εξουσία έλκει καλοθελητές και η Βασίλισσα Αννα πάντα επηρεαζόταν από τους αυλοκόλακές της. Τους, κατά περιόδους, «ευνοούμενούς» της. Μία ισχυρή τέτοια φιγούρα ήταν αυτή της Σάρα Τσόρτσιλ, Δούκισσας του Μπάρλμπορο, επιστήθιας φίλης και ανεπίσημης πολιτικής συμβούλου της Βασίλισσας. Γνωρίζοντας πολύ καλά τις αδυναμίες, τα μυστικά και τα πάθη της Αννας, η Δούκισσα κρατούσε με μαεστρία και υστεροβουλία τα κλειδιά της κρεβατοκάμαρας και της καρδιάς της. Μέχρι που στο παλάτι καταφθάνει η Αμπιγκεϊλ, μακρινή της ξαδέλφη, μία ξεπεσμένη νεαρή αριστοκράτισσα με δαιμόνιο μυαλό και φιλόδοξα σχέδια. Και τότε ξεκινά ένα παιχνίδι γάτας-ποντικιού: οι δύο γυναίκες βουτούν σε μία παραπολιτική, σκοτεινή κόντρα για την αγάπη και την εύνοια της Αννας, χωρίς φραγμούς, χωρίς όρια, χωρίς έλεος.
Διαβάστε ακόμη: Βενετία 2018 | Γιώργος Λάνθιμος: «Οσο πιο μακριά από την Ελλάδα μένω, τόσο πιο Ελληνας αισθάνομαι»
Μία ιστορία χωρίς φραγμούς, χωρίς όρια και χωρίς έλεος είναι σίγουρα μία ιστορία που ανήκει στο κινηματογραφικό σύμπαν του Γιώργου Λάνθιμου. Κι όμως: για πρώτη φορά ο ίδιος δεν συνυπογράφει το σενάριο (τουλάχιστον επισήμως, καθώς η ιδέα και μία πρώτη βερσιόν ήταν έτοιμη από τότε που του πρότειναν το πρότζεκτ, 9 χρόνια πριν) κι, επίσης, δεν συνεργάζεται με τον μέχρι τώρα πιστό του σεναριογράφο, Ευθύμη Φιλίππου.
Με το «The Favourite» ο Λάνθιμος βασίζεται στο βλέμμα των Nτέμπορα Ντέιβις και Τόνι ΜακΝαμάρα για να σκηνοθετήσει μία «πειραγμένη» ταινία εποχής - μία πανέξυπνη, καυστική και σε στιγμές σουρεαλιστική κωμωδία για τις ανασφάλειες της ανθρώπινης φύσης που η αντίστιξή τους με το αέναο κυνήγι της εξουσίας μιξάρεται σ' ένα κοκτέιλ μηχανορραφίας και χυδαιότητας. Αλλά και γέλιου. Γιατί υπάρχει κάτι σκοτεινά κωμικό στην αμετροέπεια της εξουσίας. Κάτι τραγικά γελοίο στα όρια που φτάνει ο άνθρωπος για να νικήσει τον ανταγωνισμό. Κάτι θλιμμένα σαρκαστικό στην ανάγκη όλων μας για αποδοχή, εκτίμηση, αγάπη.
Μετά το «Θάνατο του Ιερού Ελαφιού» είναι προφανές ότι ο Λάνθιμος σταδιακά ξεφεύγει από τη φόρμα με την οποία μάς πρωτοσυστήθηκε. Κι αυτό δεν σημαίνει ότι το σινεμά του σταματά να είναι «weird» και μοναδικό, η υπογραφή του σαφής και ξεκάθαρη. Ομως, ο ίδιος τολμά και εξελίσσεται. Ο φακός του ανοίγει (εδώ και κυριολεκτικά με εκτενή χρήση ευρυγώνιων fish-eye πλάνων), η κινηματογραφική του γλώσσα χαλαρώνει, ρισκάρει με σλάπστικ χιούμορ, παίζει με τη χρήση του ήχου και της μουσική. Ναι, οι ιστορίες του παραμένουν σκοτεινές και δυσοίωνες, αλλά ταυτόχρονα μεταμορφώνονται σε κάτι πιο ανοιχτό, περισσότερο οικείο, πολύ πιο φιλόξενο για το ευρύ κοινό. Ακόμα και η ανατομία που κάνει στην ανθρώπινη φύση, τώρα μοιάζει πιο ώριμη, πιο ενήλικη – αν συγκρίναμε την τόλμη του σινεμά του με Τρίερ και Χάνεκε, η «Ευνοούμενη» θυμίζει Γκρίναγουεϊ και, σε πολλές του στιγμές, Κιούμπρικ.
Κι αν σε άλλες ταινίες ψάχνουμε την καρδιά, στο σινεμά του Λάνθιμου υπερισχύει πάντα ο εγκέφαλος. Η «Ευνοούμενη» είναι ευφυέστατα σχεδιασμένη - σαν μία παρτίδα σκάκι όπου η Βασίλισσα και οι δύο θηλυκοί αξιωματικοί της θα μας παρασύρουν στο σασπένς του τελικού ματ. Κι αν το χέρι του Λάνθιμου, σαφέστατα, μετακινεί τα πιόνια, οι τρεις γυναίκες του στέκονται αυτόφωτα γοητευτικές - σύνθετες, σαρδόνιες, υπέροχες, απεχθείς, εύθραυστες, απάνθρωπες, ανελέητες, πονεμένες, εφιαλτικές, larger-than-life. Αστείες.
Η Εμα Στόουν είναι υπέροχη σ' έναν ρισκέ ρόλο που τη θέλει πολύ διαφορετική, γκροτέσκα και τολμηρή και, για αυτό, ίσως ξανά οσκαρική. Η Ρέιτσελ Βάις στέκεται ισοδύναμα δίπλα της και παραδίδει μία κόντρα-ερμηνεία από τον «Αστακό» - βγάζει μία «αρσενική» σχεδόν ενέργεια, μία σατανικά δυναμική περσόνα. Η συγκλονιστική ηθοποιός της ταινίας όμως (θα της δίναμε από τώρα το Οσκαρ Β' Γυναικείου ρόλου) είναι αναμφίβολα η Ολίβια Κόλμαν. Ερμηνεύει τη Βασίλισσα Αννα με μία αφοπλιστική γκάμα εκφραστικών μέσων: τη γυναικεία ανασφάλεια, την ασχήμια, την αρρώστια με μια αξιολάτρευτη παιδικότητα. Τη ζήλια, την τοξικότητα, την κατάχρηση εξουσίας, με αφοπλιστική κακία.
Μία παραμορφωμένη καυστική ματιά στην ιστορία της βρετανικής βασιλείας – στα καπρίτσια των λίγων και την επιρροή τους στο μέλλον των λαών. Μία σαρκαστική διατριβή στη γυναικεία ψυχοσύνθεση. Μαθήματα βρετανικής ιστορίας με μία «Ολα για την Εύα» διάσταση – αυτή είναι η πρώτη κωμωδία εποχής του Γιώργου Λάνθιμου. Και του πάει πολύ.