Αν τραβήξεις μια γραμμή από την εφηβική Αμερική του Τέρενς Μάλικ, στο «Beasts of the Southern Wild», το «Moonlight», ακόμα και το «Florida Project», η διαδρομή θα σε οδηγήσει στο «We the Animals», τον φυσικό συνεχιστή τους, με λιγότερο βάθος αλλά περισσή ευαισθησία κι ομορφιά.
Ο 10χρονος Τζόνα μεγαλώνει μαζί με τα δυο αδέλφια του, τον Μάνι και τον Τζόελ, σ' ένα σπίτι μεταξύ σκουπιδιού και στοργικής εστίας, περικυκλωμένο από άλλα χαμόσπιτα και άγρια φύση. Τ' αγόρια ζουν στο δικό τους σύμπαν, προστατευμένο από μια κουβέρτα-ασπίδα, μαζί με τον Πορτορικάνο πατέρα τους, πληθωρικό, επιπόλαιο κι εκρηκτικό και τη λευκή μητέρα τους, τρυφερή αλλά βυθισμένη στην κατάθλιψη. Οι συγκρούσεις γύρω του, το διαφυλετικό αίμα του, η σχέση των γονιών του, μεταξύ παθιασμένου έρωτα και βίαιων μαχών, θα οδηγήσουν τον Τζόνα σ' ένα μονοπάτι εξερεύνησης, που διατυπώνει με τις ζωγραφιές του στο χαρτί, άγριες μολυβιές με κραγιόνια στα βασικά χρώματα, μπλε, κόκκινο, μαύρο, σαν μελανιές, που ζωντανεύουν και ίπτανται στην οθόνη.
Οσο αφαιρετική είναι η πλοκή του «We the Animals», τόσο πλούσιος είναι ο λυρισμός της εικόνας της ταινίας, μια σύγχρονη ματιά μαγικού ρεαλισμού, μια ονειρική αίσθηση στην παρατήρηση του πολύ γήινου. Μ' ένα ντεκόρ, φυσικό και υπαρξιακό, απ' αυτή την Αμερική του τίποτα και του κανένα, που πουθενά αλλού δεν μπορεί να γίνει πειστική. Περιγράφοντας το πρώτο σεξουαλικό ξύπνημα του 10χρονου Τζόνα, την πρώτη του συνειδητοποίηση ότι είναι διαφορετικός από τα πανομοιότυπα αδέρφια του, ο Τζερεμάια Ζέιγκαρ, στην πρώτη του ταινία μυθοπλασίας μετά από μια σειρά μικρού μήκους και ντοκιμαντέρ, έχει την εξυπνάδα να μη ρίξει την ευθύνη στην ενδοοικογενειακή βία ή στον τραμπουκισμό. Η κινητήρια δύναμη της ταινίας είναι η σύγχυση, η αντιπαράθεση δυνάμεων, στην ψυχή και τα μάτια ενός παιδιού που δεν είναι έτοιμο να καταλάβει το νόημα της επιλογής.
Επιλέγοντας την όχι στερεοτυπικά macho φιγούρα του Ραούλ Καστίγιο από το «Looking» για το ρόλο του πατέρα και της Σίλα Βαντ, από το «A Girl Walks Home Alone at Night» για την ευάλωτη μορφή της μητέρας, ο Ζέιγκερ γεμίζει την οθόνη με το απίθανα όμορφο, εξωτικό και αθώο πρόσωπο του μικρού Εβαν Ροσάντο, δίνοντάς του τα χαρακτηριστικά ενός νεαρού Μπασκιά, ή του Τζάστιν Τόρες στο μυθιστόρημα του οποίου βασίστηκε η ταινία, ενός εύπλαστου κορμιού, έτοιμου να διοχετεύσει τα συναισθήματά του στην τέχνη ή στο χαρτί.
Μπορεί η ταινία να στοχεύει περισσότερο σε μια ιμπρεσιονιστική απόδοση της σκέψης της, να μην τολμά, ή να μην ενδιαφέρεται να κοιτάξει πιο βαθιά τους ήρωές της και τους φόβους τους, είναι όμως ένα φιλμ πανέμορφο, με το ρομαντισμό των πρώτων ενστίκτων δεμένων με την καλλιτεχνική έκφραση και με τη βεβαιότητα ότι τα αγρίμια, πριν ενταχθούν στον πολιτισμό, έχουν τις σωστότερες αντιδράσεις απέναντι στο σύμπαν των ανθρώπων.