Το «Ακίνητο Ποτάμι» είναι μια ταινία αντιθέσεων. Το δηλώνει κι ο τίτλος της: ένα ποτάμι δεν είναι ποτέ ακίνητο, μπορεί μόνο να είναι παγωμένη η επιφάνειά του, ενώ κάτω απ' αυτή το νερό τρέχει με ορμή. Με τον ίδιο τρόπο, η νέα, πέμπτη ταινία του Αγγελου Φραντζή είναι ένα φιλμ ήρεμο, με μια βαρύτητα εικαστική και φιλοσοφική, που κάθε τόσο αφήνει να εκραγεί το πάθος, ή η απόγνωση των ηρώων του.
Αυτοί είναι η Αννα και ο Πέτρος, ένα ζευγάρι που αγαπιέται επίμονα, παρότι η σχέση τους είναι, συμβολικά, δύστοκη. Η ζωή τους έχει αλλάξει, έχουν μεταφερθεί σε μια παγωμένη, βιομηχανική πόλη της Σιβηρίας χάρη στη δουλειά εκείνου και για μήνες δεν μπορούν να κάνουν σεξ. Οταν, λοιπόν, η Αννα μένει έγκυος, οι αντιδράσεις τους είναι κι αυτές αντίθετες. Ο Πέτρος θεωρεί, απρόθυμα και βασανιστικά, αλλά όπως επιβάλει η λογική, ότι η γυναίκα του τον έχει απατήσει. Η Αννα το αρνείται και πιστεύει ότι το μωρό είναι δώρο Θεού: για να το ερμηνεύσει και να το αποδεχτεί, στρέφεται στη θρησκεία, με την υποστήριξη της τοπικής ορθόδοξης χριστιανικής κοινότητας.
Διαβάστε και δείτε ακόμη: Ετσι γυρίστηκε το «Ακίνητο Ποτάμι» του Αγγελου Φραντζή
Γύρω από αυτό το εύρημα, ο Φραντζής χτίζει ένα δυαδικό θρίλερ μυστηρίου, με αληθινή αγωνία και, μαζί, έναν κλασικό υπαρξιακό στοχασμό, αυτόν που απασχολεί όχι μόνο την τέχνη, αλλά τον άνθρωπο από τη γέννησή του, για το αν οδηγός στη ζωή είναι ο ορθολογισμός ή η πίστη. Το φυσικό, ή το μεταφυσικό, το αυταπόδεικτο ή το ανεξήγητο, ένα δίλημμα που δεν έχει απάντηση παρά για τον καθένα ξεχωριστά. Μια γέφυρα που δεν ενώνει, παρά χωρίζει τον Πέτρο από την Αννα, σε δυο κατευθύνσεις που, εξορισμού, σε μια τραγική παραδοχή, δεν μπορούν να συγκλίνουν.
Τοποθετώντας τα γυρίσματά του (σε μια δύσκολη κι απαιτητική παραγωγή που, όμως, κεφαλαιοποιείται απόλυτα στο αποτέλεσμα της ταινίας), στα βορειότερα σημεία του Αρκτικού Κύκλου, ο Φραντζής κι ο φωτογράφος του, ο Σιμόν Μποφίς του «Μαχαίρι στην Καρδιά», ξανά μοιράζει την ταινία του στο άσπρο του χιονιού, εκτυφλωτικό και τρομακτικά κενό και στα σκοτεινά, υποφωτισμένα εσωτερικά του, εκεί όπου ξετυλίγονται τα διαλογικά του μέρη: το λευκό η βεβαιότητα, το σκούρο η υποψία. Με τη μουσική του Coti K. διαδοχικά να υπογραμμίζει ή να ανατρέπει τη βεβαιότητα και δυο παλιότερα τραγούδια του The Boy σε στιγμές-κλειδιά.
Σε μια φιλόδοξη επιλογή, τόσο νοηματικά όσο και τεχνικά, το μεγαλύτερο επίτευγμα του Φραντζή δεν είναι ότι ανταπεξέρχεται στην πρόκληση: είναι ότι δεν βιάζεται. Δεν καθυστερεί, ο ρυθμός του είναι τακτικός κι ανοδικός, αλλά έχει, πια, τη σιγουριά να αφήνει τα πράγματα να εξελιχθούν, ν' απλώσουν την υφή τους στην οθόνη. Να δώσει χρόνο στο θεατή να γνωρίσει τους ήρωες, να μεταφερθεί στο ψυχρό τοπίο και, κυρίως, να προλάβει να βυθιστεί, να βαπτιστεί κι αυτός, στην αγωνία ερωτήσεων χωρίς απάντηση.
Μέσα σ' αυτό το δύσκολο εγχείρημα, φυσικά υπάρχουν αδυναμίες. Οι σκηνές των συζητήσεων του Πέτρου με τη ρωσική εταιρία των εργοδοτών του μοιάζουν να κινούνται σε άλλο, πιο ρηχό, πιο αμήχανο ύφος και διακόπτουν τη ροή της έντασης. Κάποια στοιχεία σεναριακά, για να μην προδίδουμε και την πλοκή, μοιάζουν να δίνουν υπερβολικά συγκεκριμένες ερμηνείες σε στοιχεία που θέλεις να μένουν αόριστα. Η τελική σεκάνς που σε προετοιμάζει για... πολανσκική μανία, κλείνει υπόκωφα, χωρίς την εκτόνωση στην οποία ελπίζεις. Γι' αυτό και οι ισχυρότερες σκηνές της ταινίας είναι αυτές των δυο ηρώων, μαζί ή του καθενός χωριστά, υποστηριγμένες από δυο ερμηνείες ολκής δυο εξαιρετικά φωτογενών ηθοποιών, από την Κάτια Γκουλιώνη, πιο δυνατή στις πιο χαμηλόφωνες, τρυφερές σκηνές της και τον Ανδρέα Κωνσταντίνου να διαλύεται κάθε στιγμή, συγκρατημένα κι εσωτερικά.
Αν το «Ακίνητο Ποτάμι» δεν είναι μια τέλεια ταινία, είναι σίγουρα μια μεγάλη ταινία. Αρκετά mainstream ώστε να μπορέσει ν' απευθυνθεί σ' ένα ευρύ κοινό. Αρκετά καλλιτεχνική ώστε να συμβαδίζει με το ως τώρα προφίλ του δημιουργού της. Ενα νέο κεφάλαιο στη φιλμογραφία του Αγγελου Φραντζή, που απομακρύνεται από το ιδιοσυγκρασιακό σινεμά του, χωρίς να χάνει την ταυτότητά του, αλλά έτοιμος να τη μοιραστεί με πιο πολλούς.