Το μεγάλου μήκους ντεμπούτο των Γκαμπριέλ Αμπράντες και Ντάνιελ Σμιντ (ο ένας Πορτογάλος, ο άλλος γεννημένος στην Αμερική) μετά από μια μεσαίου και μια μικρού μήκους ταινίες που εξερευνούσαν το πεδίο ενός πειραματικού σινεμά βουτά με το κεφάλι στην περιοχή ενός απόλυτα camp και queer σινεμά.
Ο κεντρικός τους ήρωας είναι ο Ντιαμαντίνο Ματαμούρες, αστέρι του πορτογαλικού ποδοσφαίρου ο οποίος στο γήπεδο βιώνει την δική του πραγματικότητα η οποία είναι γεμάτη από ροζ σύννεφα και αφράτα Λάσα Απσο κουτάβια που τον βοηθούν να σκοράρει τα διάσημα γκολ του.
Οταν όμως την παραμονή του τελικού του παγκοσμίου κυπέλου, το γιοτ του θα έρθει αντιμέτωπο με τον πόνο μιας ομάδας προσφύγων των οποίων η βάρκα θα βρεθεί στον πλου του, το ροζ όνειρο του Ντιαμαντίνο θα καταρρεύσει. Στον τελικό θα χάσει το καθοριστικό πέναλτι, ο πατέρας του θα πεθάνει από καρδιακή προσβολή και οι φρικτές δίδυμες αδελφές του θα αναλάβουν την διαχείριση της καριέρας του, με έναν μόνο στόχο: να τον εκμεταλλευτούν.
Κι αν αυτά δεν ήταν αρκετά το ζευγάρι των αστυνομικών που τον παρακολουθούν θα καταστρώσουν ένα σχέδιο στο οποίο η μια από τις δυο θα υποδυθεί έναν νεαρό πρόσφυγα που θα υιοθετήσει ο Ντιαμαντίνο. Και οι αδελφές του θα τον παραδώσουν στην υπουργό προπαγάνδας που θα τον υποβάλει σε γενετικά πειράματα στην προσπάθειά της να πείσει την Πορτογαλία να ψηφίσει ναι στην έξοδο της από την Ευρώπη.
Και τα παραπάνω δεν είναι παρά μόνο η επιφάνεια μιας ιστορίας τόσο εξωφρενικής γεμάτη στιγμές που φέρνουν στον νου τις πρώιμες κωμωδίες του Πέδρο Αλμοδόβαρ, ή τον ανατρεπτικά πολιτικό και queer χαρακτήρα της «Επίθεσης του Γιγαντιαίου Μουσακά» του Πάνου Κούτρα.
Μόνο που το φιλμ των Αμπράντες και Σμιντ αποφασίζει να «παίξει μπάλα» με πολύ περισσότερα απ΄ όσα μπορεί να χειριστεί με επιτυχία καταλήγοντας γρήγορα να επαναλαμβάνεται και τελικά να κουράζει. Οι ιδέες του είναι σίγουρα αν όχι απαραίτητα πρωτότυπες, σίγουρα ενδιαφέρουσες, όμως η εκτέλεσή τους δεν μπορεί να κρατήσει τις υποσχέσεις μιας ταινίας που να είναι την ίδια στιγμή τόσο αστεία όσο και αιχμηρή, τόσο σαχλή όσο και απόλυτα σοβαρή, καταλήγοντας σε κάτι που είναι τελικά καλύτερο όταν το περιγράφεις ή το σκέφτεσαι εκ των υστέρων παρά όσο το βλέπεις στην οθόνη.
[H κριτική είναι αναδημοσίευση του κειμένου που δημοσιεύθηκε στο Flix στο 71o Φεστιβάλ Καννών, όπου η ταινία συμμετείχε στην Εβδομάδα Κριτικής]