Real life vs Reel Life. Η νυχτερινή ατμόσφαιρα (και υπόσχεση) της Θεσσαλονίκης μοιάζει με ένα συνεχές κινηματογραφικό κάδρο (φωτό: Μύριαμ Φώτου).
Η ομάδα του Flix στο 59o Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης είναι οι Λήδα Γαλανού, Πόλυ Λυκούργου, Μανώλης Κρανάκης, Θοδωρής Δημητρόπουλος, Δημήτρης Δημητρακόπουλος και Τάσος Χατζηευφραιμίδης.
Ξύπνημα
Το φεστιβάλ ξυπνά με ένα ζεστό, ακόμα καλοκαιρινό, λαμπερό ήλιο. Ποιος μπαίνει τώρα στη σκοτεινή αίθουσα; Π.Λ.
Μια (ιστορική) προβολή
Ο «Ορέστης» του Βασίλη Φωτόπουλου είναι μια ταινία που έχουν δει λίγοι. Ακόμη λιγότεροι ξέρουν ότι υπάρχει. Η χθεσινή προβολή της στο πλαίσιο του αφιερώματος στον Queer Ελληνικό Κινηματογράφο που διοργανώνει το 59ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου έφερε στην επιφάνεια μια σειρά από θέματα. Πρώτον, τη διαρκή ευκαιρία να επαναθεωρούμε το ελληνικό σινεμά, τους δημιουργούς και το έργο τους. Δεύτερον, το θέμα της συντήρησης των ταινιών από την Ταινιοθήκη ή όπου αλλού αυτές ανήκουν και φυλλάσσονται - ευτυχώς η ταινία υπάρχει και μάλιστα σε μια αρκετά καλή κατάσταση που θα ήταν ακόμη καλύτερη αν κάποιος αναλάμβανε την αποκαταστασή της. Τρίτον το θέμα των (Ελλήνων) θεατών που δεν ενδιαφέρονται καθόλου για την ιστορία του ελληνικού σινεμά (την μαθαίνουν ντε και πουθενά;), για προβολές σαν αυτήν της ταινίας του Φωτόπουλου, για το σινεμά γενικότερα... Μ.Κ.
Midnight όνομα και πράγμα
Μάγισσες, δαίμονες, τρολ και ψυχωτικοί επίδοξοι δολοφόνοι έχουν κυριεύσει την (σχεδόν) μεταμεσονύχτια ζώνη του φεστιβάλ, η οποία φέτος εμφανίζεται πιο φιλόδοξη από ποτέ. Μπορεί το αποτέλεσμα να μην είναι πάντα εμψυχωτικό, καθώς τόσο το «Piercing» όσο και το «Luz» προέκυψαν περισσότερο ως απλές ασκήσεις ύφους με κλεφτές ματιές στο cult σινεμά περασμένων δεκαετιών, όμως είναι ταυτόχρονα και εξαιρετικά ενδιαφέρον να βλέπει κανείς το φεστιβάλ να ανοίγει τις πόρτες του στο genre σινεμά, εντάσσοντας στο πρόγραμμά του μη προφανείς επιλογές. Ισως η συνταγή της επιτυχίας να βρίσκεται στον folk τρόμο του «Tumbbad» και του πολυαναμενόμενου «The Field Guide to Evil». Δ.Δ.
Μια ταινία που τη λένε... αστεράκι
Αν πει κανείς ότι το «★» είναι η πειραματική ταινία του νεαρού στρουκτουραλιστή από την Αυστρία, Γιόχαν Λουρφ, δεν θα έχει άδικο, αλλά καθόλου δεν θ' αποδίδει την αγνή, αβίαστη μαγεία αυτού του φιλμ γεμάτου παιδικού θαυμασμού για το σύμπαν: το δικό μας και της τέχνης. Ο Λουρφ, σε 99 λεπτά, συνδέει, μ' ένα μπριόζο μοντάζ, σκηνές από ταινίες όλων των εποχών και κάθε αισθητικής, που απεικονίζουν τον έναστρο ουρανό, διατηρώντας άθικτο τον πρωτότυπο ήχο τους. Αυτό το πανδύσκολο και, μαζί, πηγαίο κολάζ είναι η ιδανική συντροφιά για μια κουραστική μέρα, ή μια κουραστική ζωή, ή για όποιον αγαπά, ρομαντικά, τον νυχτερινό ουρανό και το σινεμά. Λ.Γ.
La Flor, τρίτο μέρος και τελευταίο
Και όμως, το κοινό εμφανίστηκε και στο τρίτο μέρος του «La Flor», άλλοι ελπίζοντας σε μια συμβατική σύνδεση των επιμέρους κεφαλαίων της ταινίας, άλλοι με περιέργεια για την επόμενη κινηματογραφική περιπέτεια των τεσσάρων κεντρικών ηρωίδων και άλλοι με την ψυχαναγκαστική ανάγκη να ολοκληρώσουν αυτό που παρακολουθούσαν ήδη άλλες οκτώμισι ώρες, στην χωρίς αμφιβολία πιο απαιτητική προβολή ολόκληρου του προγράμματος. Το καλό ήταν ότι η γλώσσα του Μαριάνο Γινάς είχε πλέον γίνει κατανοητή από το μεγαλύτερο μέρος του κοινού, με αποτέλεσμα σχεδόν σύσσωμο το κοινό να παραμείνει στις θέσεις του μέχρι το τέλος. Το κακό όμως ήταν ότι το τρίτο μέρος του «La Flor» απαιτούσε επιπλέον προσοχή καθώς περιείχε και το πιο πειραματικό σημείο ολόκληρης της αφήγησης, εισάγοντας νέες φόρμες και μεταπηδώντας από είδος σε είδος, ευτυχώς χωρίς να ξεχνάει ποτέ την χαρακτηριστικά σκωπτική ματιά του.
Αποτελούμενο από τα επεισόδια τέσσερα, πέντε και έξι, το τρίτο μέρος του «La Flor» ήταν γεμάτο αυτοαναφορικότητα (το επεισόδιο τέσσερα σχολιάζει με meta τρόπο την Οδύσσεια των γυρισμάτων της παραγωγής ενώ κλείνει το μάτι, όπως και το πρώτο επεισόδιο, στα b-movies της δεκαετίας του 1970 και του 1980), κινηματογραφική νοσταλγία (το επεισόδιο πέντε ήταν ουσιαστικά μια ασπρόμαυρη βωβή ταινία) και το μοναδικό ουσιαστικό τέλος οποιασδήποτε αφήγησης, καθώς το επεισόδιο έξι, πίσω από τα παραμορφωτικά του φίλτρα που θα εκτιμούσε σίγουρα ο Αλεξάντρ Σοκούροφ, είναι το μόνο που οδηγείται σε μία σαφή κατάληξη, με την ιδιαιτερότητα βέβαια ότι ξεκινά από την μέση της αφήγησής του. Δ.Δ.
Ο Ράντου Ζούντε αδιαφορεί αν καταγραφεί στην ιστορία ως υπερβολικά meta
O Ρουμάνος σκηνοθέτης του «Aferim!» και του «Ραγισμένες Καρδιές» βρίσκεται στη Θεσσαλονίκη με διπλό ρόλο. Ως μέλος της κριτικής επιτροπής που θα απονείμει τα βραβεία του Φεστιβάλ και για να παρουσιάσει τη νέα του ταινία «"Αδιαφορώ αν Καταγραφούμε στην Ιστορία ως Βάρβαροι"», ένα απαιτητικό φιλμ που κοιτάζει μέσα από το βλέμμα του σήμερα μια από τις πιο μαύρες σελίδες της ρουμάνικης ιστορίας, τη σφαγή εκατοντάδων Εβραίων από το στρατό της χώρας στο Ανατολικό Μέτωπο το 1941. Μιλώντας στο Flix, ο Ράντου Ζούντε απάντησε στην ερωτησή μας «Πόσο νόημα έχει να κάνεις μια δύσκολη ταινία που μπορούν να δουν λίγοι, όταν αυτό που λες θες να φτάσει στα αυτιά όσο το δυνατόν περισσότερων ανθρώπων;» με το εξής: «Στα τέλη του '70 παιζόταν με τεράστια επιτυχία στην τηλεόραση το "Ολοκαύτωμα" με την Μέριλ Στριπ, ένα κακό μελόδραμα με την ιστορία μιας Εβραίας κατά τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου. Αυτή η σειρά και η επιτυχία της δεν ήταν παρά η τάση που έχουμε να αρνούμαστε το Ολοκαύτωμα. Κι αυτό γιατί όλος ο κόσμος νόμιζε πως το Ολοκαύτωμα ήταν όπως αυτή η σειρά. Οπως και ο Ρομπέρτο Μπενίνι που με το "Η Ζωή Ειναι Ωραία" έκανε μια ντροπιαστική ταινία για το Ολοκαύτωμα. Είναι καλό να μπορείς να εκπαιδεύσεις το κοινό. Να δείχνεις πράγματα που ενοχλούν και να μην στρογγυλοποιείς τις ιδέες σου για χάρη των θεατών. Ο κόσμος πρέπει να μάθει να μην περιμένει μόνο το εύκολο θέαμα.» Μ.Κ.
Some of your lovin'
Το τραγούδι της Ντάστι Σπρίνγκφιλντ ξεκινά και τελειώνει το «Ray and Liz», το αυτοβιογραφικό δράμα του διάσημου βρετανού φωτογράφου Ρίτσαρντ Μπίλιγχαμ. Ειδικά στη σκηνή του τέλους, η μελαγχολία και το αίτημα του τραγουδιού σφηνώνει στο μυαλό σου. Και το σκέφτεσαι και το μουρμουράς όλη μέρα. Γιατί υπάρχει κάτι που πηγάζει από την παιδική ηλικία και σε ακολουθεί σε όλη σου τη ζωή: πρέπει να πάρεις αγάπη. Δε γίνεται αλλιώς. Η αγάπη θα σε ντύσει, θα σε θρέψει, θα σε πλάσει, θα σε οχυρώσει για όλη την υπόλοιπη ζωή σου. Κι όμως - δεν είναι καθόλου δεδομένη αυτή η αγάπη. Ο διάχυτος ρομαντισμός του τραγουδιού, η βελούδινη μελαγχολία της Dusty, σε αντίστιξη με την εικόνα της βρετανικής white trash εργατικής τάξης στο πατρικό σπίτι του Μπιλιγχαμ σού σπαράζει την καρδιά. Διαβάστε την κριτική του Flix για το «Ray and Liz» εδώ Π.Λ.
Κινηματογραφική ευαισθησία
Η προβλήτα 1 του λιμανιού είναι γεμάτη ζωή και νιάτα, μόνο που μερικές φορές αυτό δε συμβαδίζει απόλυτα με την κινηματογραφική ευαισθησία. Χαρακτηριστικό παράδειγμα; Στο βωβό σημείο του τρίτου μέρους του «La Flor» ακουγόταν έξω από την Τόνια Μαρκετάκη τα ξεσηκωτικά τραγούδια μιας παρέας νέων. Ωστόσο, ο Μαριάνο Γινάς θα εκτιμούσε σίγουρα την ειρωνεία. Δ.Δ.
To 59ο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης με το βλέμμα του Flix.gr