Φεστιβάλ / Βραβεία

Ο Δημήτρης Παπαΐωάννου δεν θέλει να βλέπει τον εαυτό του στην οθόνη

στα 10

Ευτυχώς, η Εύα Στεφανή τον έπεισε και λίγο πριν την πρεμιέρα της «Καρδιάς του Ταύρου» στο 27ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ μιλάμε με τον Δημήτρη Παπαΐωάννου για τον ήρωα που τελικά έγινε και με την Εύα Στεφανή για τον ήρωα που τελικά προστέθηκε στη φιλμογραφία της.

Ο Δημήτρης Παπαΐωάννου δεν θέλει να βλέπει τον εαυτό του στην οθόνη
(φωτό: Julian Mommert)

Βρισκόμαστε στο 2021. Η Εύα Στεφανή ξεκίνησε να κινηματογραφεί τις πρόβες του «Εγκάρσιου Προσανατολισμού» του Δημήτρη Παπαϊωάννου, ένα σχεδόν χρόνο μετά την έναρξή τους και ενώ η παράσταση ήταν έτοιμη.

Οι πρόβες όμως θα συνέχιζαν σχεδόν στο διηνεκές, όσο η πανδημία κρατούσε κλειστά τα θέατρα και σε ένα βασανιστικό limbo κάθε, καλλιτεχνική και μη, ανθρώπινη δραστηριότητα. Μπαίνοντας μέσα στην κεντρική σκηνή της Στέγης του Ιδρύματος Ωνάση με την κάμερά της, η Εύα Στεφανή, σε μια ιδέα της Στέγης να μην χαθεί η παράσταση σε περίπτωση που δεν ανέβει ποτέ, μπήκε μέσα σε ένα μικρόκοσμο που αφηγούνταν καθημερινά τη δική του ιστορία, φτιαγμένη από υλικά που λίγο είχαν να κάνουν με την παγκόσμια τρομακτική συνθήκη του εγκλεισμού.

Κεντρικός ήρωας του ντοκιμαντέρ που τελικά θα ήταν η «Καρδιά του Ταύρου», ήταν ο Δημήτρης Παπαΐωάννου, ως σκηνοθέτης και δημιουργός της παράστασης. Ως άνθρωπος επίσης. Και ως φίλος της Εύας Στεφανή. Σε πολλαπλούς ρόλους που, όπως συμβαίνει στα κινηματογραφικά πορτρέτα και δη τις ταινίες της Εύας Στεφανή, μπερδεύονται μεταξύ τους, αναδεικνύοντας συχνά κάτι μεγαλύτερο από μια προσωπικότητα ή το σύνολο των χαρακτηριστικών της. Κάτι που προσεγγίζει την ανθρώπινη κατάσταση.

Από τη Θεσσαλονίκη, όπου βρίσκονται για την παγκόσμια πρεμιέρα της «Καρδιάς του Ταύρου», μιας παραγωγής της Στέγης του Ιδρύματος Ωνάση, ο Δημήτρης Παπαΐωάννου επιστρέφει στις μέρες των γυρισμάτων, εξηγώντας τον τρόπο με τον οποίο διατήρησε το final cut μιας ταινίας που ανήκει όμως στην Εύα Στεφανή. Και η Εύα Στεφανή θυμάται τη δική της συμμετοχή σε έναν κόσμο που την έκανε να μοιάζει ταυτόχρονα αόρατη και ορατή. Τον κόσμο του Δημήτρη Παπαΐωάννου.

Συνέντευξη: Λήδα Γαλανού, Μανώλης Κρανάκης

καρδιά του ταύρου

Βλέποντας σήμερα, εν έτει 2025, την «Καρδιά του Ταύρου», πώς θα περιγράφατε την ανάμνηση της δημιουργίας του;

Η ταινία δεν καταγράφει τη δημιουργία της παράστασης. Η δημιουργία της παράστασης έχει προηγηθεί κατά τέσσερις μήνες. Ετοιμη να ανέβει, εγκλωβίζεται λόγω της πανδημίας επί μήνες και, μέσα σε αυτό το «κλουβί» του ότι θα γίνει, προσπαθεί να μείνει ζωντανή, ενώ ταυτόχρονα αναπτύσσεται. Το ντοκιμαντέρ καταγράφει αυτή τη μανία του να μην τα παρατήσει κανείς, την ώρα που υπάρχει αυτό το limbo που κάνει την παράσταση να γεννιέται και να πεθαίνει σε λούπα μέσα στα χέρια μας. Το γεγονός ότι η Εύα με το μικρό συνεργείο της ήταν εκεί έδωσε κέφι στην ομάδα. Ηταν μια προσθήκη, ένα καρύκευμα σε μια πολύ περίεργη συνθήκη, πολύ ιδιαίτερη.

Δεν μου είναι ευχάριστο να βλέπω τον εαυτό μου στην οθόνη. Και δεν είναι ποτέ ευχάριστο να βλέπεις το πορτρέτο που σου κάνει κάποιος άλλος. Η σύνθεση της προσωπικότητας που βλέπετε είναι της Εύας. Τα στοιχεία της προσωπικότητας που βλέπετε είναι δικά μου. Αυτό που βλέπετε είναι ο Παπαϊωάννου by Eva. Η Εύα είχε πρόσβαση σε όλη την ειλικρίνειά μου. Το deal που είχαμε κάνει από την αρχή ήταν: «επειδή είσαι σπίτι μου και δεν πρόκειται να λογοκρίνομαι, γύρνα ό,τι θέλεις, αλλά αν κρίνω ότι κάτι είναι πολύ ιδιωτικό ή πολύ ασεβές και τολμηρό για να βγει στην οθόνη, θα το αφαιρέσουμε».

Ποια ήταν τα σημεία συνάντησής σας ώστε να εμπιστευθεί ο ένας τον άλλον για τη δημιουργία της ταινίας;

Να πω την αλήθεια, δεν το σκέφτηκα καλά στην αρχή. Εκτιμώ την Εύα αφάνταστα ως καλλιτέχνη και την αγαπώ ως άνθρωπο. Και αυτό για μένα ήταν αρκετό. Δεν σκέφτηκα τι ακριβώς θα έκανε με μένα. Στη συνέχεια συνειδητοποίησα ότι το δυνατό σημείο της Εύας είναι οι άνθρωποι του περιθωρίου. Και πως εδώ είχε να κάνει με έναν άνθρωπο που και ξέρει την εικόνα του και η εικόνα είναι η δουλειά του, είναι και σκηνοθέτης είναι και frustrated κινηματογραφιστής, είναι και «μοντέρ» και βρίσκεται στη μανία της αγωνίας να μην πεθάνει το έργο που ετοιμάζει. Κάπως έτσι άρχισα να αντιλαμβάνομαι ότι έχω ένα ξένο μάτι που μας παρακολουθεί. Και ξεκίνησα να παίζω μαζί του: να απευθύνομαι στην κάμερα, να κάνω αστεία. Δημιούργησα, κάτι που το κάνω πάντα, ένα κλίμα εμπιστοσύνης με τους ανθρώπους της παράστασης και επιπλέον επειδή υπήρχε ένας παρατηρητής, ο στόχος ήταν να μην υπάρχει κάτι ξένο. Αλλά να είμαστε όλοι μια ομάδα.

Εγώ είμαι γνωστός ως καλλιτέχνης όχι ως σταρ. Δεν είμαι ηθοποιός. Δεν κάνω τηλεόραση. Είμαι ένας auteur. Γράφω τα έργα μου και έχω δημιουργήσει ένα κουλό είδος θεάτρου - θεάματος το οποίο επειδή είμαι πολύ τυχερός άνθρωπος επικοινώνησε και με όλον τον κόσμο. Και είμαι ευγνώμων γι' αυτό. Για αυτή τη δουλειά και πολύ εξωστρεφής είμαι. Και το ότι έχω παρουσία στα κοινωνικά δίκτυα και το ότι ξέρουν ότι είμαι ανοιχτά ομοφυλόφιλος άντρας από νωρίς, ότι είμαι ζωγράφος, ότι πηγαίνω στην Ανάφη για διακοπές, τώρα φαίνεται και πότε πέθανε ο πατέρας μου... Νομίζω πως αυτά είναι αρκετά.»

παπαιάννου (φωτό: Julian Mommert)

Πώς βρέθηκε η ισορροπία ανάμεσα σε αυτά που λέγονται μέσα στην ταινία και σε πράγματα που δεν αναφέρονται αλλά η παρουσία τους είναι δεσπόζουσα: η πανδημία, ένας διαρκής φόβος για κάτι, η απαγόρευση, η απώλεια του πατέρα σας εκείνη την περίοδο...:

Νομίζω πως αυτό ήταν δουλειά της Εύας. Εγώ είχα αντιρρήσεις στον τρόπο που συνέθετε την προσωπικότητά μου και την ταινία, αλλά αντιρρήσεις που δεν μπορούσα να επιβάλλω γιατί δεν ήταν η θέση μου να το κάνω αυτό. Είχε να κάνει με το τι συνέθετε η ίδια. Οι αντιρρήσεις μου στο τι να μην ακουστεί περιορίστηκαν μόνο σε μερικές βρισιές, επειδή ένιωσα ότι ακούγονταν πολύ άσχημα. Ή κάποιες στιγμές που επαναλάμβανα το ίδιο και το ίδιο και ακουγόμουν σαν τρελός. Ενα από τα μεγάλα προτερήματα της Εύας - και νομίζω ότι γι αυτό έχει καταφέρει να αποσπάσει αυτές τις σπουδαίες εκμηστηρεύσεις στις ταινίες της - είναι ότι εξαφανίζεται. Πιο πολύ τα δικά μου σχόλια την έκαναν παρούσα...

Σε αντίθεση με τη λαοφιλία σας και το πόσο γνωστός είστε, είστε ένας πολύ ιδιωτικός άνθρωπος;

Δόξα τω Θεώ. Νομίζω πως αυτό είναι το σωστό. Εγώ είμαι γνωστός ως καλλιτέχνης όχι ως σταρ. Δεν είμαι ηθοποιός. Δεν κάνω τηλεόραση. Είμαι ένας auteur. Γράφω τα έργα μου και έχω δημιουργήσει ένα κουλό είδος θεάτρου - θεάματος το οποίο επειδή είμαι πολύ τυχερός άνθρωπος επικοινώνησε και με όλον τον κόσμο. Και είμαι ευγνώμων γι' αυτό. Για αυτή τη δουλειά και πολύ εξωστρεφής είμαι. Και το ότι έχω παρουσία στα κοινωνικά δίκτυα και το ότι ξέρουν ότι είμαι ανοιχτά ομοφυλόφιλος άντρας από νωρίς, ότι είμαι ζωγράφος, ότι πηγαίνω στην Ανάφη για διακοπές, τώρα φαίνεται και πότε πέθανε ο πατέρας μου... Νομίζω πως αυτά είναι αρκετά.

Έχετε μιλήσει κατά καιρούς για τη σχέση σας με το σινεμά. Αναφέρατε και νωρίτερα πως είστε και ένας frustrated κινηματογραφιστής. Πόσο κοντά είμαστε σε μια ταινία;

Θα ευχόμουν να είχε έρθει στη ζωή μου το σινεμά, αντί για το θέατρο. Πιο πολύ αγαπώ το σινεμά. Αλλά δεν έτυχε. Εγώ ήμουν παιδί θαύμα στη ζωγραφική. Ετυχε όμως το θέατρο. Μπήκαμε σε ένα κτίριο, το σφουγγαρίσαμε κουτσά στραβά, φωτίσαμε - άθλια στην αρχή - και έγινε η παράσταση. Τότε δεν υπήρχαν ψηφιακές κάμερες. Αν ξεκινούσα τώρα, νομίζω θα το κινηματογραφούσα. Αυτή η φόρα με πήρε μακριά από οτιδήποτε. Σταμάτησα και τα κόμικς που έκανα γιατί έκλεισαν τα περιοδικά. Δεν υπήρχε πλέον πλατφόρμα. Τα θέατρα υπήρχαν. Είχαμε την κατάληψη γιατί καταφέραμε να έρθει κόσμος. Μια καριέρα στη ζωγραφική επίσης θα σήμαινε γκαλερί και συλλέκτες. Πού θα έβρισκα την επαφή με το κοινό, την επαφή με τη γενιά μου; Αν εκείνη τη στιγμή κάτι με κλώτσαγε προς το σινεμά, σήμερα θα έκανα σινεμά...

Η αγάπη μου στην ιστορία της ανθρώπινης τέχνης φαίνεται σε ό,τι κάνω. Και όπως τώρα στις παραστάσεις μου φαίνεται η αγάπη μου για τα κόμικς, τη ζωγραφική και το σινεμά, έτσι κι αν έκανα σινεμά θα φαινόταν μέσα του η αγάπη μου για τη ζωγραφική και τα κόμικς και την κίνηση και το θέατρο... Το μεγάλο βήμα για το σινεμά θα είναι να μάθω πώς γίνεται η παραγωγή μιας ταινίας πραγματικά και να μετατρέψω το σύστημά μου, για τις ανάγκες του κινηματογράφου. Αν θα κάνω ντοκιμαντέρ ή την ιστορία ενός δωματίου με μια κουρτίνα που θα φυσάει κάθε πέντε ώρες δεν το ξέρω...

Είδα μέσα στην ταινία διάφορα πράγματα για μένα που δεν είναι εύκολο να τα λεκτικοποιήσω. Υπάρχει κάτι. Ξέρω ότι είμαι πολύ κυνικός και πολύ επιθετικός, αλλά υπάρχει και μια τραχύτητα μερικές φορές, ένας τραχύς τροπος που αποτυπώνονται και φαίνονται τα αισθήματά μου πάνω στο προσωπό μου. Και αυτό δεν το γνώριζα. Ηταν η πρώτη φορά που είχα μια κάμερα να με παρακολουθεί επί μήνες...

καρδιά

Συνηθίζουμε να μιλάμε τελευταία - και αναπόφευκτα μπαίνετε στη συζήτηση - για μια προσπάθεια δημιουργίας μιας νέας εθνικής ταυτότητας. Πόσο σας απασχολεί αυτό συνειδητά μέσα στο έργο σας;

Δεν με απασχόλησε ποτέ. Με απασχόλησε επαγγελματικά σε σχέση με την τελετή έναρξης των Ολυμπιακών Αγώνων γιατί ήταν μέρος των προδιαγραφών. Επίσης έχω πάρει τη σκυτάλη, ήμουν τυχερός να είμαι μαθητής του Τσαρούχη. Μέντορές μου ήταν ο Χατζιδάκις, ο Κακογιάννης, άνθρωποι που έδωσαν τον χαρακτήρα της ελληνικότητας εκείνη την εποχή, που μας έδωσε κάτι που θεωρούμε σήμερα «Greek» αλλά που τότε δεν ήταν. Αυτοί το έφτιαξαν. Αισθάνομαι μια καταγωγή από εκεί. Επειτα μέντορές μου ήταν ο Μπομπ Γουίλσον και ο Βογιατζής και η Πατεράκη, η πιο σύγχρονη ματιά, που μου έδωσαν μια ένεση avant-garde μεταπολίτευσης. Την εποχή που έπρεπε να κάνω την τελετή έναρξης, προσπάθησα να τα μαγειρέψω όλα αυτά μέσα από το πρίσμα μιας μεταμοντέρνας προσέγγισης, η οποία, σύμφωνα με το δικό μου χαρακτηριστικό ιδίωμα, όσο άγρια και σπασμένη κι αν είναι, να έχει πρόσβαση σε ενωτικά στοιχεία μέσα σου.

Οταν με ανακάλυψαν το 2015 και για μια δεκαετία γύρισα τον κόσμο, κατάλαβα πόσο Greek είναι η δουλειά, κατάλαβα πως προέρχεται όλη από τα σπασμένα αγάλματα, από τη μνήμη των μουσείων. Οτι δεν χρησιμοποιώ το γυμνό στις παραστάσεις μου ως μέρος μιας αποσύνθεσης, αλλά ως μια σύνθεση ομορφιάς, το οποίο ήταν μια ιδέα απόλυτα μπανάλ για τουλάχιστον μια εικοσαετία στην τέχνη, επειδή μπέρδευαν το γυμνό με τη διαφήμιση και πίστευαν ότι ανήκει στον Calvin Klein. Οπότε κατάλαβα ότι υπάρχει κάτι που είναι ελληνικό χωρίς να το θέλω στη δουλειά μου. Επειδή με ρωτούν συχνά, το πιο έξυπνο πράγμα που κατάφερα να πω πάνω σε αυτό είναι ότι η πνευματικότητα και ο αισθησιασμός δεν είναι παρά το ίδιο πράγμα. Αυτό δηλαδή που πιστεύω ότι είναι η αρχαϊκή κλασική ελληνική τέχνη, η μουσική του Χατζιδάκι και η ζωγραφική του Τσαρούχη. Οσο για το τι χρειάζεται η εθνική μας ταυτότητα, δεν είμαι ο κατάλληλος να πω. Αφήστε με να κάνω τη δουλειά μου. Κι αν σας είναι χρήσιμη...

Η ώθηση που δώσατε στον σύγχρονο χορό - βλέπουμε διαρκώς απογόνους σας να εμφανίζονται στις νεότερες γενιές - είναι κάτι που σας χαροποιεί;

Προφανώς. Αυτό που φοβάμαι πάντα είναι οι παρεξηγήσεις. Και αυτός είναι ένας από τους βασικούς λόγους που θέλω να κάνω τα edits της δουλειάς μου και, αν προλάβω πριν πεθάνω, να αφήσω τη δική μου εκδοχή των πραγμάτων να κυκλοφορεί στο διαδίκτυο. Υπάρχουν πολλές παρεξηγήσεις. Οτι η δουλειά μου έχει να κάνει με την αισθητική. Οτι η δουλειά μου έχει να κάνει με την ομορφιά. Οτι...

Υπάρχουν πολλές παρεξηγήσεις. Με ρωτήσατε πριν για το σινεμά. Η πιο σημαντική μου τεχνική στο θεάτρο είναι το editing. Κάνω live editing με τρομερό αίμα και ιδρώτα. Αν ρωτήσετε τους χορευτές μου θα σας πουν πόσο δύσκολη είναι η διαδικασία του τι να αφήσουν και τι να κρατήσουν. Εχω πάντα δύο διάρκειες στη μουσική της παράστασης γιατί ξέρω πως όταν θα καμφθούν οι αντιστάσεις και θα γίνουν τα edits στην κίνηση, η παράσταση θα είναι μικρότερη κατά τουλάχιστον δέκα λεπτά. Εγώ διαλύομαι για να το κάνω αυτό, για να έρθουν μετά και να πουν, «τι ωραία τα tableaux vivants του Παπαϊωάννου». Νομίζουν ότι φτιάχνω ωραίες εικόνες. Το θέατρο είναι το πώς δημιουργήθηκε αυτή η εικόνα μπροστά στα μάτια σου. Οχι η τελική εικόνα. Παρεξηγήσεις άπειρες, αλλά συνεργάτης μου ήταν ο Ευριπίδης Λασκαρίδης, ο Χρήστος Παπαδόπουλος, είμαι πολύ περήφανος για τις δουλειές τους, αυτά που έμαθαν από μένα. Δεν έχει καμία σχέση με το να μοιάζουν οι δουλειές τους με τις δικές μου.

Μιλάτε συχνά για την τύχη. Πόσο καίρια υπήρξε όμως, όταν γνωρίζουμε ότι ταυτόχρονα υπήρξε πολλή και σκληρή δουλειά;

Δουλεύω σκληρά και αυτό είναι γνωστό. Οπως επίσης θεωρώ πως έχω, ναι, ταλέντο. Εχω δει βέβαια πολλούς που έχουν ταλέντο. Το θέμα είναι τι το κάνεις. Αλλά έχει πολύ μεγάλη σημασία η τύχη. Δεκαεπτά ετών, ασφυκτιώντας στο οικογενειακό μου περιβάλλον, με φωτογραφίες των έργων μου στο χέρι, γύριζα το Μαρούσι κι έψαχνα να βρω το σπίτι του Τσαρούχη. Και βρίσκω το σπίτι του Τσαρούχη. Είμαι πολύ τυχερός. Είναι μέσα. Είμαι ακόμη πιο τυχερός. Και είναι μόνος του. Είμαι απίστευτα τυχερός. Και μου δίνει δέκα λεπτά. Ετσι κατάφερα να του δείξω τα έργα μου και να μου πει πως θα έρθει στην έκθεσή μου. Και γίνομαι μαθητής του. Με τον ίδιο τρόπο αναζήτησα τον Μπομπ Γουίλσον και έμαθα πως ο προσωπικός του βοηθός ήταν Ελληνας. Κι αυτό είναι τύχη. Τον πήρα τηλέφωνο και του είπα, θέλω να μάθω. Και ο Γουίλσον με άφησε να βλέπω πώς δουλεύει.

Τύχη ήταν και κάτι για το οποίο δεν μιλάμε, για να επιστρέψουμε στην ταινία, - και έτσι όπως αλλάζει η πραγματικότητα γύρω μας, δεν είναι και δεδομένο. Η Στέγη όχι μόνο ήταν ο κύριος παραγωγός του Εγκάρσιου Προσανατολισμού, που ήταν και μια διεθνής συμπαραγωγή, όχι μόνο θέλησε να κάνει ντοκιμαντέρ με το φόβο ότι θα χαθεί η παράσταση, γιατί είχα αρνηθεί κατηγορηματικά να κάνω live streaming. Αλλά μας έδωσε το θέατρο και μας είπε πως ήταν δικό μας μέχρι να ανέβει η παράσταση. Για ένα μήνα. Αυτό ήταν κάτι σαν λούνα παρκ για εμάς.

Συνήθως έχεις τον τελικό χώρο της παράσταση για μια εβδομάδα – εγώ, που είμαι και γνωστός. Οι συνάδελφοι τον έχουν για τρεις μέρες. Μια τρομερή γενναιοδωρία. Χωρίς κανένα λόγο πάνω στο καλλιτεχνικό αποτέλεσμα, στη διαδικασία, στο οτιδήποτε. Το θεωρούμε δεδομένο και λογικό, αλλά δεν είναι στην εποχή μας. Ολα θα είναι πλέον υπό αίρεση. Οταν εγώ μεγάλωνα, όταν ξεκινούσαμε στην Κατάληψη, υπήρχε μηδέν θεσμός να στηρίξει παρόμοιες προσπάθειες. Στην πολύ ενδιαφέρουσα περίπτωση του Μάριο Μπανούσι, για παράδειγμα, το Εθνικό Θέατρο, σε συνεργασία με τη Στέγη έφεραν curators από όλον τον κόσμο να δουν παραστάσεις και να δουν το νέο παιδί για το οποίο μιλούσαν όλοι. Εγώ παρακαλούσα 30 χρόνια να με δει κάποιος. Οπότε, ναι, είναι μια τελείως διαφορετική εποχή. Ποιος θα αντέξει είναι διαφορετικό θέμα...

Βλέποντας την ταινία, είδατε κάτι για εσάς που δεν γνωρίζατε ή που δεν μπορούσατε να φανταστείτε ότι υπήρχε;

Είδα. Διάφορα πράγματα. Που δεν είναι εύκολο να τα λεκτικοποιήσω. Υπάρχει κάτι. Ξέρω ότι είμαι πολύ κυνικός και πολύ επιθετικός, αλλά υπάρχει και μια τραχύτητα μερικές φορές, ένας τραχύς τρόπος που αποτυπώνονται και φαίνονται τα αισθήματά μου πάνω στο πρόσωπό μου. Και αυτό δεν το γνώριζα. Ηταν η πρώτη φορά που είχα μια κάμερα να με παρακολουθεί επί μήνες...


καρδιά

Η Εύα Στεφανή συμπληρώνει το νήμα της συνάντησής της με τον Δημήτρη Παπαΐωάννου, αυτή τη φορά ως έναν ακόμη ήρωα της εκλεκτικής της φιλμογραφίας:

Βλέποντας σήμερα την «Καρδιά του Ταύρου» εν έτει 2025, ποια είναι η πιο δυνατή ανάμνηση της δημιουργίας του;

Η πιο ζωντανή ανάμνηση από την «Καρδιά του Ταύρου» είναι η αγκαλιά των χορευτών με τον Δημήτρη, πριν και μετά την παράσταση. Στέκονταν δίπλα-δίπλα, με ενωμένα τα χέρια και σχημάτιζαν ένα σφιχτό κύκλο, χωρίς να μιλάνε. Μία σχεδόν βιβλική σκηνή.

Τι διαφορά είχε ο «ήρωάς» σου σε αυτό το ντοκιμαντέρ σε σχέση με τους προηγούμενους; Το γεγονός ότι ήταν καλλιτέχνης σε επηρέασε; Η ζυγαριά έγειρε και προς την δική του «δημιουργία»;

Με τον Δημήτρη είμαστε φίλοι από παλιά. Στις περισσότερες ταινίες δεν γνωρίζω από πριν τους ανθρώπους που κινηματογραφώ και το ντοκιμαντέρ είναι ένα πρόσχημα για να τους γνωρίσω καλύτερα. Φυσικά και με επηρέασε ότι είναι καλλιτέχνης ο Δημήτρης. Είναι ο λόγος για τον οποίο δημιουργήθηκε αυτή η ταινία. Και μάλιστα ένας καλλιτέχνης που θαυμάζω απεριόριστα και αγαπώ. Ηθελα να καταλάβω πώς φτιάχνει τον κόσμο του, από πού αντλεί έμπνευση, πώς μυεί τους χορευτές στο όραμά του και πώς συνεχίζει να τους τροφοδοτεί με πίστη και οίστρο μέχρι την τελευταία παράσταση μιας μεγάλη περιοδείας. Οσον αφορά τη ζυγαριά, σαφώς και έγειρε προς τη δική του δημιουργία γιατί πιστεύω ότι μία ταινία για έναν/μία καλλιτέχνη οφείλει να έχει στο κέντρο της αυτόν/αυτήν. Από την άλλη δεν μπορεί να εξαφανιστεί ο/η σκηνοθέτης. Εχει μία συγκεκριμένη γραφή. Αυτός/αυτή ερμηνεύει το έργο του καλλιτέχνη. Αλλά το σημαντικό σε ένα τέτοιο ντοκιμαντέρ είναι το ίδιο το έργο του καλλιτέχνη και το πώς μπορεί να αποκαλυφθεί μέσω της κινηματογράφησης.

Είστε και οι δύο δημιουργοί με έντονο στίγμα και χαρακτήρα στο έργο τους. Τι παραχωρήσεις χρειάστηκε να κάνει ο καθένας σας για να συνεργαστείτε αρμονικά;

Νομίζω ότι αναγκάστηκα να γίνω λιγότερο άγαρμπη και πιο πειθαρχημένη στην «Καρδιά του Ταύρου». Είμαι φύσει ατσούμπαλη και έκανα αναρίθμητες γκάφες στις πρόβες. Πότε έπεφτα κατά λάθος με την κάμερα πάνω σε έναν χορευτή, πότε στα φώτα, πότε στον ίδιο τον ταύρο. Νομίζω ότι ο Δημήτρης εξάντλησε τα όρια της υπομονής του μαζί μου, αλλά επειδή με αγαπάει υπέμεινε αυτό το χάος σχεδόν μέχρι τέλους. Από την άλλη, κι εγώ ζορίστηκα ακολουθώντας το αυστηρό και εξαντλητικό πρόγραμμα των προβών και πολύ συχνά, για να μην διαταράξω την αφοσίωση στη δουλειά τους, έμπαινα σε ρόλο απλού παρατηρητή και έχανα τη δική μου ματιά.

Σε μια ταινία διεισδυτική, διαπεραστική, που θα μπορούσε να είναι αδιάκριτη, ποια ήταν τα όρια στα οποία συμφωνήσατε;

Ο Δημήτρης μου έδωσε την άδεια να κινηματογραφήσω τα πάντα που αφορούσαν την παράσταση, έχοντας εμπιστοσύνη ότι δεν θα φέρω κάποιον/κάποια σε δύσκολη θέση και φυσικά με την υπόσχεση ότι θα συμφωνούσε με το final cut. Υπήρχε η συμφωνία ότι δεν θα κινηματογραφούσα σκηνές που θα έφερναν σε αμηχανία τους χορευτές ή το συνεργείο. Ηταν περισσότερο προστατευτικός με τους άλλους παρά με τον ίδιο και την εικόνα του στην κάμερα. Αν και τα γυρίσματα κράτησαν αρκετό καιρό, θα ήθελα να είχα τραβήξει περισσότερο και πιο ελεύθερα τη σχέση μεταξύ μας γιατί αργά αντιλήφθηκα ότι και εκεί υπήρχε καρδιά.

Η «Καρδιά του Ταύρου» προβάλλεται τη Δευτέρα 10 Μαρτίου στις 20.00 στο Ολύμπιον και την Τρίτη στις 13.00 στην αίθουσα Τζον Κασσαβέτης.

Η Καρδιά του Ταύρου | Παραγωγός: Βασίλης Παναγιωτακόπουλος | Executive Producers: Αφροδίτη Παναγιωτάκου, Δημήτρης Θεοδωρόπουλος | Σενάριο:Εύα Στεφανή | Διεύθυνση φωτογραφίας: Εύα Στεφανή | Μοντάζ: Παναγιώτης Παπαφράγκος | Ήχος: Αιμιλία Μηλού | Παραγωγή: Onassis Culture

To 27o Διεθνές Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης διεξάγεται φέτος από τις 6 μέχρι και τις 16 Μαρτίου. Περισσότερες πληροφορίες στο επίσημο site του Φειστιβάλ Θεσσαλονίκης και στις σελίδες του στο Facebook και το Instagram. Μάθετε τα πάντα για το TiDF27 στην ειδική ενότητα του Flix που ανανεώνεται συνεχώς.