Ακολουθεί αναδημοσίευση της κριτικής του Flix για την ταινία από το Φεστιβάλ Βερολίνου 2015.
Νύχτα, ιδρωμένα κορμιά χορεύουν σ’ ένα βερολινέζικο κλαμπ. Η Βικτόρια, Ισπανίδα που ζει στην πόλη, φεύγει κουρασμένη αλλά στην έξοδο γνωρίζει τέσσερα αλάνια και περνά μαζί τους τις ώρες ως το πρωί. Οχι (μόνο) μιλώντας, ή πίνοντας, ή βολτάροντας, αλλά κάνοντας και μια impromptu ληστεία σε τράπεζα που θα βαφτεί με αίμα. Το «Victoria» είναι ένα heist movie με μια ιδιαιτερότητα: έχει γυριστεί ολόκληρο, στα 144 λεπτά του, σε ένα μονοπλάνο.
Διαβάστε ακόμη | 56o Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης: Μια τελετή έναρξης σαν... (πολύ) παλιό σινεμά!
Ο Γερμανός ηθοποιός Σεμπάστιαν Σίπερ – μπορεί να θυμόμαστε το πρόσωπό του από το «Τρέξε, Λόλα» - κάνει μια ταινία άθλο, μια άσκηση που δεν έχει ξαναγίνει ποτέ, με πραγματικό ήρωα τον Οπερατέρ του, Στούρλα Μπραντ Γκρέβλεν. Και την κάνει με τέτοια τεχνική τελειότητα που αργείς να συνειδητοποιήσεις, καθώς η Βικτόρια, ο Σόνεν κι οι φίλοι τους αφήνουν να διαχυθεί στη νύχτα η αδρεναλίνη τους, ότι ο Σίπερ δεν κόβει: ποτέ, από την πρώτη εικόνα ως την τελευταία, για δυόμιση ώρες. Η ταινία έχει ένταση, έχει σασπένς, αρνείται κάθε ευκολία. Η κάμερα πλησιάζει τα πρόσωπα, χαζεύει ένα ρομάντζο που μόλις γεννιέται, περπατά στο βραδινό Βερολίνο, χορεύει στα κλαμπ, κατεβαίνει στην κόλαση της μαφίας, παρακολουθεί με καρδιοχτύπι μια ολόκληρη ληστεία, το ανθρωποκυνηγητό που ακολουθεί, χωρίς ένα cut. Σ’ ένα φιλμ που, μετά από πρόβες ενός μήνα, γυρίστηκε σε τρεις λήψεις: κρατήθηκε η τρίτη, έτοιμη η ταινία.
Τι κρίμα που αυτή η προκλητική κι εξαιρετικά επιτυχημένη ιδέα, εφαρμόζεται σ’ ένα σενάριο που δεν μπορεί παρά να χαρακτηριστεί ανόητο. Θέλοντας, εκτός απ’ το να αποδώσει την ένταση του «εδώ και τώρα», της δυνατής, σαν ένα χειροποίητο high, εμπειρίας μιας παρανομίας που μοιάζει με παιχνίδι και, μαζί, την ελαφρότητα και την ανεμελιά της νιότης, μιας ομάδας 20χρονων με άγνοια φόβου, με μόνο τη χαρά στο μυαλό, ο Σίπερ χτίζει μια ιστορία έτοιμη για παρωδία. Η Βικτόρια γνωρίζει τους «συντρόφους» την ώρα που ληστεύουν ένα αυτοκίνητο, η «φάση» της μοιάζει πολύ διασκεδαστική, στην πορεία ζει ένα μίνι-έρωτα τύπου «Μπόνι και Κλάιντ», με ένα μάτσο χαμένα κορμιά, επειδή, όταν ήταν μικρότερη, ήθελε να γίνει σολίστ στο πιάνο, αλλά οι δασκάλες της δεν τη θεώρησαν αρκετά καλή. Κι έτσι η Βικτόρια θέλει να δοκιμάσει τις νότες της ζωής.
Μια ταινία δεν είναι μόνο η βασική ιδέα, ή η μαστοριά της. Η πλοκή και οι ήρωες του «Victoria», τα κίνητρά τους, οι διάλογοι και οι προσωπικότητές τους, σε μια συμβατικά σκηνοθετημένη ταινία, δε θα ήταν ούτε για ένα δευτερόλεπτο πειστικοί, πόσω μάλλον να βρίσκονται στο διαγωνιστικό τμήμα της Berlinale εκπροσωπώντας την οικοδέσποινα Γερμανία, όπου η ταινία έκανε την επίσημη πρεμιέρα της, ή στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης όπου άνοιξε την αυλαία της διοργάνωσης. Ομως το «Victoria» είναι ένα εντυπωσιακό κινηματογραφικό κόλπο, ένα κλείσιμο ματιού στην εξέλιξη των δυνατοτήτων του σινεμά, με οδηγό ένα τολμηρό μυαλό που σπρώχνει τα τεχνικά όρια. Κι ως τέτοιο, του βγάζουμε το σκουφί μας.