Buzz

Θα μισούμε για πάντα να αγαπάμε τη Μπριζίτ Μπαρντό

στα 10

Στα 91 της χρόνια, η Μπριζίτ Μπαρντό αφήνει αυτόν τον κόσμο, με τον ίδιο εκκωφαντικό θόρυβο που κάποτε την έπλασε ο Θεός.

Θα μισούμε για πάντα να αγαπάμε τη Μπριζίτ Μπαρντό

Την παραμονή της Πρωτοχρονιάς, η Μπριζίτ Μπαρντό εμφανίστηκε στη γαλλική τηλεόραση. Hταν ντυμένη όπως συνήθως - τζιν παντελόνι, πουλόβερ και ένα σοκ από ατίθασα μαλλιά. Ξαπλωμένη σε έναν καναπέ, έγδερνε τις χορδές μιας κιθάρας. «Αυτό δεν είναι δύσκολο», είπαν οι γυναίκες. «Κι εγώ θα μπορούσα να το κάνω εξίσου καλά. Δεν είναι καν όμορφη. Eχει πρόσωπο υπηρέτριας.»Οι άντρες δεν μπορούσαν να κρατηθούν από το να τη «φάνε» με τα μάτια τους, αλλά κι αυτοί γελούσαν ειρωνικά. Μόνο δύο ή τρεις από εμάς, ανάμεσα σε καμιά τριανταριά θεατές, τη βρήκαμε γοητευτική. Υστερα, παρουσίασε ένα εξαιρετικό κλασικό χορευτικό νούμερο.

«Ξέρει να χορεύει», παραδέχτηκαν οι υπόλοιποι απρόθυμα. Για άλλη μια φορά παρατήρησα ότι η Μπριζίτ Μπαρντό δεν ήταν αγαπητή στη δική της χώρα.

Οταν η ταινία «Και ο Θεός… Επλασε τη Γυναίκα» προβλήθηκε στους πρώτους κινηματογράφους των Ηλυσίων Πεδίων, η ταινία, που είχε κοστίσει εκατόν σαράντα εκατομμύρια φράγκα, έφερε λιγότερα από εξήντα. Τα έσοδα στις Η.Π.Α. έφτασαν τα 4.000.000 δολάρια - το αντίστοιχο της πώλησης 2.500 αυτοκινήτων Dauphine. Η BB τώρα αξίζει να θεωρείται εξαγώγιμο προϊόν εξίσου σημαντικό με τα αυτοκίνητα Renault.

Είναι το νέο είδωλο της αμερικανικής νεολαίας.

Κατατάσσεται πλέον ανάμεσα στις μεγάλες διεθνείς σταρ. Παρ’ όλα αυτά, οι συμπατριώτες της εξακολουθούν να την αποφεύγουν. Δεν περνά εβδομάδα χωρίς να δημοσιεύονται άρθρα στον Τύπο που να αναλύουν τις πρόσφατες διαθέσεις και ερωτικές της περιπέτειες ή να προσφέρουν μια νέα ερμηνεία της προσωπικότητάς της - όμως τα μισά απ’ αυτά τα άρθρα και τα κουτσομπολιά ξεχειλίζουν από κακία.

Η Μπριζίτ λαμβάνει τριακόσιες επιστολές θαυμαστών την ημέρα, από αγόρια και κορίτσια, ενώ κάθε μέρα αγανακτισμένες μητέρες γράφουν σε εφημερίδες και σε θρησκευτικές ή πολιτικές αρχές για να διαμαρτυρηθούν για την ύπαρξή της.

Οταν τρεις νεαροί αλήτες από καλές οικογένειες δολοφόνησαν έναν ηλικιωμένο που κοιμόταν μέσα σε τρένο στην πόλη Ανζέρ, η Ενωση Συλλόγων Γονέων κατήγγειλε την BB στον κ. Σατενέ, τον αντιδήμαρχο της πόλης. Ηταν, είπαν, εκείνη η πραγματικά υπεύθυνη για το έγκλημα. Είχαν προβάλει στην Ανζέρ την ταινία «Και ο Θεός… Επλασε τη Γυναίκα». Οι νέοι είχαν διαφθαρεί αμέσως.Δεν με εκπλήσσει που οι επαγγελματίες ηθικολόγοι σε όλες τις χώρες - ακόμη και στις Η.Π.Α. - προσπάθησαν να απαγορεύσουν τις ταινίες της. Δεν είναι κάτι καινούργιο το ότι οι «ευσεβείς» ταυτίζουν τη σάρκα με την αμαρτία και ονειρεύονται να ρίξουν στη φωτιά έργα τέχνης, βιβλία και ταινίες που την απεικονίζουν με ειλικρίνεια ή επιείκεια.

Αλλά αυτή η επίσημη σεμνοτυφία δεν εξηγεί την ιδιαίτερα εχθρική στάση του γαλλικού κοινού απέναντι στην BB. Η Μαρτίν Καρόλ επίσης είχε γδυθεί αρκετά γενναιόδωρα στις επιτυχημένες της ταινίες, και κανείς δεν της το καταλόγισε, ενώ σχεδόν όλοι είναι έτοιμοι να θεωρήσουν την BB μνημείο ανηθικότητας. Γιατί αυτό το δημιούργημα του Μαρκ Αλεγκρέ και, κυρίως, του Βαντίμ προκαλεί τόση εχθρότητα;

Ετσι ξεκινούσε το «Brigitte Bardot and the Lolita Syndrome», το δοκίμιο που έγραψε η Σιμόν Ντε Μποβουάρ για την Μπριζίτ Μπαρντό το 1959, λίγο μετά δηλαδή από την εποχή που η Μπαρντό ήταν η μεγαλύτερη σταρ της Γαλλίας και ένα διεθνές «σύμβολο» (όχι μόνο του σεξ παρά το θρυλικό «sex kitten» που της αποδόθηκε ελέω ταμπλόιντ), όλα αυτά, όμως σε αναλογίες σχεδόν τεκτονικές, από αυτές που αλλάζουν την ιστορία του κόσμου και μαζί τους τρόπους με τους οποιούς βλέπεις πλέον τον κόσμο.

Brigitte Bardot Μία από τις διάσημες φωτογραφίες του Σαμ Λέβιν το 1959

Πόσο προφητικά, θα έλεγε κανείς τα λόγια της Σιμόν Ντε Μποβούαρ, η οποία δεν πρόλαβε να δει πόσο μισητή θα γινόταν και θα τέλειωνε τη ζωή της η Μπριζίτ Μπαρντό, κυρίως λόγω της στήριξής της στην ακροδεξιά, το ρατσιστικό και σεξιστικό λόγο που ουκ ολίγες φορές εξέφρασε, δίνοντας με τη δημοφιλία της υπολογίσιμη ώθηση στην άνοδο του Ζαν Μαρι Λε Πεν, ανακηρύσσοντας την κόρη του, Μαρίν Λε Πεν την «Ζαν ντ΄Αρκ του 21ου αιώνα» και κανονικοποιώντας την «αντιδραστική» συμπεριφορά ως σύμβολο αντίστασης.

bardot H Μπαρντό το 1952

Φτάνοντας νομοτελειακά σήμερα, σε αυτή τη μέρα που πρέπει να γράψεις κάτι (τεράστιο) για το θάνατο της Μπριζίτ Μπαρντό και, ξαφνικά, η Ιστορία (ναι με Ι κεφαλαίο) μοιάζει χωρισμένη στα δύο: στα χρόνια πριν αποσυρθεί από το σινεμά και στο (σπουδαίο χωρίς κανένα αστερίσκο) κομμάτι της ζωής της να αφιερωθεί οριστικά και αμετάκλητα στην προστασία των ζώων και στα χρόνια της σχέσης της με την ακροδεξιά. Η απάντηση στο ποιο από τα δύο κομμάτια υπερισχύει είναι ψευδής.

Η Μπριζίτ Μπαρντό ήταν - και αυτό οφείλει να γραφτεί σε κάθε επικήδειό της - και ένα φαινόμενο που ξεπέρασε τα όρια του κόσμου του θεάματος για να αλλάξει δεδομένα και μια γυναίκα που δεν σταμάτησε να αλλάζει τον τρόπο που οφείλουμε να αγαπάμε τα ζώα και μια υποστηρικτής της ακροδεξιάς. Ναι, ήταν όλα αυτά και μαζί πολλά άλλα που αναπόφευκτα μπαίνουν σε δεύτερη μοίρα, αφού η αντίθεση που προκαλείται αυτόματα από την πολιτική της στάση - τόσο απέναντι στο ότι ήταν ένας εθνικός θησαυρός όσο και στην αντίφαση του πώς μπορεί κάποιος τόσο φιλόζωος να είναι και τόσο ακροδεξιός - υπερισχύει και την ορίζει. Αδικα, δίκαια, σωστά, λανθασμένα, σε σωστές αναλογίες ή σε λανθασμένες κόκκινες γραμμές, δεν έχει πραγματικά σημασία...

Brigitte Bardot Φωτογραφία του 1958

«Η BB δεν είναι ούτε διεστραμμένη, ούτε επαναστατική, ούτε ανήθικη - και γι’ αυτό ακριβώς η ηθική δεν έχει καμία δύναμη επάνω της. Το καλό και το κακό είναι γι’ αυτήν συμβάσεις στις οποίες δεν θα της περνούσε καν από το μυαλό να υποταχθεί.»

Ας αφήσουμε την Σιμόν Ντε Μποβουάρ να βοηθήσει για να ξετυλίξει κανείς σωστά το κουβάρι μιας ζωής από εκείνες που σπάνια θα ξαναγραφτούν στο βιβλίο της ποπ κουλτούρας.

Οταν έγραφε πως «η ηθική δεν έχει καμία δύναμη πάνω της», ορμώμενη από τους πρώτους ρόλους της (κυρίως στο «Και ο Θεός Επλασε τη Γυναίκα» του Ροζέ Βαντίμ αλλά και το συναρπαστικά μεταφρασμένο στα ελληνικά «Υβέτ, Το Κορίτσι της Ακολασίας» του Κλωντ Οτάν Λαρά), αυτούς της λολίτας που προσγειώνεται στον κόσμο σαν τάμπουλα ράζα, λες για να γράψει πάνω της εκ νέου την ιστορία του κόσμου, η Μποβουάρ παρατηρούσε και θαύμαζε μια ανυπότακτη γυναίκα. Μια γυναίκα που μισούσε ολόκληρη η Γαλλία, ενώ «στα κρυφά» όλοι θαύμαζαν και φθονούσαν (σε ισόποσες δόσεις) το θράσος της, την απέριττη γοητεία της, την ανεξαρτησία της, την απόλυτη άγνοια τι σημαίνει γυναίκα - οπότε, γιατι όχι, να μια σπουδαία ευκαιρία να γράψουμε από την αρχή τους κανόνες.

god created woman Πρωτότυπη αμερικάνικη αφίσα για το «Και ο Θεός Επλασε τη Γυναίκα»

en cas de malheurΣκηνή από το «Υβέτ, Το Κορίτσι της Ακολασίας», 1957

Υπεύθυνη σχεδόν για το 90+% της σεξουαλικής απελευθέρωσης των γυναικών στην Γαλλία, η Μπριζίτ Μπαρντό έδιωξε στρώσεις ταμπού πάνω από την πλανητική αφασία, ευφηύρε το μοντέλο της υπερσεξουαλικής γυναίκας που δεν απολογείται για το ότι είναι ωραία και σέξι, για το γεγονός ότι έχει επιθυμίες, για το ότι θέλει να είναι casual όταν όλοι τη θέλουν «κυρία», για το ότι ονειρεύεται στα φανερά να είναι η Μπόνι σε ένα αιώνιο κυνηγητό με τις συμβάσεις της κοινωνίας και να πεθαίνει όποτε και οπως θέλει με τον Κλαίντ αγκαλιά - ένας μικρός φόρος τιμής στο «Bonnie and Clyde», ένα από τα δύο θρυλικά ντουέτα που έγραψε γι' αυτήν και τραγούδησε μαζί της ο Σερζ Γκενσμπούργκ.

(Το άλλο ήταν φυσικά το «Je t'aime... Μoi Νon Plus», που το τραγούδησε αυτή σε πρώτη εκτέλεση, αλλά μετά από παράκληση του τότε συζύγου της, Γκούντερ Σακς, θα έμπαινε στο συρτάρι για να κυκλοφορήσει χρόνια αργότερα - σκάλες ανώτερο και σκαλωσιές πιο σκανδαλώδες από την εκδοχή της Τζέιν Μπίρκιν.)

Brigitte Bardot Με τον Σερζ Γκενσμπούργκ στο στούντιο ηχογράφησης

H «επανάσταση» της Μπαρντό ήταν «γαλλική». Και διαρκείας, αφού παρέμεινε ανυπότακτη και αναπολογητική μέχρι και το θανατό της. Και μαζί «εμπρηστική», περισσότερο ακόμη και από το αρσενικό εφάμιλλο της αιώνιας Γαλλίας, τον Αλέν Ντελόν, με τον οποίο παρεπιπτόντως δεν έπαιξαν ποτέ κανονικά μαζί εκτός από μια μικρή εμφάνιση στην ανθολογία «Στον Ιλιγγο της Ακολασίας» το 1968.

Σχεδόν όλη η ζωή της από τα μέσα των 70s που σταμάτησε το σινεμά μέχρι και το θανατό της, υπήρξε μια τεράστια αλυσίδα από δημόσιες δηλώσεις, επιστολές προς πολιτικούς και θεσμούς, πρόστιμα που της έχουν επιβληθεί για «ρητορική μίσους» (για πραγματικά αποτρόπαια πράγματα που έχει πει κατά καιρούς για τους Εβραίους, τους Ισλαμιστές...), τις κατηγορίες προς τις γυναίκες της βιομηχανίας που μιλούν για κακοποίηση από άντρες, την υποστήριξή της στους άντρες που έχουν κατηγορηθεί για κακοποίηση, το μεγάλο x που έβαζε διαρκώς στο φεμινισμό, όλα τα μικρά και τα μεγάλα που μαζί με τον αδυσώπητο χρόνο χάραξαν το «πρόσωπό» της για πάντα.

Και μαζί μια τεράστια δήλωση «μίσους» προς τους ανθρώπους και «λατρείας» για τα ζώα.

Εδωσα τη νιότη μου και την ομορφιά μου στους άντρες. Τώρα, δίνω τη σοφία μου και την εμπειρία μου, το καλύτερο κομμάτι του εαυτού μου, στα ζώα.»

Brigitte Bardot To 1977 στον Καναδά για την προστασία της λευκής φώκιας

Bardot Με μία από τις γάτες της

«Οι περισσότερες από τις μεγάλες σταρ του σινεμά είχαν τραγικά τέλη. Οταν αποχαιρέτησα αυτή τη δουλειά, αυτόν τον κόσμο της αφθονίας και του γκλίτερ, των εικόνων και του θαυμασμού, της μεγάλης περιπέτειας του να νιώθεις διαρκώς επιθυμητή, ουσιαστικά έσωζα τη ζωή μου», είχε δηλώσει. «Στην αρχή, διασκέδαζα με τον κόσμο που μιλούσε και ασχολιόταν μαζί μου, αλλά πολύ γρήγορα άρχισα να πνίγομαι. Μέσα στα 20 χρόνια που έκανα σινεμά, κάθε φορά που ξεκινούσα γύρισμα έβγαζα έρπη. Γνώρισα άντρες που δεν ήξεραν να ξεχωρίσουν αυτό που ένιωθαν για μένα με αυτό που αντιπροσώπευα στα μάτια του κόσμου. Οι φωτογράφοι βρίσκονταν παντού, Ενιωθα διαρκώς την παρουσία τους. Ξέρω τι σημαίνει να σε κυνηγούν.»

Και θα συνέχιζε: «Οι άνθρωποι με πλήγωσαν. Βαθιά. Είναι μόνο με τα ζώα, στη φύση που νιώθω ότι είμαι ο εαυτός μου. Εδωσα τη νιότη μου και την ομορφιά μου στους άντρες. Τώρα, δίνω τη σοφία μου και την εμπειρία μου, το καλύτερο κομμάτι του εαυτού μου, στα ζώα», ορίζοντας την αφετηρία ενός τεράστιου έργου για την προστασία των ζώων σε όλον τον πλανήτη, από τα μεγαλύτερα που έγιναν ποτέ από άνθρωπο του θεάματος - με το Ιδρυμα της να «φροντίζει» από τα αδέσποτα του Βουκουρεστίου μέχρι τα δελφίνια στα νησία Φάρο, την καταδίκη των ταυρομαχιών και τις «σπάνιες» γάτες της Αυστραλίας.

Viva Maria Μαθαίνοντας να ιππεύει για τις ανάγκες της ταινίας «Η Γυναίκα και το Νευρόσπαστο» του Ζιλιέν Ντιβιβιέ

Τόσες λέξεις (της αξίζουν όλες και ακόμη παραπάνω) πιο πάνω για να εξηγήσεις στην πραγματικότητα τι; Οτι η Μπριζίτ Μπαρντό ήταν αμφιλεγόμενη; Εκκεντρική; Μια γυναίκα που έκανε το τράυμα της μίσος; Ενα θύμα της διασημότητας; Το απόλυτο προϊόν της πατριαρχίας - τι άλλο είναι όταν σε συγκρίνουν με ένα εξαγώγιμο προϊόν σαν να είσαι αυτοκίνητο ήδη στην πρώτη σου ενηλικίωση;

Τόσες λέξες για να μάθουμε τι; Οτι ήταν ένας απαίσιος άνθρωπος; Που ταυτόχρονα ήταν και υπέροχη;

Και το σινεμά; Εντάξει, κράτησε λίγο, αλλά γιατί κανείς δεν αναφέρει το σινεμά; Και γιατί στο google όλα τα αποτελέσματα που βγαίνουν στην αναζήτηση του ονόματός της μαθαίνουν στις νεότερες γενιές πως η Μπριζίτ Μπαρντό ήταν απλά μια ακροδεξιά ημίτρελή ηλικιωμένη περιτριγυρισμένη από ζώα;

Που βρίσκεται η Ζιλιέτ του «Και ο Θεός Επλασε τη Γυναίκα» του Ροζέ Βαντίμ (1956) , η Ιβέτ του «Ιβέτ, Το Κορίτσι της Ακολασίας» του Κλοντ Οτάν Λαρά (1958), η στο «Oσα δεν Eσβησε ο Aνεμος» - τo «Veritè» του Ανρί Ζορζ Κλουζό, η Μαρί στο «Viva Maria!» του Λουί Μαλ (1965), η Φελίσια στην «Ερωτιάρα» του Μισέλ Ντεβίλ (1970).

La Verite Oσα δεν Εσβησε ο Ανεμος

viva maria Στο «Viva Maria!» του Λουί Μαλ

the bear and the doll H Ερωτιάρα

Κυρίως, που βρίσκεται η Καμίγ της «Περιφρόνησης»;

Αυτή η ηρωίδα που περισσότερο από όλες - και ο Ζαν-Λικ Γκοντάρ το γνώριζε αυτό περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον - υπήρξε αυτό που ήταν, είναι και θα είναι η Μπριζίτ Μπαρντό. Μια γυναίκα που ήθελε να ζήσει μόνο με τον δικό της τρόπο: σαν σταρ του σινεμά ή μια ανώνυμη γυναίκα κλεισμένη στο σπίτι της, με μοναδικό όριο την ίδια και όχι τους άλλους.

«Θα ήμουν πολύ πιο ευτυχισμένη, αν όλοι οι άντρες που έβλεπαν τις ταινίες μου δεν θεωρούσαν ότι έχουν την άδεια να κάνουν σεξ μαζί μου».

bardot Στα γυρίσματα της «Περιφρόνησης»

Οπως και η Καμίγ, η Μπριζίτ Μπαρντό περιφρόνησε όλα όσα δεν της έδιναν πίσω όλα αυτά που η ίδια έδωσε απλόχερα τουλάχιστον στη μισή ζωή της. Αλλά αντίθετα με την Καμίγ, η Μπρίζίτ Μπαρντό έφτασε μέχρι το τέλος. Και έζησε μια ζωή όπως ακριβώς (ή περίπου) την όρισε η ίδια. Παίρνοντας αυτή τη φορά το ρίσκο ολοδικό της.

«Υπήρξα πολύ ευτυχισμένη, πολύ πλούσια, πολύ όμορφη, πολύ κολακευμένη, πολύ διάσημη και πολύ... δυστυχισμένη.»