Η Ζiλιέτ Αρντί είναι μια νεαρή ανέμελη κοπέλα στο απόγειο της ομορφιάς της. Οι τρόποι της σκανδαλίζουν τη μικρή επαρχιακή πόλη όπου ζει υιοθετημένη. Μαθαίνει τυχαία ότι ο Αντουάν, ο άντρας που αγαπά, την βλέπει σαν μια περαστική περιπέτεια αλλά είναι έτοιμη να τον ακολουθήσει στην πόλη. Εκείνος την αγνοεί και λίγο αργότερα υπό την απειλή της θετής της μητέρας, ότι θα την στείλει πίσω στο ορφανοτροφείο, παντρεύεται τον μικρότερο αδερφό του Αντουάν, Μισέλ. Το νεαρό ζευγάρι θα γνωρίσει για λίγο την ευτυχία αλλά όταν ο Αντουάν επιστρέφει στο πατρικό σπίτι η κατάσταση θα παρεκτραπεί...

Το 1956 η Μπριζίτ Μπαρντό ήταν 22 ετών και είχε ήδη στην φιλμογραφία της πάνω από 15 ταινίες, οι περισσότερες ασήμαντες και ήδη ξεχασμένες, ενώ το όνομα της ήταν ήδη γνωστό από τις εμφανίσεις τις στο Φεστιβάλ Καννών το 1953, όχι ως ηθοποιός αλλά περισσότερο ως μια από τις πιο όμορφες στάρλετ που πάτησαν ποτέ το πόδι τους στη Γη.

Δεν χρειάζεται, ωστόσο, να απορεί κανείς γιατί όλοι θυμούνται το «Και ο Θεός Επλασε τη Γυναίκα» ως την ταινία που την έκανε διεθνή σταρ, αναγκάζοντας την την Αμερική να μην ξέρει ποια σκηνή να πρωτοκόψει για να περάσει τους σκόπελους της λογοκρισίας, την υπόλοιπη Ευρώπη να παραληρεί σε κάθε εμφάνιση της και την Γαλλία να δηλώνει πως εκείνη την εποχή «η Μπαρντό απέφερε στη χώρα περισσότερο κέρδος απ’ ότι ολόκληρη η γαλλική αυτοκινητοβιομηχανία».

Ανεπίσημο μέλος της nouvelle – vague (και με κάποιο τρόπο ένας από τους πρώιμους εκφραστές της), ο Ροζέ Βαντίμ έφτιαξε στην πραγματικότητα το «Και ο Θεός Επλασε την Γυναίκα» για να το αφιερώσει στην γυναίκα (κορίτσι, για να κυριολεκτούμε) που αγάπησε, την 15χρονη Μπαρντό που παντρεύτηκε το 1952 (όταν αυτή ήταν 17 ετών), που για χάρη της αλλοξοπίστησε κυριολεκτικά (από Χριστιανός Ορθόδοξος λόγω της ρωσικής καταγωγής του σε καθολικό) και χώρισε λίγο μετά τα γυρίσματα της ταινίας.

Μια αφιέρωση που μπορούσε να κάνει μόνο αυτός, γνωρίζοντας από την κορυφή μέχρι τα νύχια το αντικείμενο της λατρείας του και επιθυμώντας να μοιραστεί με τον υπόλοιπο πλανήτη ένα πλάσμα φτιαγμένο για να κολάσει ακόμη και όταν δεν κάνει απολύτως τίποτα παρά κοιτάζει αφηρημένα σε ένα σημείο του ορίζοντα.

Με μια υποτυπώδη υπόθεση ερωτικών σκιρτημάτων και πολιτικών (αμπελο)φιλοσοφιών και λίγο από Ζαν Λουί Τρεντινιάν (ο οποίος την εποχή των γυρισμάτων και ενώ η Μπαρντό ήταν παντρεμένη ακόμη με τον Βαντίμ διατηρούσε ερωτικές σχέσεις μαζί της), το «Και ο Θεός Επλασε τη Γυναίκα» δεν είναι παρά μια συρραφή σκηνών αφιερωμένων στη Μπριζίτ Μπαρντό.

Από την πρώτη μυθική σκηνή της γυμνής Ζιλιέτ μπροστά από ένα σεντόνι μέχρι μια ασήμαντη σκηνή σε ένα night club, το φιλμ του Βαντίμ υπάρχει επειδή μέσα στο σινεμασκόπ του βάθος ζει και αναπνέει η Μπαρντό: μια ωμή, ακατέργαστη, παθιασμένη, εξωπραγματική θηλυκή δύναμη που όμοια της δεν είχε αντικρίσει ποτέ με τέτοιο τρόπο στο σινεμά κανένας θεατής μέχρι τότε.

Σαν μια άλλη πρωτόπλαστη Εύα, η Μπαρντό εμφανίστηκε σε αυτήν την ταινία, διακόπτωντας τη διαδοχή των πριν από αυτή γυναικών που στις διαστάσεις της μεγάλης οθόνης έκαναν το μύθο της μοντέρνας γυναίκας υπαρκτό. Και έκανε την ιστορία να ξεκινήσει από την αρχή, παίζοντας ως μια παθιασμένη ακτιβίστρια (!) μια τόσο όμορφη γυναίκα με το περισσό θάρρος του να περιφέρει την αχαλίνωτη σεξουαλικότητα της αγνοώντας όλους τους κινδύνους μιας κοινωνίας (και μιας βιομηχανίας) που ειδικά εκείνη την εποχή προσπαθούσε με νύχια και με δόντια να λογοκρίνει τα πάθη και τις φαντασιώσεις μιας ακόμη τραυματισμένης μεταπολεμικής Ευρώπης με ισχυρά απεοθέματα συσσωρευμένης λίμπιντο.

Οσο υπερβολικό κι αν ακούγεται, το φιλμ του Βαντίμ μοιάζει και το ίδιο – όσο και όλοι οι άντρες που θα διεκδικήσουν την Ζιλιέτ – ανίκανο να διαχειριστεί την ατομική βόμβα με το όνομα Μπαρντό. Αργοσβήνοντας δραματουργικά στο μεγαλύτερο μέρος του και καταλήγοντας σαν ένα φτηνό soft ρομάντζο, μπορεί να διακρίνεται για την ελευθεριότητα του, τα έντονα κοντράστα των χρωμάτων της Κυανής Ακτής και την σχεδόν lounge ατμόσφαιρα του (όλα αυτά που έκαναν τους Γκοντάρ, Τριφό και λοιπούς πρωτεργάτες της nouvelle vague να ξετρελαθούν), αλλά τελικά δεν είναι παρά μια μέτρια ταινία που θα είχε ξεχαστεί μέσα στο χρόνο αν δεν είχε ταυτιστεί με την κινηματογραφική ενηλικίωση της Μπαρντό, άντε και ολόκληρου του σύγχρονου σινεμά που μόλις ανακάλυπτε τι μπορεί να σημαίνει «σέξι».

Αν μισό αιώνα και παραπάνω μετά, το «Και ο Θεός Επλασε τη Γυναίκα» παρακολουθείται με την ίδια ηδονοβλεπτική έξαψη που εξαπλώθηκε στον πλανήτη το 1956, ενώ ταυτόχρονα οι νεότερες γενιές βρίσκονται ενώπιον του πιο εμβληματικού breakthrough που έκανε ποτέ σταρ του σινεμά στην ιστορία του κινηματογράφου, αυτά είναι κατορθώματα που οφείλουμε να αναγνωρίσουμε στον Βαντίμ.

Ειδικά αν αναλογιστεί κανείς πως επτά χρόνια μετά η «Περιφρόνηση» του Ζαν - Λικ Γκοντάρ δεν ήταν παρά ένας φόρος τιμής στο «Και ο Θεός Επλασε τη Γυναίκα», αυτή τη φορά ωστόσο με την σωστές δόσεις λογοτεχνικού πάθους και μελαγχολικής προσγείωσης στην πραγματικότητα που άξιζαν σε ένα εξωγήινο κυριολεκτικά πλάσμα σαν την Μπριζίτ Μπαρντό.