O Tζο είναι γιος του Τζέρι και της Τζανέτ Μπρίνσον. Στα 14 του χρόνια, ο πατέρας του έχει μετακομίσει για άλλη μία φορά την οικογένεια σε νέο μέρος, ψάχνοντας για μια νέα αρχή. Βρίσκονται στα Great Falls της Μοντάνα, όπου ο Τζέρι δουλεύει ως βοηθός στα πλούσια μέλη του golf club της περιοχής. Η εγκάρδια συμπεριφορά του όμως τον κάνει να χάσει κι αυτή τη δουλειά, κάτι που αναγκάζει τη Τζανέτ να αναλάβει. Ενα παιχνίδι περηφάνειας και προκατάληψης παίζεται ανάμεσα στο ζευγάρι κι ενώ ο πιτσιρικάς δεν έχει ακόμα τα εργαλεία να καταλάβει την ψυχρότητα, την ενοχή και το σκοτάδια που στοιχειώνουν τους γονείς του, σταδιακά συνειδητοποιεί τη διάλυση της οικογένειάς του. Οταν ο Τζέρι ανακοινώνει ότι θα φύγει για τα βουνά, για να δουλέψει ως πυροσβέστης στις άγριες φωτιές της περιοχής, η Τζανέτ χάνει κάθε εμπιστοσύνη στον άντρα της. Τον ξεγράφει και ψάχνει μία νέα αρχή. Ο κόσμος του μικρού γκρεμίζεται, μαζί με την κάποτε λαμπερή εικόνα του αμερικανικού ονείρου.
Ο Πολ Ντέινο κάνει το σκηνοθετικό του ντεμπούτο, σε σενάριο του ίδιου και της Ζόι Καζάν, διασκευάζοντας το ομότιτλο μυθιστόρημα του Ρίτσαρντ Φορντ, όπου αφηγείται με τόλμη και ειλικρίνεια τη διάλυση ενός γάμου σε εποχές όπου αυτό φαινόταν αδύνατο - τόσο όσο και το να βρει κανείς την πραγματική του ταυτότητα, ελεύθερος από κοινωνικές προκαταλήψεις κι ενοχές.
Η ταινία ξεκινά με υπέροχες προοπτικές. Ο τόνος που περιγράφεται η οικογενειακή ζωή, οι ρόλοι, οι ισορροπίες είναι σωστός. Ο Ντέινο σκηνοθετεί χωρίς υπερβολή αλλά με σημασία στις λεπτομέρειες, δίνοντας μία ειλικρινή εικόνα κι αποφεύγοντας το vintage κλισέ των 60ς. Καταλαβαίνουμε την πληγωμένη περηφάνεια και τον εγκλωβισμό του πατέρα. Νιώθουμε την προσπάθεια της συζύγου και μητέρας να κάνει αυτό που έπρεπε, αυτό που όφειλε: να στηρίζει χωρίς αντιρρήσεις κάθε απόφαση του άντρα της. Υπάρχει ανθρωπιά στα σχήματα και τους ρόλους, τρυφερότητα και αγωνία. Κι ο πιτσιρικάς Εντ Οξεμπαλντ που ερμηνεύει το μικρό Τζο έχει τα πιο εκφραστικά, τεράστια μάτια για να μας μεταφέρει το πώς κοιτά με δέος ένα παιδί τους γονείς του.
Σταδιακά όμως ο Ντέινο χάνει τη σωστή θερμοκρασία δωματίου. Από τη μία δεν καταφέρνει να ξυπνήσει την εικόνα του, επαναλαμβάνοντας ως κύριο συστατικό σε κάθε σεκάνς το ανήσυχο βλέμμα του παιδιού (το καταλάβαμε, αυτός είναι ο πρωταγωνιστής μας). Από την άλλη, φυτιλιάζει τόσο εκρηκτικά τις αλλαγές στην προσωπικότητα της μητέρας που μεταμορφώνεται από μία ψύχραιμη, γλυκιά σύντροφο σε απελπισμένη femme fatale που χάνει κάθε έλεγχο. Δεν τη στηρίζει, δεν τη δικαιολογεί, απλά την εξαγριώνει.
Η Κάρι Μάλιγκαν της χαρίζει στιγμές, αλλά δεν έχει ένα ρόλο με συνοχή για να απογειώσει την ερμηνεία της. Ο Τζέικ Τζίλενχαλ όμως είναι ο πιο ανερμάτιστος, καθώς εμφανίζεται μόνο στην αρχή και στο τέλος, διαστήματα στα οποία πρέπει να εδραιωθεί βιαστικά και πρόχειρα και η δική του προσωπικότητα.
Η τελευταία σκηνή της ταινίας είναι έξυπνη, υπέροχη και βουβά σπαραχτική. Είναι αναμφισβήτητο ότι ο Ντέινο είχε τις καλύτερες προθέσεις. Ομως ό,τι είδαμε δεν ήταν ούτε άγριο, ούτε γεμάτο ζωή. Τουλάχιστον όχι με τρόπο που δεν το έχουμε ξαναδεί.
Διαβάστε ακόμη:
- Κάννες 2018: «Rafiki» σημαίνει φίλη, ή κοριτσίστικο ρομάντζο με γεύση γρανίτα από λεμόνι και ακτιβισμό
- Κάννες 2018 | «Yomeddine»: Χωράει ευτυχία και στην αποικία των λεπρών (και των Καννών)
- Κάννες 2018: Τα «Αποδημητικά Πουλιά» του Σίρο Γκέρα είναι μια ταινία που (δεν) έχεις ξαναδεί
- Κάννες 2018: Η μεγάλη επιστροφή της Ιζαμπέλ Ατζανί
- Κάννες 2018, μέρα 1η: Ολοι το ξέρουν: Η Κέιτ Μπλάνσετ είναι υπέροχη
- Κάννες 2018 | «Everybody Knows» | Οχι ο Ασγκάρ Φαραντί που ξέρουμε (κι αγαπάμε)
- Κάννες 2018: Η Κέιτ Μπλάνσετ ανοίγει την αυλαία των Καννών μιλώντας για το #TimesUp
- Κάννες 2018: Αυτό που το Netflix σχεδιάζει να αγοράσει το «Everybody Knows» του Ασγκάρ Φαραντί