Πριν βουτήξουμε στα βαθιά ξεδιαλέγοντας τους καλούς από τους κακούς πιλότους της νέας τηλεοπτικής σεζόν, ξεχωρίζουμε το αναμφίβολο μπλοκμπάστερ της φετινής σοδειάς. Λίγο υπερηρωικό, λίγο «Avengers», λίγο Τζος Γουίντον, αρκούντως ελπιδοφόρο, πολύ fun. Τι είναι τελικά οι «Agents of S.H.I.E.L.D.»;
Με δυο λόγια: Σχεδόν-υπερηρωική, κάπως-κατασκοπιή περιπέτεια. Ο Πράκτορας Φιλ Κούλσον ζει (#coulson_lives ρε!) και ηγείται μιας ομάδας πρακτόρων της S.H.I.E.L.D. με αποστολή να εντοπίζουν τους ολοένα και περισσότερους ανθρώπους με υπερδυνάμεις που εμφανίζονται ανά τον κόσμο. Γιατί και πώς, είναι κάτι που θα το δούμε στην πορεία.
Ξέρουμε τους: Τζος Γουήντον συν-γράφει τον πιλότο, συν-δημιουργεί τη σειρά, σκηνοθετεί τον πιλότο και γενικώς επιβλέπει στο πλαίσιο της θητείας του ως ηγεμόνας του φιλμικού σύμπαντος της Marvel. Ο Κλαρκ Γκρεγκ επαναλαμβάνει το ρόλο του ως Φιλ Κούλσον από τις ταινίες της Marvel, αλλά εδώ είναι πια πρωταγωνιστής. Η Κόμπι Σμόλντερς εμφανίζεται ως δανεική από το «How I Met Your Mother» στο ρόλο της Μαρία Χιλ, υποθέτει κανείς μέχρι να τελειώσει επιτέλους εκείνη η σειρά ώστε να έρθει εδώ επί μονίμου βάσεως. Όλο το υπόλοιπο καστ το έχουμε ξαναδεί σε κάθε άλλη σειρά που έχει γυριστεί ποτέ στην ιστορία γιατί είναι πράγματι τόσο generic φάτσες.
Έχει σχέση με: Το φιλμικό σύμπαν της Marvel. Και έχει ακριβώς τη σχέση που πρέπει. Ούτε χρειάζεσαι βαθιά (ή γενικώς, οποιαδήποτε) πρότερη γνώση για να το παρακολουθήσεις, αλλά από την άλλη ο πιλότος είναι γεμάτος με το είδος των αναφορών που δένουν ισχυρά τις συνδέσεις ανάμεσα στις διάσπαρτες ιστορίες, με την ίδια δεξιότητα που το έκανε και το ίδιο το «Avengers». Κοινώς, δε θα δεις πουθενά σύντομα τον Λόκι να κόβει βόλτες στη σειρά, όμως μπορεί ο κακός της βδομάδας να είναι ο ιός Extremis από το «Iron Man 3» επειδή βγάζει νόημα να είναι.
Δεν έχει σχέση με: Το «The Shield» του Σον Ράιαν, ο οποίος ως βασική επιρροή του για εκείνη τη σειρά αναφέρει τον ίδιο τον Γουίντον, και όσα έμαθε από αυτόν γράφοντας για τη 2η σεζόν του «Angel».
Θα φανεί πόση σχέση έχει με: Τον Τζος Γουίντον. Είναι κάπως κατανοητό έως και ευνόητο πως ο ίδιος ο Γουίντον δε θα ασχολείται με το καθημερινό τρέξιμο της σειράς όπως συνέβαινε παλαιότερα με τις άλλες του δημιουργίες, όμως εκτός της φήμης που ανέκαθεν είχε ως παραγωγός που εγκρίνει και το τελευταίο σημείο στίξης του κάθε σεναρίου, έχει φροντίσει πλέον να περιτριγυρίζει εαυτόν με συνεργάτες που εμπιστεύεται και οι οποίοι έχοντας δουλέψει μαζί του σε πολλά projects, είναι ικανοί και κατάλληλοι για να μεταφέρουν το πνεύμα και τη γλώσσα του. Συνδημιουργοί της σειράς είναι οι Τζεντ Γουίντον και Μορίσα Τανκαρόεν (δηλαδή τα άλλα 2/4 από τους 4 Γουήντον που μας έφεραν το «Dr. Horrible’s Sing-Along Blog»), ενώ θα την τρέχουν οι Τζεφ Λόεμπ (διακεκριμένος σεναριογράφος κόμικς που προσωπικά δε μου αρέσει καθόλου, δούλευε και στο «Heroes», τέλος πάντων, τον εμπιστεύεται πολύ ο Γουίντον) με τον Τζέφρι Μπελ, τον άνθρωπο που έγραψε και σκηνοθέτησε το φινάλε του «Angel».
Αξίζει ακόμα να σημειωθεί πως -και δεν το συνειδητοποιούν πολλοί αυτό- ο Γουίντον με εξαίρεση τις 5 πρώτες σεζόν της «Buffy» δεν ήταν ο showrunner καμίας άλλης σειράς του.
Είχαμε γράψει: «Η πιο καυτή σειρά του φθινοπώρου.»
Tελικά: Είναι fun. Δηλαδή περνάς καλά. Ακούγεται όχι ιδιαίτερα θερμή υποδοχή, αλλά δεν περνάς πάντα καλά με τους πιλότους του Γουίντον. Του «Dollhouse» ήταν ένα χάος. Του «Firefly» καλός αλλά αχρείαστα μεγάλος. Του «Angel» ήταν βαρετός και απροσδόκητα σοβαροφανής. Της «Buffy» ήταν… κάπως εκτός συναγωνισμού, τόσο χαμηλά ήταν τα στάνταρ παραγωγής, αλλά σε κάθε περίπτωση σίγουρα δεν άφηνε να φανεί το μεγαλείο που θα ακολουθούσε.
Η ουσία είναι πως ο Γουίντον στις σειρές του πάντοτε παίζει παιχνίδι με σκοπό, με μέλλον. Χτίζει αργά και σταθερά, σύμπαντα, σχέσεις χαρακτήρων, πλοκές, αυτοαναφορικά στοιχεία. Δεν είναι τυχαίο που πάντοτε οι πρεμιέρες των σεζόν του (και των σειρών φυσικά, ένας λόγος παραπάνω) ήταν ανέκαθεν από τα πιο αδύναμα επεισόδια της φιλμογραφίας του.
Τα γράφουμε όλα αυτά επειδή πρέπει να είναι σαφές πως δεν θα έπρεπε να περιμένει κανείς σοκ και πυροτεχνήματα από το πρώτο επεισόδιο της σειράς. Αυτό μας αφήνει να ζυγίσουμε πιο ψύχραιμα τα θετικά, όσο και τα αρνητικά .
Τα καλά είναι ο Κούλσον, είναι η χαρακτηριστική χιουμοριστική και ανατρεπτική γραφή που έχουμε συνηθίσει από τις whedonesque σειρές (μια σκηνή με τον Κούλσον να βγαίνει από ένα σκοτεινό δωμάτιο λέγοντας πως πρέπει να αλλαχτεί η λάμπα ουρλιάζει Γουίντον από εδώ ως τον Stark Tower), είναι η ιδέα του ensemble που απλά ξέρεις πως θα λειτουργήσει σε σύνολο. Οι διάλογοι, η αίσθηση ότι οι ιστορίες αυτής της σειράς θα ζουν μέσα σε ένα λεπτομερώς καθορισμένο, ζωντανό σύμπαν, οι σπόροι για μελλοντικές πλοκές και ανατροπές και -προφανέστατα- τραγωδία.
Τα άσχημα; Λείπει μια αίσθηση ανάγκης, βαρύτητας. Όχι ότι θα έπρεπε να το ρίξουμε στα βαριά από την αρχή, αλλά δεν εξέλαβα απόγνωση από πουθενά. Ο Γουίντον έχει καταφέρει όλη την καριέρα του να συνενώσει την ελαφρότητα με το δραματικό βάρος, και περιμένω να συμβεί το ίδιο ακόμα και σε μια σειρά που ξεπηδά μέσα από κάτι σαν το «Avengers». (Το οποίο επίσης σε υποχρέωνε να νοιαστείς και να νιώσεις.)
Μιλώντας για το «Avengers», κάτι όχι αρνητικό, αλλά απλώς προβληματισμός για το μέλλον. Το «Avengers» επίσης κατάφερνε, παρότι εστίαζε σε ένα μάτσο υπερανθρώπους, θεούς, εκατομμυριούχους, ήρωες πολέμου κλπ κλπ, να παρουσιάζει εν τέλει μια ιστορία ανθρώπων ‘στην απ’έξω’ που ανέτρεπαν κάποιες απολιθωμένες ιδέες ώστε να υπερασπιστούν κάτι σημαντικό γι αυτούς (κάποιους ανθρώπους, έναν πλανήτη, τους εαυτού τους, οτιδήποτε). Αναμένω με ενδιαφέρον να δω πώς αυτή η πτυχή, πάντα παρούσα στο σύνολο έργου του Γουίντον, θα εμφανιστεί εδώ.
Όσο για το καστ, πλην Γκρεγκ είναι αδιάφορο. (Αυτό κι αν είναι κατεξοχήν Γουιντονικό στοιχείο.) Ακόμα καλύτερα, για όσο διαπιστώνουμε στην πορεία πως έναν μετά τον άλλον θα αρχίζουμε να τους αγαπάμε όλους. Γιατί αυτό το πιο σημαντικό τελικά. Όταν όλα φτάνουν στο τέλος (και με τι στυλ! Δεν αποκαλύπτουμε, αλλά ας πούμε η τελευταία σκηνή είναι κάπως απογειωτική, χεμ), ξέρεις πως έχεις περάσει 40 πολύ διασκεδαστικά λεπτά, που έχουν αφηγηθεί μια ιστορία από την αρχή στο τέλος, με χιούμορ, απολαυστικούς διαλόγους και ένα φωτογενές καστ που ξέρεις πως είναι θέμα χρόνου μέχρι να σε κάνει να γελάσεις, να ενθουσιαστείς και να κλάψεις.
Υπάρχουν τεράστια περιθώρια βελτίωσης φυσικά, αλλά η αρχή είναι ικανή και, στο κάτω κάτω της γραφής, διασκεδαστική.