Μπορείς πολύ εύκολα να μισήσεις το Blonde του Άντριου Ντόμινικ, τη βιογραφική (με την πολύ ευρεία έννοια) ταινία για τη ζωή της Μέριλιν Μονρόε, που βασίζεται στην ομότιτλη (και ογκωδέστατη, πάνω από 700 σελίδες) υποψήφια για Πούλιτζερ μυθιστορηματική βιογραφία της Τζόις Κάρολ Όουτς, ειδικά αν αναζητάς την ιστορική ακρίβεια ή αν θες η ταινία να επιβεβαιώνει το αφήγημα και την εντύπωση που είχες a priori διαμορφώσει για το βιογραφούμενο πρόσωπο.
Όμως, ο Άντριου Ντόμινικ, όπως και η Όουτς πριν από αυτόν, δεν ενδιαφέρεται καθόλου για κάτι τέτοιο, ούτε φυσικά για την αγιογραφία ενός από τους μεγαλύτερους μύθους που έπλασε ποτέ η ποπ κουλτούρα. Αντίθετα, παραδίδει στην πρώτη του ταινία μετά από μία δεκαετία ένα bigger than life έργο, υπερφιλόδοξο, αντιφατικό, μεγαλειώδες, άνισο, σκοτεινό, ανελέητο, απόλυτο. Μία ταινία που μπορείς σίγουρα να εκτιμήσεις και (γιατί όχι) να αγαπήσεις. Αλλά για να το κάνεις αυτό, πρέπει να δέσεις τη ζώνη σου, γιατί ακολουθεί μια ανώμαλη διαδρομή. (Το breakthrough της Μέριλιν ήταν άλλωστε το «Ολα για την Εύα».)
Γιατί το Blonde είναι και ταυτόχρονα ΔΕΝ είναι μια ταινία για τη ζωή της Μονρόε, όπως εκείνη τουλάχιστον την έζησε, αλλά μια παραισθησιογόνα και κατακερματισμένη αισθητικά, σκηνοθετικά και αφηγηματικά, προσέγγιση σε μια εξίσου κατακερματισμένη γυναίκα, την Νόρμα Τζιν, η οποία έπλασε συνειδητά μια περσόνα, την Μέριλιν, για να αντέξει το βάρος των θυσιών που έπρεπε να κάνει για την ανέλιξη, την δημοσιότητα και, τελικά, την εκτόξευση σε ένα φαινόμενο, σε μια πορεία που φυσικά εκείνη καθόλου αθώα επεδίωξε, δεν ήξερε, ωστόσο, πως θα κατέληγε να καταπλακωθεί από τις απαιτήσεις, τις ορμές και τα βλέμματα των άλλων. Κι ούτε είχε το ψυχικό σθένος να αντισταθεί.
Από την παιδική της ηλικία που κινηματογραφείται στη σοκαριστική κι «εμπρηστική» έναρξη με τα μελανότερα χρώματα και την κακοποιητική σχέση με την ψυχωτική και αλκοολική μητέρα της (η Τζούλιαν Νίκολσον σε μια θυελλώδη και οριακά camp ερμηνεία), η Νόρμα Τζιν μεγάλωσε με το φάντασμα ενός απόντος και υποτιθέμενα διάσημου πατέρα, αποκαλώντας κάθε σημαντική σχέση της στην ενήλικη ζωή της «daddy» (άλλη μια ειρωνεία το τραγούδι για το πού ανήκει η καρδιά της) και αναζητώντας τον μέχρι το θάνατό της.
Κι αυτό ήταν μόνο η αρχή των δεινών της, σε μια τρικυμιώδη αισθηματική πορεία, που κάθε στάση της παρουσιάζεται και εικονοποιείται σαν ένας ακόμα κύκλος της κόλασης, είτε είναι ο βιασμός της από έναν μεγαλοπαράγοντα της κινηματογραφικής βιομηχανίας, είτε το ερωτικό τρίγωνο με τους γιούς του Τσάρλι Τσάπλιν και του Έντουαρντ Τζ. Ρόμπινσον αντίστοιχα, είτε ο τετράμηνος γάμος της με τον Τζο ΝτιΜάτζιο, που μετέτρεψε το σώμα της σε σάκο του μποξ, είτε η δεύτερη παταγωδώς αποτυχημένη προσπάθεια στην ευτυχία με τον διανοούμενο, αλλά τόσο χειριστικά ανασφαλή Άρθουρ Μίλερ, είτε, τέλος, η σεξουαλική εκμετάλλευση από τον Τζον Κένεντι, στην πιο σοκαριστική σκηνή και σε ένα κοντινό πλάνο που δεν περίμενες ποτέ ότι θα δεις σε χολιγουντιανό biopic χολιγουντιανού θρύλου.
Η ταινία, άλλωστε, δεν είναι φειδωλή σε απρόσμενα σκηνοθετικά ευρήματα και εκπλήξεις, αλλάζοντας ρυθμό και στιλ σε κάθε βινιέτα και παίζοντας με το ασπρόμαυρο και το έγχρωμο διαρκώς, υποβοηθούμενη από το ελεγειακό και σχεδόν πένθιμο μουσικό score των Νικ Κέιβ και Γουόρεν Έλλις και πιστή σε μία αποσπασματικότητα που αντικατοπτρίζει την ολοκληρωτική απώλεια ελέγχου που έχει αυτή η γυναίκα πάνω στην εικόνα της και κυρίως στη ζωή της.
Σε μια τόσο πολυπρισματική κι εξπρεσιονιστική σκηνοθετική προσέγγιση, η ερμηνεία της Άνα ντε Άρμας εκπλήσσει με το πόσο απόλυτα και πιστά ακολουθεί το όραμα του Ντόμινικ, ακόμα και στις στιγμές που δεν πείθει καθόλου, όπως στις αναπαραστάσεις από τις διάσημες σκηνές των ταινιών της Μονρόε, όπου η σύγκριση (και η σύγκρουση) είναι καταιγιστική και αναπόφευκτη. Όσοι όμως δεν εντυπωσιάζονται από τον στείρο μιμητισμό, θα μπορέσουν να εκτιμήσουν μια γενναία ερμηνεία από μία γυναίκα, που μπορεί να ενσαρκώσει τον ερωτισμό και το τραύμα στον υπερθετικό βαθμό, χωρίς να γίνεται καρικατούρα.
Και κάπως έτσι τα (μάλλον υπερβολικά, αλλά ποτέ αβάσταχτα) 165 λεπτά του Blonde τελειώνουν και ο θεατής χρειάζεται τον αντίστοιχο ή και περισσότερο χρόνο να συνέλθει από μία ταινία που θα διχάσει και θα συζητηθεί για όλους τους σωστούς, αλλά και όλους τους λάθος λόγους. Σίγουρα, όμως, αυτή η «Ξανθιά» δεν μπορεί να αφήσει κανέναν αδιάφορο.