Ο Κολμ είναι ένας σαραντάρης εργαζόμενος στο εμπορικό λιμάνι του Δουβλίνου, ο οποίος καθημερινά προσπαθεί να βρει την ισορροπία ανάμεσα στις οικογενειακές απαιτήσεις της συζύγου και των δύο παιδιών του και τις προσωπικές, θολές αναζητήσεις του. Εχοντας βιώσει πρόσφατα την απώλεια του πατέρα του, ο Κολμ επιζητά ταυτόχρονα την απελευθέρωση από την πατρική παρουσία που σχεδόν κατέστρεψε τη ζωή του αλλά και μια ασφαλή αγκαλιά για να εκφράσει κάθε του ανασφάλεια, κάτι που – κατά τον ίδιο – δεν μπορεί να βρει στη συζυγική εστία.
Η γνωριμία του με έναν νέο άντρα μπορεί να ξεκινά από το αγοραίο σεξ, όμως στην πορεία του δίνει τη δυνατότητα να εξερευνήσει τις καταπιεσμένες πλευρές του εαυτού του, να βγάλει στην επιφάνεια κάθε πτυχή της θλίψης και της οργής του, να επανεξετάσει και να επανεκτιμήσει κάθε τι θεωρούσε μέχρι τότε πολύτιμο στη ζωή του και, αναπόφευκτα, να αναταράξει κάθε ευαίσθητη ισορροπία στην πορεία προς την ουσιαστική αυτοανακάλυψη.
Αυτό που ξεκινά ως μια σχεδόν εκβιαστική συνάντηση, για τον Κολμ μετατρέπεται σταδιακά σε μία πιθανή διέξοδο από κάθε σκιά της καθημερινότητας, μόνο που το σενάριο του Μαρκ Ο’Χάλοραν, διασκευή του δικού του θεατρικού του έργου, δεν προσφέρει ούτε εύκολες διαδρομές διαφυγής ούτε και απατηλές ψευδαισθήσεις για ένα ανώδυνο happy end.
Αντιθέτως, κάθε στάδιο της διαδρομής είναι και μία ακόμη σύγκρουση, κάθε νέα πόρτα παρεμποδίζει ακόμα περισσότερο την πορεία προς την έξοδο και κάθε νέα απόφαση οδηγεί σε ένα επίπονο δίλημμα, που φέρνει τον Κολμ αντιμέτωπο με τα ίδια λάθη που επωμίστηκε ο πατέρας του αλλά και τις ίδιες σκληρές συνέπειες, τις οποίες φαίνεται καταδικασμένος να κληροδοτήσει και στο δικό του γιο.
Είναι ένας φαύλος κύκλος που αποτυπώνεται γλαφυρά στο πρόσωπο του Τομ Βόγκαν-Λόλορ, ο οποίος μεταδίδει τον εσωτερικό πόλεμο του Κολμ με το σάστισμα της ματιάς του, με το τραύλισμα των διαλόγων του, με το καμπούριασμα της πλάτης του, με την σιωπή που προηγείται κάθε του κίνησης. Είναι μια ερμηνεία που προσφέρει και το ισχυρότερο εργαλείο στην αφήγηση του Ιρλανδού Πίτερ Μακί Μπερνς, ο οποίος παρατηρεί τον ήρωά του να εκτίθεται χωρίς να του προσφέρει ελαφρυντικά αλλά και επιδεικνύοντας κατανόηση και γνήσιο ενδιαφέρον για έναν ατελή χαρακτήρα, που πληγώνει όλους όσους βρίσκονται γύρω του με αποκορύφωμα τον ίδιο του τον εαυτό.
Προδίδοντας τη θεατρική του προέλευση, το σενάριο περιστρέφεται ανελέητα γύρω από τον Κολμ αφήνοντας μόνο σταδιακά τους υπόλοιπους χαρακτήρες να παρεισφρήσουν στην αφήγηση. Ουσιαστικά, η ματιά του Κολμ είναι και η μοναδική (ενδεχομένως αναξιόπιστη) οπτική που προσφέρει η ταινία σε αυτόν τον κόσμο με την σύζυγό του, τα παιδιά του, τους συναδέλφους του και, φυσικά, τον εκδιδόμενο Τζέι να αποτελούν απλά τις αφορμές για να αποκαλυφθεί ακόμα μία πτυχή της υπό κατάρρευση προσωπικότητας του Κολμ.
Ισως και για αυτό, ποτέ ο Κολμ δε φαντάζει ως ένας ήρωας που μπορεί να γίνει πραγματικά κατανοητός ή που το δράμα του μπορεί να μεταφερθεί αυτούσιο στην άλλη πλευρά της οθόνης. Οπως και για την οικογένειά του, παραμένει ένα αίνιγμα και για τον θεατή, μία φιγούρα που προφανώς υποφέρει αλλά που δεν μπορεί κανείς να συμπάσχει μαζί της, ακριβώς γιατί κρατά καλά κλειστά μέσα της όλα τα μυστικά για την κατανόηση του συναισθηματικού της βασανιστηρίου.
Ως αποτέλεσμα, στο τέλος του «Rialto», όσο κι αν θαυμάσει κανείς την επιμονή του Πίτερ Μακί Μπερνς να κρατάει με στοργή το χέρι του ήρωά του στην πορεία της διαδρομής του ή όσο κι αν εκτιμήσει την ικανότητα του Ο’Χάλοραν να μη βασίζεται και τόσο στα λόγια για να υπογραμμίσει τις σημαντικότερες στιγμές του σεναρίου του, ο θεατής παραμένει με την απορία του «ποιος είναι πραγματικά ο Κολμ», ένα ερώτημα που δείχνει να βασανίζει μέχρι τέλους ακόμα και τον ίδιο τον πρωταγωνιστή της ιστορίας. Και αυτή η ασάφεια διατηρεί τελικά τον Κολμ έναν άγνωστο, που όσο κι αν επιθυμεί κανείς να τον πλησιάσει, μένει τελικά να τον παρατηρεί μεν με συμπόνια αλλά από απομακρυσμένη ασφάλεια.