Τα λόγια δεν είναι κάτι που περισσεύουν στο «Blanco En Blanco» του Τέο Κουρτ, αρκούν όμως οι πληροφορίες που περιέχει το κάθε κάδρο για να στήσει κανείς το κοινωνικό πορτρέτο των αρχών του 20ου αιώνα στην ονειρική και συνάμα εφιαλτική Γη του Πυρρός.
Με αφορμή την επίσκεψη ενός φωτογράφου που καταφθάνει στην περιοχή για να αποτυπώσει με την κάμερά του τον γάμο ενός πλούσιου γαιοκτήμονα με ένα νεαρό (πολύ νεαρό) κορίτσι, ο Κουρτ ρίχνει φως στις αρχές μιας κοινωνίας που, όπως συνέβη και στις υπόλοιπες περιοχές της αμερικανικής ηπείρου, χτίστηκε πάνω στην καταπίεση και εν τέλει τη γενοκτονία του γηγενούς πληθυσμού, προβάλλοντας πάνω τους την πρόθεση της λευκής υπεροχής, κρυμμένη πίσω από την πρόφαση του πολιτισμού.
Σε αυτή την περίπτωση, η φυλή που κατοικούσε στην περιοχή της Παταγονίας ήταν η φυλή των Σελκ’Ναμ, μια από τις τελευταίες πολιτισμικές ομάδες που ήρθαν σε επαφή με τους Ευρωπαίους εποίκους και η οποία έφτασε να απαριθμεί οριακά 500 άτομα μέχρι τις αρχές του εικοστού αιώνα.
Ο Κουρτ φυσικά δεν ενδιαφέρεται για τις ιστορικές λεπτομέρειες, ούτε έχει στόχο να κάνει σινεμά καταγγελίας. Όπως ακριβώς και ο ήρωάς του, παρατηρεί με την κάμερά του τα εγκλήματα της ιστορίας χωρίς να μπορεί να παρέμβει σε αυτά. Ειρωνικά, επίσης ακολουθώντας τις πρακτικές του ήρωά του, παρουσιάζει την σκληρότητα μέσα από καθηλωτικά, πανέμορφα πλάνα, όσο αφήνει το φως και το σκοτάδι να οριοθετούν το κάθε του κάδρο. Θα μπορούσε κανείς να τον κατηγορήσει ότι ωραιοποιεί την βία, αν δεν υπήρχε στην οπτική του και μια διακριτική αλλά διακριτή αίσθηση ειρωνείας που έμμεσα αλλά με σαφήνεια ορίζει και την θέση του.
Ταυτόχρονα, ο Κουρτ παρακολουθεί την πτώση του ήρωά του, Πέδρο, από μέλος μιας προνομιούχας τάξης σε, κατ’ ανάγκη, μέλος μιας νέας παρεμβατικής κοινωνίας, όπου οι διδαχές του καθωσπρεπισμού δεν είναι ο κανόνας. Και πάλι, η αφήγηση του είναι αφαιρετική, χωρίς να δίνονται έτσι κι αλλιώς εξαρχής πολλές πληροφορίες για την προέλευση του Πέδρο ή να στοιχειοθετούνται ακριβώς οι προθέσεις του. Κατά κάποιον τρόπο, ο Πέδρο βρίσκει και αυτός τη θέση του στην αυγή μιας νέας κοινωνίας που τιμωρεί τις παραβάσεις αλλά βασίζεται στον κάθε παραβάτη για να στήσει τις δομές και να ικανοποιήσει τις αναπτυσσόμενες, επεκτατικές ανάγκες της. Και η ερμηνεία του Αλφρέντο Κάστρο, ενδοσκοπική και ορθώς μόνιμα συγκρατημένη, αναδεικνύει με λεπτότητα κάθε στάδιο αυτής της μετάβασης σε ένα νέο κοινωνικό ρόλο.
Σε ποιον λογοδοτεί αυτή η κοινότητα παραμένει άγνωστο. Ο Κουρτ δεν εμφανίζει ποτέ το πρόσωπο του κύριου Πόρτερ, που, όπως πληροφορείται ο Πέδρο, είναι ο οικοδεσπότης του. Ο Κύριος Πόρτερ παραμένει μια ηγετική, συμβολική φιγούρα που ορίζει τα πάντα χωρίς όμως να προσφέρει έμπρακτη απόδειξη της παρουσίας της. Είναι ακόμα ένας συμβολισμός στην έτσι κι αλλιώς γεμάτη σύμβολα αφήγηση του Κουρτ, η οποία ατυχώς κατά στιγμές ξεχνιέται στην εικονογραφία της υπονομεύοντας την ευρύτερη ανάπτυξη της ιστορίας.
Θυμίζοντας αρκετά το σινεμά της Λουκρέσια Μαρτέλ, ο Κουρτ επενδύει στην ατμόσφαιρα, στις μικρές λεπτομέρειες και στα μεμονωμένα επεισόδια για να στήσει σταδιακά κάτι πολύ μεγαλύτερο από αυτό που αρχικά παρουσιάζει, μόνο που, στην πορεία, επιλέγει να κάνει απότομες στροφές και αλλαγές κατεύθυνσης που διαταράσσουν τον ρυθμό της αφήγησής του. Ο ενθουσιασμός του τον κάνει να αλλάζει συχνά θεματική, ακόμα κι όταν φαίνεται πως η ιστορία του δεν έχει ακόμα ολοκληρωθεί. Ουσιαστικά, όσο κι αν επιμένει στην ευγλωττία των πλάνων του, η αφήγηση του «Blanck En Blanco» δεν παύει να αποτελεί ένα σύνολο από εξαιρετικά ενδιαφέρουσες ιδέες που όμως αδυνατούν να σχηματίσουν όλες μαζί μια ολοκληρωμένη, σαφή νοηματική συνέχεια.
Αυτό που παραμένει ωστόσο κοινό από την αρχή ως το τέλος είναι η πίστη στην ισχύ της εικόνας. Είτε δίνοντας δίοδο στις κρυφές σκοτεινές πτυχές ενός ανθρώπου, είτε αποκαλύπτοντας τα εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας, η δύναμη της αποτύπωσης του φωτογραφικού, και κατ’ επέκταση κινηματογραφικού, φακού αποδεικνύεται σαρωτική και κρίσιμη για την διατήρηση της ιστορικής και της συναισθηματικής αλήθειας. Τα υπόλοιπα παραμένουν ερωτήματα προς εξερεύνηση για κάποια άλλη φορά.