Η Βιτόρια, 40άρα ιδιοκτήτρια κομμωτηρίου στη Νάπολι, σύζυγος ξυλουργού που την υπεραγαπά και μητέρα τριών αγοριών εκ των οποίων το πρωτότοκο εργάζεται δίπλα της, θέλει οπωσδήποτε να αποκτήσει ένα κοριτσάκι. Δεν πρόκειται για επιθυμία απλώς, αλλά για εμμονή που θα τη φέρει σε σύγκρουση σχεδόν με όλο το περιβάλλον της, το ανίκανο να κατανοήσει γιατί. Έχοντας αποκλείσει τη βιολογική λύση, θα ερευνήσει την πιθανότητα της υιοθεσίας, παρά τις αντιρρήσεις του άντρα της. Μόνο που η γραφειοκρατία είναι πυκνή, ενώ οι αιτήσεις αφορούν μονάχα το εξωτερικό και δε σού επιτρέπουν επιλογή φύλου.
Μονάχα στους τίτλους τέλους θα μάθουμε πως η ταινία των Αλεσάντρο Κασίγκολι και Κέισι Κάουφμαν διασκευάζει ελεύθερα μια αληθινή ιστορία από τη δεκαετία του 2010. Θα έπρεπε ίσως να το ξέρουμε από την αρχή. Αντ’ αυτού, το φιλμ ξεκινά κατευθείαν με μια επίσκεψη της Βιτόρια σε αστρολόγο, που τής λέει μέσα από κάρτες Ταρώ πως δε φαίνεται νέο παιδί, και αμέσως μετά στον γιατρό της, στον οποίο εκμυστηρεύεται πως κατατρύχεται εδώ και καιρό από ένα όνειρο με τον εκλιπόντα πατέρα της να κρατά από το χέρι ένα κοριτσάκι πριν το αφήσει να έρθει προς τη μεριά της.
Με άλλα λόγια, η πηγή της εμμονής είναι σαφέστατα προσωπική. Όχι μόνο δεν έχει να κάνει με τον παραμικρό εξωτερικό παράγοντα, οικογενειακό ή κοινωνικό, αλλά δεν εξηγείται ούτε επιστημονικά στο ξεδίπλωμα της ιστορίας. Είναι ένας ψυχολογισμός που πηγάζει από ένα καπρίτσιο, καθαρά και σκέτα, με μεταφυσικό έρεισμα, επίσης καθαρά και σκέτα.
Ωστόσο, είναι βέβαιο πως, εφόσον ξέρεις για την αυθεντικότητα του χρονικού από πριν, όπως και για εκείνη των ερασιτεχνών ηθοποιών, εκ των οποίων οι περισσότεροι (μαζί και η πρωταγωνίστρια Μαριλένα Αμάτο) υποδύονται τους εαυτούς τους, αποκλείεται να μη σε παρασύρουν τα άγχη και οι δοκιμασίες της Βιτόρια, ειδικά έτσι ρυθμικά και απέριττα που κοπτοράπτονται από το σκηνοθετικό δίδυμο (ο Κασίγκολι υπογράφει και το μοντάζ) και καδράρονται αδιάλειπτα σε γνήσιους χώρους και μέσα στις φυσικότερες δυνατόν καταστάσεις. Ειδικά στο δεύτερο μισό του 80λεπτου μόλις φιλμ και μέχρι την αδιαμφισβήτητα συγκινητική σεκάνς του φινάλε στο ίδρυμα, όπου το δάκρυ πέφτει σα βροχή (βάζουμε και την αφεντιά μας μέσα). Όμως, αλήθεια, γιατί να δραματοποιήσεις μια ιστορία (και ενίοτε να υπερδραματοποιήσεις με αχρείαστες μουσικές ενθέσεις -αλλά αυτό είναι ένα μόνιμο πρόβλημα των οπερατικής προέλευσης, αγκιστρωμένων στον συναισθηματισμό Ιταλών) όταν έχεις ήδη στην υπηρεσία σου τα πραγματικά πρόσωπα και τους πραγματικούς χώρους; Γιατί να μην κάνεις κατευθείαν ένα ντοκιμαντέρ;
Ακόμα, γιατί να χρειάζεται να έχεις όλη την πληροφορία μιας ταινίας πριν τη δεις;