Τραβάει την καρέκλα του ώστε να προστατευτεί από τη βροχή που ακόμα πέφτει δυνατά. «Βρετανικός καιρός για να αισθανθείτε σαν το σπίτι σας» του λέω. «Σας ζητώ συγγνώμη. Μάλλον τον έφερα μαζί μου» απολογείται. «Μην ανησυχείτε. Βρέχει και στην Ελλάδα» προσπαθώ να τον καθησυχάσω, αλλά το βλέμμα του τώρα παίρνει άλλη διάσταση. «Είστε από την Ελλάδα; Εχω πάρα πολλούς φίλους Ελληνες. Φιλοξενούσα αυτές τις μέρες δύο φιλικά ζευγάρια και μου τα έλεγαν. Είναι απίστευτο αυτό που σας έχει συμβεί. Τραγικό...» Απλός, γοητευτικός, συμπαθέστατος. Δεν υπάρχει λύπηση στη φωνή του, αλλά πραγματικό ενδιαφέρον. Ομως δεν είναι η στιγμή να μιλήσουμε για την Ελλάδα. Ειδικά όταν ο τίτλος αυτού του κειμένου θα είναι πιθανότατα... «Broken».
Είστε χρόνια θεατρικός ηθοποιός και σκηνοθέτης. Είχατε πάντα στο μυαλό σας να περάσετε και στο σινεμά;
Πάντα θεωρούσα ότι θα ήταν συναρπαστικό να γυρίσω μια ταινία. Νομίζω ότι όλοι οι σκηνοθέτες, σε όποιο μέσο κι αν είμαστε, αγαπάμε πολύ το σινεμά και το θέλουμε πάντα. Βέβαια είναι πολύ πιο εύκολο να μιλάς στη θεωρία για αυτή σου τη φιλοδοξία, από το να την πραγματοποιήσεις. Την πρώτη φορά που συζήτησα σοβαρά με παραγωγούς για να γυρίσω ταινία ήταν ...το 1992. Μου πήρε 20 χρόνια λοιπόν.
Τι συνέβη ενδιάμεσα;
Σκηνοθετούσα πολύ θέατρο. Στην Βρετανία είμαστε περισσότερο θεατρική πιάτσα. Ναι, φυσικά, υπάρχει κινηματογραφική κουλτούρα και ιστορία. Ομως το θέατρο κάπως σκεπάζει τα πάντα. Προσωπικά, θέατρο σπούδασα ως ηθοποιός, στο θέατρο εργάστηκα – δεν έπαιξα ποτέ σε ταινίες. Ισως για αυτό η πιο φυσική μετάβαση για μένα, όταν αποφάσισα να σκηνοθετήσω, ήταν το θέατρο. Πάντως πιστεύω ότι όταν αποφασίζεις ότι θέλεις να σκηνοθετήσεις είναι καλό να ξεκινάς από χαμηλά, να μαθαίνεις τις διάφορες τεχνικές θέσεις, να ξέρεις τι ανάγκες έχουν οι ηθοποιοί. Εγώ αυτή την προϋπηρεσία την απέκτησα στο θέατρο. Οπότε νιώθω ότι όλα αυτά τα χρόνια σε κάτι προσέφεραν.
Μέσα από την ταινία, δείχνετε μία μοναδική ικανότητα να καταλαβαίνετε και να αποτυπώνετε τα ελαττώματα των συμπατριωτών σας. Ασκείτε κριτική στους Αγγλους...
Είμαι Αγγλος, γεννήθηκα στην Αγγλία, αλλά πέρασα τα παιδικά μου χρόνια στην Νιγηρία, την Αιθιοπία και την Μαλαισία. Ο πατέρας μου ήταν καθηγητής σε πανεπιστήμια σ' αυτές τις χώρες, έτσι η οικογένειά μας τον ακολουθούσε σε κάθε νέο του πόστο. Νομίζω ότι αυτό με έκανε να βλέπω την Αγγλία με μία πιο αντικειμενική ματιά. Η ιστορία της ταινίας, αν κάτι δείχνει, είναι πόσο κλειδωμένοι είμαστε σαν άνθρωποι. Είμαστε πολύ ευγενικοί, αλλά σε σημείο που καταπιεζόμαστε, δεν εκφράζουμε τι νιώθουμε. Σε άλλες κοινωνίες, όπως η Ελλάδα, οι κάτοικοι θα είχαν μιλήσει. Θα είχαν σταματήσει τι γίνεται γιατί θα έκαναν ερωτήσεις, θα ανακατευόντουσαν. Εμείς μένουμε κουμπωμένοι. Μην με παρεξηγήσετε: έχουμε και πολλές αρετές, εμείς οι Βρετανοί. Εχουμε πειθαρχία και θέληση και ψυχή. Αλλά δεν επικοινωνούμε. Κι αυτό το βρίσκω τραγικό.
Συνήθως όταν επιλέγει κανείς την πρώτη του ταινία, επιλέγει ένα θέμα που είναι αρκετά προσωπικό. Τι σας συνδέει με το βιβλίο του Ντάνιελ Κλέι; Τι θέλατε να πείτε με αυτή την ταινία;
Θα σας έλεγα ψέματα αν ισχυριζόμουν ότι αυτή ήταν η πρώτη ταινία που ήθελα να κάνω και για αυτό μπορώ να σας απαντήσω στην ερώτησή σας με κάτι βαθυστόχαστο. Η αλήθεια είναι ότι κυνηγούσα 3-4 πρότζεκτ μαζί, απλά έτυχε να μπορεί να γίνει αυτό. Ομως, φυσικά, επέλεξα αυτό το βιβλίο γιατί μου μίλησε. Το διάβασα και με άγγιξε – πρώτα από όλα σαν γονιό. Νομίζω ότι όταν γίνεσαι πατέρας είσαι σ' έναν συνεχή αγώνα να προστατεύσεις το παιδί σου. Τι σημαίνει προστασία βέβαια είναι μία πολύ μεγάλη κουβέντα. Απλά δεν μπορούμε να δεχτούμε ότι τα παιδιά μας, μοιραία, θα έρθουν σε επαφή με το κακό. Δεν μπορούμε να τα θωρακήσουμε στ' αλήθεια. Θα χάσουν την αθωότητά τους. Και όταν χάνει το παιδί σου την αθωότητά του νιώθεις ότι τη χάνεις κι εσύ, ξανά, από την αρχή. Αυτό με άγγιξε πολύ στην ταινία. Αυτή την ιστορία ήθελα να πω.
Πόσο cool ήταν που δέχτηκε να παίξει ο Τιμ Ροθ τον πρωταγωνιστικό ρόλο;
Πολύ cool. Την μέρα που το έμαθα, ένιωσα ότι όλα θα πάνε καλά. Ξέρετε, θα ήταν εύκολο να παίξει τον πιο βίαιο ρόλο του οργισμένου πατέρα. Δέχτηκε όμως να παίξει κάτι εγκεφαλικό, κάτι άλλο από αυτό που κάνει συνήθως. Είναι πάντα υπέροχο για ένα σκηνοθέτη να τον εμπιστευτεί ο ηθοποιός του και να παίξει έναν κόντρα ρόλο.
Εκείνος μας είπε ότι τον έπεισε μία ιδιαίτερα ευφής συζήτηση που είχατε οι δυο σας στο τηλέφωνο...
(γελάει) Κοιτάξτε: νομίζω ότι ο Τιμ έχει βαρεθεί τους ανθρώπους που προσπαθούν να τον πείσουν να παίξει στις ταινίες τους και του τάζουν τα πάντα, μόνο και μόνο για να τους πει το ναι. Αναγκάζονται οι συνάδελφοι στο Χόλιγουντ να το κάνουν, γιατί για να πάρει μία ταινία το πράσινο φως, πρέπει να παρουσιάσεις στους παραγωγούς ονόματα. Star power. Εγώ όμως έχω χτισμένη καριέρα στο θέατρο. Η ζωή μου δεν κρέμεται από το να γυρίσω την επόμενη ταινία ή όχι. Οπότε δεν τον παραμύθιασα, του είπα την αλήθεια: θέλω πολύ να γυρίσω αυτή την ταινία γιατί θέλω να πω αυτή την ιστορία. Θέλει να την πούμε μαζί; Καλώς. Δε θέλει; Δεν πειράζει, θα την πω με κάποιον άλλον. Νομίζω ότι το εκτίμησε.
Η διαδικασία της σκηνοθεσίας μιας ταινίας κατά πόσο διαφέρει από τις εμπειρίες σας στο θέατρο; Ποιο κομμάτι της βρήκατε πιο ενδιαφέρον;
Η γενικότερη αντίληψη της αφήγησης μιας ιστορίας είναι ίδια. Ομως όλα τα τεχνικά διαφέρουν. Οι συνεργασίες διαφέρουν. Εχω να δω τον σεναριογράφο μου μήνες ολόκληρες. Χθες ήταν η κινηματογραφική πρεμιέρα. Αν ήταν η θεατρική, θα είχα τον συγγραφέα δίπλα μου. Θα τη βλέπαμε και θα κρατούσαμε σημειώσεις – τι δεν λειτουργεί, τι θα μπορούσαμε να αλλάξουμε. Αντίθετα, σε μια ταινία υπάρχει αυτή η υπέροχη δυνατότητα δημιουργίας στο μοντάζ. Μπορεί να έχεις στο μυαλό σου έναν άλλο τρόπο αφήγησης και πηγαίνοντας στο μοντάζ, ο μοντέρ σου να σου πει «ας το κάνουμε έτσι, θα έχει πιο ενδιαφέρον» και ξαφνικά να βρεθείς με μία άλλη ταινία στα χέρια σου. Αυτό με ενθουσιάζει! Είναι σαν να κόβεις και να ξαναμοιράζεις την τράπουλα.
Υπήρξε διαφορά και στην καθοδήγηση των ηθοποιών; Στο θέατρο όλοι είναιπιο εκφραστικοί. Οι κινηματογραφικοί κάμερα απαιτεί αφαίρεση...
Φυσικά. Εκεί εμπιστεύτηκα τον Τιμ και τον Κίλιαν (σ.σ. Μέρφι). Εχουν τόσο μεγάλη εμπειρία οι δυο τους που ήξεραν ακριβώς τι έκαναν και τους ακολουθούσα. Παραδείγματος χάρη, γυρίζαμε μια σκηνή και έλεγα στον Τιμ «πολύ ωραία, μπορείς να μου δώσεις τώρα κάτι παραπάνω;». Και μου απαντούσε «όχι». Μετά στο μοντάζ έβλεπα ότι είχε δίκιο. Το είχα. Δεν ήξερα ότι το είχα, αλλά το είχα. Αυτό είναι το σινεμά. Αφουγκράζεσαι, δεν βλέπεις ξεκάθαρα.