«Δεν με ενδιαφέρει να με θυμούνται σαν έναν μεγάλο σκηνοθέτη. Θέλω να με θυμούνται σαν έναν παραμυθά.»
Δύο ήταν τα μεγαλύτερα όνειρα του Ρίτσαρντ Ατένμπορο.
Το πρώτο έγινε πραγματικότητα το 1982, όταν ο Ατένμπορο γύρισε το «Γκάντι» για να κερδίσει εκείνη τη χρονιά το Οσκαρ Καλύτερης Ταινίας και Σκηνοθεσίας και σειρά άλλων βραβείων που τον έκαναν παγκοσμίως γνωστό ως έναν από τους μεγαλύτερους σκηνοθέτες της δεκαετίας.
Το δεύτερο, μια ταινία για τον Τόμας Πέιν, τον Βρετανό ακτιβιστή, φιλόσοφο και συγγραφέα που συμμετείχε στη συγγραφή της Αμερικανικής Διακήρυξης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, δεν θα γινόταν ποτέ πραγματικότητα. «Κανείς δεν θέλει να το κάνει. Κανείς. Γιατί είναι πολιτική, γιατί είναι ταινία εποχής, γιατί δεν έχει κανένα από αυτά τα στοιχεία που υποτιθέμενα χρειάζεται μια ταινία για να γίνει εμπορική επιτυχία.», είχε δηλώσει μέσα στα χρόνια ο Ατένμπορο που το 2008 είδε δύο κινηματογραφιστές από το Λούτον να οργανώνουν μια καμπάνια προκειμένου να συγκεντρώσουν το ποσό των 40 εκατομμυρίων λιρών μέσα σε 400 ημέρες προκειμένου να καταφέρει να κάνει την ταινία. Ο στόχος δεν επετεύχθη, τα χρήματα που είχαν συγκεντρωθεί μέχρι τότε επεστράφησαν και η ταινία δεν έγινε ποτέ.
Η καμπάνια είχε τον τίτλο «Ενα δώρο για τον Ντίκι», αφού Ντίκι ήταν το όνομα με το οποίο γνώριζαν τον Ατένμπορο οι δικοί του άνθρωποι, οι φίλοι του, όσοι συνεργάστηκαν μαζί του και ήξεραν πως το πείσμα, μαζί με το πηγαίο χαμόγελό του και την αστείρευτη όρεξή του για ζωή, ήταν τα κύρια χαρακτηριστικά του χαρακτήρα του.
Brighton Rock
O Ρίτσαρντ Ατένμπορο γεννήθηκε στις 29 Αυγούστου του 1923 στο Κέιμπριτζ, ο μεγαλύτερος από τα τρία αγόρια της Μέρι και του Φρέντερικ Λέβι Ατένμπορο - τα αδέρφια του είναι ο Σερ Ντέιβιντ Ατένμπορο (ο «Attenberg» της Αθηνάς Τσαγγάρη), ο διάσημος φυσιοδίφης και παρουσιαστής ντοκιμαντέρ για τη φύση και ο εκλιπών το 2012 Τζον Μάικλ Ατένμπορο, διευθυντικό στέλεχος της Alfa Romeo. Πριν ακόμη τις σπουδές του στη Βασιλική Ακαδημία Δραματικών Τεχνών, ο Ρίτσαρντ είχε ξεκινήσει καριέρα ηθοποιού στο Little Theatre του Λέισεστερ, ενώ κατά τη διάρκεια της θητείας του στη Βασιλική Αεροπορία κατά τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου έγινε μέλος του κινηματογραφικού συνεργείου της Αεροπορίας στα Pinewood Studios, παίζοντας σε προπαγανδιστικά φιλμ. Το ντεμπούτο του θα γινόταν το 1942 στο «In Which We Serve» σε σκηνοθεσία του Νόελ Κάουαρντ και του Ντέιβιντ Λιν, μόνο που το όνομά του δεν αναφέρθηκε ποτέ στα credits από αμέλεια. Ο ρόλος όμως του δειλού μικροαπατεώνα θα τον στιγμάτιζε, παίζοντας τον ξανά και ξανά σε ταινίες όπως το «London Belongs to Me» του 1948, το «Morning Departure» του 1950 και τον ρόλο που τον έκανε διάσημο ως Πίνκι Μπράουν στην κινηματογραφική διασκευή του «Brighton Rock» του Γκρέιαμ Γκριν το 1947 σε σκηνοθεσία του Τζον Μπούλτινγκ - έτσι ακριβώς όπως τον είχε ξαναπαίξει στο Garrick Theatre το 1942.
The Flight of the Phoenix
Μέχρι και το 1979, ο Ρίτσαρντ Ατένμπορο θα συνέχιζε με επιτυχία τόσο την κινηματογραφική όσο και τη θεατρική του καριέρα ως ηθοποιός. Μαζί με τη συζύγό του (την ηθοποιό Σίλα Σιμ) θα ανήκε στο αυθεντικό καστ της «Ποντικοπαγίδας» που άνοιξε στο Ambassadors Theatre και που συνεχίζεται ακόμη και ως σήμερα να παίζεται με επιτυχία στη Μ.Βρετανία, ενώ μέσα σε 30 χρόνια έπαιξε σε κωμωδίες (όπως το «Private Progress» του 1956 και το «I'm All Right Jack» του 1959), σε χολιγουντιανές υπερπαραγωγές (όπως το «The Great Escape» του Τζον Στέρτζες του 1963), βρετανικά δράματα όπως το «Guns at Batasi» του 1964 (που του χάρισε ένα βραβείο BAFTA καλύτερου ηθοποιού) και τρεις από τις πιο γνωστές του ταινίες, το «The Flight of the Phoenix» του 1967, το «The Sand Pebbles» και το «Doctor Dolittle» του 1968.
Doctor Dolittle
Για τις δύο τελευταίες κέρδισε συνεχόμενα Χρυσές Σφαίρες Β' Ανδρικού Ρόλου, ενώ το 1977 έπαιξε στο «The Chess Players» του Σατγιαζίτ Ρέι, πριν συνεργαστεί με τον Οτο Πρέμινγκερ στο «Human Factor» του 1979, δίπλα στον Σερ Τζον Γκίλγκουντ και αποφασίσει να σταματήσει την καριέρα του ως ηθοποιός. Βλέπετε είχε έρθει η ώρα για να γίνει πραγματικότητα το πρώτο του μεγάλο όνειρο στη ζωή του ως κινηματογραφιστής...
O Ρίτσαρντ Ατένμπορο, παράλληλα με την καριέρα του ως ηθοποιός, είχε ξεκινήσει να ασχολείται με την παραγωγή από τα τέλη της δεκαετίας του '50 και με τη σκηνοθεσία από τα τέλη της δεκαετίας του '60. Η πρώτη του ταινία ως σκηνοθέτης ήταν το «Oh! What a Lovely War» του 1969, αλλά τίποτα δεν θα μπορούσε ποτέ να συγκριθεί με το «Γκάντι» που το 1982 του χάρισε το Οσκαρ Καλύτερης Ταινίας και Σκηνοθεσίας (η ταινία συγκέντρωσε συνολικά οκτώ βραβεία), μετά από 18 χρόνια που προσπαθούσε να την κάνει πραγματικότητα.
Με τον Μπεν Κίνγκσλεϊ στα γυρίσματα του «Γκάντι»
Η πρώτη προσπάθεια του Ατένμπορο για να γυρίσει μια βιογραφία του Γκάντι ήταν το 1959, όταν ο παραγωγός Γκαμπριέλ Πασκάλ κατάφερε να κλείσει μια συμφωνία με τον τότε Πρωθυπουργό της Ινδίας για μια ταινία πάνω στον Γκάντι, αλλά ο θανατός του Πασκάλ το 1954 ναυάγησε το πρότζεκτ. Η δεύτερη προσπάθεια έγινε το 1962, όταν ο Ατένμπορο ξεκίνησε να δουλεύει σε ένα σενάριο πάνω στη βιογραφία που είχε γράψει ο Λούις Φίσερ για τον Γκάντι, έχοντας την πλήρη στήριξη του Τζαβαχαρλάλ Νεχρού αλλά και της κόρης του Ιντιρα Γκαντι. Ο θάνατος του Νεχρού, όμως, το 1964, ναυάγησε για δεύτερη φορά το πρότζεκτ. Ο Ατένμπορο θα απευθυνόταν στον Ντέιβιντ Λιν, που επίσης επιθυμούσε να κάνει μια ταινία για τον Γκάντι. Ο Λιν συμφώνησε παροδικά, με τον Ατένμπορο απλό πρωταγωνιστή, αλλά τελικά άλλαξε σχέδια γυρίζοντας την «Κόρη του Ράιαν». Το πρότζεκτ ανεσύρθη ξανά το 1976 με την υποστήριξη της Warner, αλλά η έκρυθμη κατάσταση στην Ινδία δεν θα επέτρεπε τα γυρίσματα εκεί. Τελικά το 1980, ο Ατένμπορο κατάφερε να εξασφαλίσει τα χρήματα και να πείσει την Ιντιρα Γκάντι να χρηματοδοτήσει μέρος του πρότζεκτ που ολοκληρώθηκε το Μάιο του 1981.
O Ρίτσαρντ Ατένμπορο θα συνέχιζε να σκηνοθετεί - με πιο γνωστές δουλειές του την κινηματογραφική μεταφορά του μιούζικαλ «A Chorus Line» το 1987, το «Cry Freedom» του 1987, βασισμένο στη ζωή του ακτιβιστή της Νοτίου Αφρικής Στιβ Μπίκο και φυσικά το «Chaplin» του 1992 με τον Ρόμπερτ Ντάουνι Τζιούνορ στον πρωταγωνιστικό ρόλο. Το 1993 θα γύριζε το «Shadowlands» με τον Αντονι Χόπκινς και τη Ντέμπρα Γουίνγκερ, το 1996 το «In Love and War» με τη Σάντρα Μπούλοκ και τον Κρις Ο' Ντόνελ βασισμένο στη ζωή του Ερνεστ Χέμινγουεϊ, το 1999 το «The Grey Owl» με τον Πιρς Μπρόσναν και το 2007 θα σκηνοθετούσε την τελευταία του ταινία, το «Closing the Ring» με την Σίρλεϊ ΜακΛέιν και τον Κρίστοφερ Πλάμερ.
Jurassic Park
To 1993 και ενώ ο Ρίτσαρντ Ατένμπορο είχε να εμφανιστεί ως ηθοποιός σε ταινία από το 1979, θα δεχόταν με περισσή χαρά την πρόταση του Στίβεν Σπίλμπεργκ να πρωταγωνιστήσει στο «Jurassic Park», ξεπληρώνοντας έτσι το χρέος που πάντοτε ένιωθε ότι χρωστούσε στον «ιδιοφυή» σκηνοθέτη επειδή του στέρησε το Οσκαρ Καλύτερης Ταινίας για τον «Ε.Τ.» το 1982. Μεγάλος θαυμαστής του Ατένμπορο, ο Σπίλμπεργκ τον ήθελε και για το ρόλο του Τουτλς στο «Hook», αλλά ο Ατένμπορο γύριζε εκείνη την εποχή το «Chaplin» και έτσι θα έπρεπε να περιμένει μέχρι το 1993, ώστε να γίνει ξανά διάσημος στο ρόλο του Τζον Χάμοντ στο blockbuster που έσπασε τα ταμεία και τον έκανε να δηλώσει πως «αν ο Σπίλμπεργκ με φώναζε για το "Jurrasic Park 4" θα πήγαινα σαν τρελός. Ο Ατένμπορο έπαιξε και στο sequel του 1997, θα χάριζε την ευγενική του φυσιογνωμία στο ριμέικ του «Miracle on 34th Street» το 1994, θα έπαιζε τον μοναδικό του Σαίξπηρ στο σινεμά στον «Αμλετ» του Κένεθ Μπράνα το 1996 και θα συνέχιζε να παίζει μικρούς ρόλους όπως στο «Elizabeth» του Σεκάρ Καπούρ το 1998.
Ενεργός ακτιβιστής για τα ανθρώπινα δικαιώματα, Πρόεδρος της φιλανθρωπικής καμπάνιας για τη μυική δυστροφία στη Μ. Βρετανία, συχνός επισκέπτης-καθηγητής στο Waterford Kamhlaba United World College της Νοτίου Αφρικής, όπου ίδρυσε τμήματα οπτικοακουστικής τέχνης και μάθησης, παθιασμένος υποστηρικτής των εργατικών δικαιωμάτων στη βιομηχανία, χρίστηκε βαρώνος από το βρετανικό παλάτι και παρέμεινε μέχρι το τέλος της ζωής του οπαδός και τιμητικός αντιπρόεδρος της ποδοσφαιρικής ομάδας της Τσέλσι και περήφανος συλλέκτης κεραμικών του Πικάσο από την δεκαετία του '50. Το 2004, η μεγαλύτερη κόρη του, Τζέιν Χόλαντ, αλλά και η 15χρονη εγγονή του βρήκαν φρικτό θάνατο στο τσουνάμι που χτύπησε την Ταϊλάνδη όπου βρίσκονταν για διακοπές. Ο ίδιος είχε δηλώσει για τη μέρα της κηδείας τους πως ήταν η χειρότερη μέρα της ζωής του.
Οσοι τον γνώριζαν ήξεραν όμως πως η αγάπη του Ρίτσαρντ Ατένμπορο για τη ζωή ήταν μεγαλύτερη από κάθε δυστυχία. Οπως ήξεραν καλά πως η αγαπημένη του φράση ήταν αυτή που χρησιμοποιούσε τόσο εύστοχα ώστε κανείς να μην μπορεί να του αρνηθεί τίποτα, είτε αυτό ήταν κάποιος ηθοποιός είτε μια συνεισφορά στις φιλανθρωπικές του δράσεις. Λέγεται πως έμαθε αυτήν την τεχνική από τη μητέρα του, που κατά τη διάρκεια του πολέμου συγκέντρωσε τους γιους της και τους είπε πως σκέφτεται να πάρει στο σπίτι δύο ορφανά κορίτσια εβραϊκής καταγωγής που είχαν μείνει ορφανά, αλλά μόνο αν αυτοί δεν είχαν αντίρρηση. Η φράση ήταν «Entirely up to you, darling» - ακριβώς όπως ο τίτλος της αυτοβιογραφίας του που κυκλοφόρησε το 2008.
Την ίδια εποχή ένα εγκεφαλικό θα τον ακινητοποιούσε σε αναπηρική καρέκλα, την ίδια εποχή που η 90χρονη σύζυγός του διαγνώστηκε με γεροντική άνοια. Το Μάρτιο του 2013, πούλησε το σπίτι του και τα γραφεία του προκειμένου να μεταφερθεί μαζί με τη σύζυγό του σε μια κλινική στο Λονδίνο. Πέντε μέρες πριν τα 91α του γενέθλια, ο Ρίτσαρντ Ατένμπορο πέθανε αφήνοντας φτωχότερη τη βρετανική κινηματογραφική βιομηχανία.
Οταν τον ρώτησαν κάποτε πως θα ήθελε να πεθάνει είχε πει: «Θα ήθελα να είναι η τελευταία μέρα του γυρίσματος. Να πω "cut" και να πέσω από το δέντρο.»
Δείτε εδώ τον Ρίτσαρντ Ατένμπορο να παραλαμβάνει το Οσκαρ Σκηνοθεσίας και Καλύτερης Ταινίας το 1982 για το «Γκάντι»:
Διαβάστε ακόμη:
Tags: Ρίτσαρντ Ατένμπορο