Ο Πορφίριο είναι ανάπηρος από τη μέση και κάτω. Μια σφαίρα αστυνομικού τον βρήκε στη σπονδυλική στήλη και του ακινητοποίησε τη ζωή. Περνά τη μέρα του από το αναπηρικό καροτσάκι στο κρεβάτι, εξαρτημένος από τη βοήθεια του χαραμοφάη γιου του και της φιλενάδας του που μένει στη διπλανή πόρτα, στο φτωχό, μικρό χωριό τους στις παρυφές του Αμαζονίου.
Παρόλ’ αυτά ο Πορφίριο κάνει το καλύτερο που μπορεί: βγάζει λίγα χρήματα πουλώντας λεπτά χρήσης του κινητού του τηλεφώνου, φροντίζει την καθαριότητά του και προσπαθεί να εξασφαλίσει την αποζημίωσή του από το κράτος – εις μάτην.Για τα εννενήντα λεπτά της ταινίας, η καθημερινότητα του Πορφίριο γεμίζει την οθόνη, με την κάμερα να τον παρακολουθεί, σταθερή, ακίνητη σαν τον ήρωά της. Η φωτογραφία του Θύμιου Μπακατάκη σχηματίζει πίνακες που αναπνέουν ζέστη και ζωή. Ο χρόνος κυλά αργά και η ιδιαιτερότητα του Πορφίριο κρατά το ενδιαφέρον ως κάτι το αξιοπερίεργο και κατά στιγμές συγκινητικό. Ενας άντρας που προσπαθεί να κρατήσει τη λατινομερικάνικη υπερηφάνεια και την ανθρώπινη αξιοπρέπειά του είναι τραβηχτικό αντικείμενο για μια ταινία και η βραδύτητα της παρατήρησης, η επαναληπτικότητα της ρουτίνας του, δίνει το χρόνο να γίνει ο Πορφίριο συμπαθής, να διακριθεί η προσωπικότητά του πέρα από τη γκροτέσκα φιγούρα του.
Και ξαφνικά, δέκα λεπτά πριν το τέλος, μ’ ένα τραγουδάκι που λέει κοιτάζοντας στην κάμερα, μαθαίνουμε ότι η ζωή του πήρε άλλη τροπή, ότι τα έβαλε με το κράτος, ότι πήρε τη δικαιοσύνη στα χέρια του. Μπέρδεμα. Μια ταινία, χαρακτηριστικά λατινοαμερικάνικη, που δίνοντας έμφαση στη λεπτομέρεια σχολιάζει την ανθρώπινη μοίρα, βιαστικά στο τέλος κάνει την ανατροπή και αφηγείται όλη τη δράση του ήρωά της, αφήνοντας τον θεατή ν’ αναρωτιέται αν η κατάληξη ήταν τόσο ασήμαντη που συμπυκνώθηκε σε λίγα λεπτά, ή, αν ήταν πράγματι δευτερεύουσας σημασίας, γιατί μας περίμενε στη γωνία;
Διαβάστε τι είπε στο flix ο Θύμιος Μπακατάκης