Ο Ντέιβ Βαν Ρονκ μπορεί να μην σας λέει πολλά ως όνομα. Στα καφέ του Βίλατζ στη Νέα Υόρκη του '60, όμως, ήταν ο αδιαφιλονίκητος βασιλιάς. Ή μάλλον, ο δήμαρχος - «Ο Δήμαρχος της Οδού Μακ Ντούγκαλ» όπως ήταν και το παρατσούκλι του.
Μπλουζ, φολκ, γκόσπελ, ροκ, σουίνγκ, τζαζ της Νέας Ορλεάνης. Με μια κιθάρα και μια φυσαρμόνικα, οι εμφανίσεις του ξεκίνησαν το ακουστικό ρεύμα της φολκ μουσικής που απογειώθηκε στην επαναστατική δεκαετία του '60 κι έβγαλε προσωπικότητες όπως ο Μπομπ Ντίλαν και η Τζόνι Μίτσελ.
Οσοι έζησαν από κοντά αυτές τις εποχές μιλούν για μία πολυτάλαντη, γοητευτική προσωπικότητα. Πρώτα απ' όλα, η φυσική του παρουσία (ψηλός και επιβλητικός) δεν περνούσε απαρατήρητη, αλλά ήταν το χάρισμά του να ακινητοποιεί τα πλήθη με την αφήγηση των ιστοριών του (τόσο στα ίδια του τα τραγούδια, όσο και ενδιάμεσα συνομιλώντας με το κοινό) που τον είχαν μετατρέψει σε θρυλική φιγούρα του ανατολικού Βίλατζ.
Εκτός όμως από το μουσικό του ταλέντο ήταν γνωστός για την αριστερή πολιτική του δράση, τη συμμετοχή του σε fanzines επιστημονικής φαντασίας (η οποία αποτελούσε τη μεγάλη του αγάπη) και... τη μαγειρική του.
Οι Κοέν λοιπόν μάλλον βρήκαν μία φιγούρα που ταιριάζει στην εκκεντρική τους άποψη για τα πράγματα, αλλά και τη γνήσια αγάπη τους για την μουσική, η οποία, ούτως ή άλλως, πολλές φορές πρωταγωνιστεί στις ταινίες τους, επιβεβαιώνοντας τελικά πως η καινούρια τους ταινία είναι ένα περίπου...μιούζικαλ.
Οι ίδιοι δεν έχουν αποκαλύψει περισσότερες λεπτομέρειες για το πώς έχουν οραματιστεί αυτή τη βιογραφία, ούτε για το αν θα πατήσουν πάνω στα απομνημονεύματα του Βαν Ρονκ, που φέρουν τον τίτλο «Ο Δήμαρχος της Οδού Μακ Ντούγκαλ» και κυκλοφόρησαν λίγο μετά το θάνατό του το 2002.
Το μόνο που αποκάλυψαν μιλώντας σε διάλεξη στο Lincoln Center πριν από λίγο καιρό είναι ότι «θα επιχειρήσουν ένα νατουραλιστικό δείγμα κινηματογραφικής γραφής».
«Ακουστικοί» Κοέν λοιπόν. Για να δούμε...