Ενας κάποτε διάσημος ποπ σταρ, έγραφε στις δόξες του καταθλιπτικές μπαλάντες που άγγιζαν εκατομμύρια ανθρώπους και χάρισαν στον ίδιο εκατομμύρια. Μόνο που δύο από τους έφηβους που ορκίζονταν στην αλήθεια της μουσικής του αυτοκτόνησαν. Κι εκείνος σταμάτησε να παίζει μουσική. Τώρα, 20 χρόνια μετά, μουδιασμένος και αγέλαστος, ξυπνάει καθημερινά στον πύργο του στο Δουβλίνο και συνεχίζει να τοποθετεί άτσαλα το μακιγιάζ του, να φιλάει την επί 35 χρόνια γυναίκα του, και να παίρνει τους δρόμους – πάντα σέρνοντας κάτι: συνήθως το καλάθι με τα ψώνια του σούπερ μάρκετ.
Μέχρι εκείνη τη στιγμή γελάμε. Ο Σορεντίνο («Il Divo») ανοίγει και κλείνει τα κάδρα του γύρω από ένα quirky ήρωα, μια καρικατούρα. Ενας goth 50άρης είναι ένα κωμικό θέαμα. Πρέπει να αφήσεις λίγο το χρόνο να τρέξει για να αισθανθείς την πραγματική θλίψη. Αρχικά, μόνο απορείς. Επιλογή του δεν είναι η decadent ροκ εμφάνιση; Γιατί την κουβαλάει κάπως ντροπιασμένα; Γιατί μιλάει έτσι; Γιατί είναι ένα σχήμα του εαυτού του; «Με τόσα ναρκωτικά που έχω πάρει, απορώ πώς απέφυγα το τσιγάρο» ξεστομίζει κάποια στιγμή. «Είναι γιατί αρνήθηκες να μεγαλώσεις και παραμένεις πεισμωμένα παιδί. Μόνο τα παιδιά δεν νιώθουν την ανάγκη να καπνίσουν» εισπράττει την απρόσμενη απάντηση.
Και τότε η ταινία δεν αλλάζει (ο Σορεντίνο επιμένει να κινηματογραφεί ιδιοσυγκρασιακές αλλόκοτες σκηνές και σουρεάλ διαλόγους), αλλά αλλάζουμε εμείς την ανάγνωσή της. Το ότι ο ήρωας επιστρέφει πίσω στην Νέα Υόρκη για την κηδεία του πατέρα του με τον οποίο δεν είχαν μιλήσει για 30 χρόνια, βοηθά. Κατανοούμε γιατί ο Τσεγιέν μιλάει έτσι, όπως κατανοήσαμε γιατί μιλούσαν έτσι τα παιδιά της ιστορίας του «Κυνόδοντα». Γιατί δεν έχει μεγαλώσει ποτέ. Παραμένει 15χρονο οργισμένο αγόρι που νιώθει ακόμα την ανάγκη να ζωγραφίζει τη διαφορετικότητά του από την υπόλοιπη κοινωνία στον πρόσωπό του. Μόνο που όποιος το έχει σκάσει από το σπίτι, χωρίς να δημιουργήσει ένα άλλο, παραμένει άστεγος. Οποιος δεν ξέρει που πατά, σέρνεται. Σέρνει τα πόδια του, το παρελθόν του, μία μικρή βαλίτσα να του θυμίζει τις πιο βαριές αποσκευές του (είναι ειρωνικό, αλλά ο Σον Πεν μοιάζει να παίζει τον ίδιο ακριβώς ρόλο με την ταινία του Μάλικ, αλλά με εντελώς άλλη προσέγγιση).
Δεν έχει σημασία γιατί ο Σορεντίνο στέλνει τον ήρωά του σε ένα ακόμα μακρύτερο road trip στη χαμένη αμερικανική ενδοχώρα. Ενα εύρημα επινοεί για να σκορπίσει την ταινία του με χαμένους ανθρώπους. Ενας εξαφανισμένος στις τύψεις του γέροντας. Μια γυναίκα αγνοούμενου στρατιώτη. Ενα runaway αγόρι που η μάνα του το περιμένει ακίνητη στο παράθυρο, μέρα και νύχτα. Κάποιοι το έχουν βάλει στα πόδια, κάποιοι κρύβονται, όλοι ψάχνονται. Ο ήρωάς μας, σαν μασκαρεμένος μαύρος άγγελος, τους συναντά σε παράδοξες συμβολικές συνευρέσεις, βλέπει, ακούει, αγγίζει και φεύγει σέρνοντας τη βαλίτσα του.
Ολοι ψάχνουν το δρόμο της επιστροφής. Και πολλές φορές αυτός είναι απροσπέλαστος. Κάποιες άλλες όμως, αρκεί να κοιτάξεις μία τελευταία φορά πίσω, αυτόν που έχεις ήδη διανύσει, για να μπορέσεις να συνεχίσεις ελεύθερα μπροστά. Κόβοντας όσα σε τραβάνε πίσω, και ίσως κόβοντας και τα μαλλιά σου.