Οι θεατές του «Man at Sea», όπως αυτό προβλήθηκε χθες το βράδυ στην πανελλήνια πρεμιέρα του στο Ολύμπιον χωρίζονται σε δύο κατηγορίες: αυτούς που είδαν την καινούρια ταινία του Κωνσταντίνου Γιάνναρη και αυτούς που είδαν μια άλλη εκδοχή της καινούριας ταινίας του Κωνσταντίνου Γιάνναρη.
Δυστυχώς κανείς από τους δύο δεν μπορεί να έχει αντικειμενική άποψη για το «πείραμα» του σκηνοθέτη που επιστρέφοντας από το Βερολίνο ξαναμόνταρε από την αρχή την ταινία, αφαιρώντας και προσθέτοντας υλικό παραδιδόντας τελικά ένα «Director's Cut».
Οι πρώτοι θα κρίνουν μόνο αυτό το τελευταίο και οι δεύτεροι βρίσκονται στη δύσκολη θέση να αποφασίσουν αν το νέο μοντάζ υπήρξε μια σωστή απόφαση εκ μέρους του Γιάνναρη, αν τελικά μια αναδόμηση του υλικού και αρκετές αλλαγές στην αφήγηση και το ρυθμό ήταν αυτό που έλειπε από το «Man at Sea».
Και στις δύο περιπτώσεις το πρόβλημα της αντικειμενικής κρίσης λύνεται εύκολα. Το «Μan at Sea» είναι η ίδια ταινία και στις δύο εκδοχές της.
Μια ταινία κλειστοφοβική, πεσιμιστική, βαθιά ανθρώπινη και ελεγειακή. Μια ταινία που μιλάει για την απώλεια, την ανάγκη του άλλου, το φόβο της συμβίωσης με τα ανοιχτά τραύματα μιας ζωής που ναυαγεί αδιάκοπα στον απέραντο ωκεανό των ενοχών και της αδέκαστης μοίρας.
Στο ίδιο μήκος κύματος με το προηγούμενο έργο του, ο Γιάνναρης κάνει με το «Man at Sea» ένα βήμα πιο μπροστά. Περισσότερο και από τον «Δεκαπενταύγουστο», η εισβολή των ξένων στη ζωή των ηρώων του είναι απλά μια αφορμή για να ξεκινήσει το δράμα, για να ανοίξουν οι λογαριασμοί με το παρελθόν, για να επαναπροσδιοριστούν οι έννοιες της ανθρωπιάς, της άφεσης αμαρτιών, της συγχώρεσης. Ο μικρόκοσμος του δεξαμενόπλοιου δεν είναι παρά μια κοινωνία εν κινήσει που ανίκανη να αποδράσει «προς την ελευθερία» ξεσκίζει τις σάρκες της σε μια βασανιστική ανακύκλωση των επιθυμιών της.
Οσες φορές ο πρωταγωνιστής – πλοίαρχος θα σταματήσει την αποβίβαση των λαθρομεταναστών για να τους προστατεύσει, άλλες τόσες θα έρθει αντιμέτωπος με την εφηβική οργή τους. Σε έναν κλοιό που σφίγγει γύρω του μεταμορφώνοντας τον σε έναν ακόμη «εισβολέα» σε έναν «ξένο» τόπο, η κατάβαση του στην κόλαση (εξαιρετικά δοσμένη στις τελικές στιγμές της απομόνωσης του στο υπόγειο του πλοίου), δεν είναι παρά η διαδρομή ενός ανθρώπου που πρέπει να αποκοπεί από την πραγματικότητα του για να μπορέσει να επιβιώσει. Λαθραίος και ο ίδιος σε μια ζωή που τέλειωσε με τον πνιγμό του γιού του και ανίκανος να αντιμετωπίσει τις (κοσμικές) ενοχές του , έχει μόνο μια επιλογή: να αποδεχθεί το ναυάγιο του για να μπορέσει ίσως να σωθεί κάποια στιγμή όταν ο χρόνος θα το επιτρέψει.
Ο Γιάνναρης τα κάνει όλα σωστά. Εκμεταλλεύεται το επιβλητικό χώρο του δεξαμενόπλοιου, τους δαιδαλώδεις διαδρόμους του, την ταξική χωροταξία του, την απόκοσμη μελαγχολία του. Και μέσα του κινηματογραφεί έναν ανοιχτό μέτωπο ανάμεσα σε ετοιμοπόλεμες παρατάξεις (στο πρωταγωνιστικό ζευγάρι, στους μηχανικούς του πλοίου, στους λαθρομετανάστες) που αν και εξαντλημένες από τις μάχες που έχουν δώσει ο καθένας ξεχωριστά πριν βρεθούν εκεί, συνεχίζουν να δοκιμάζουν τις δυνάμεις τους σε θέσεις άμυνας και επίθεσης. Στο κέντρο της ελεγείας του τοποθετεί έναν εξαιρετικό Αντώνη Καρυστινό και μια εύθραυστη Θεοδώρα Τζήμου και γύρω τους συνθέτει το εφιαλτικό σύμπαν των «άλλων», σκηνοθετώντας με λεπτομέρεια μέχρι και την τελική αναμέτρηση τους.
Αν το «Man at Sea» δεν είναι η καλύτερη ταινία του, παραμένοντας ωστόσο η πιο φιλόδοξη της φιλμογραφίας του, οφείλεται μόνο στην αδυναμία του να ενορχηστρώσει με ακρίβεια τον εσωτερικό ρυθμό της «σύγκρουσης». Αμήχανος απέναντι στο διπλό δράμα που εκτυλίσσεται σε κοινό χρόνο, κατακερματίζει τις κορυφούμενες εντάσεις προσφέροντας μόνο το πλαίσιο μιας διαδρομής που υπό συνθήκες θα μπορούσε να αποτελεί μια ιλιγγιώδη κούρσα μέχρι την κάθαρση.
Αιτίες και αφορμές αφήνονται στην διακριτική ευχέρεια του θεατή, οι νεαροί ερασιτέχνες που υποδύονται τους λαθρομετανάστες δεν βρίσκονται πάντα συντονισμένοι στην αφήγηση και μέχρι το τέλος κυριαρχεί μια διαρκής αίσθηση του ανολοκλήρωτου.
Στο νέο του μοντάζ, ο Γιάνναρης αναδεικνύει την «πένθιμη» σχέση του ζευγαριού του (που στην πρώτη εκδοχή παρέμενε προβληματικά ελλειπτική) και αφαιρεί το ογκώδες voice over που αποδυνάμωνε την αίσθηση μιας κοινωνίας σε απομόνωση. Και με βελτιωμένη αφήγηση, κάνει το «Μan at Sea» πιο λειτουργικό, πιο εύπεπτο, ίσως πιο δραματικό.
Στην πρώτη της εκδοχή (που ίσως κάποτε αποδειχθεί συλλεκτική), η ταινία του, ωστόσο, υπήρξε πιο ελεγειακή, πιο μεγαλειώδης και γι' αυτό πιο απροστάτευτη απέναντι στις αδυναμίες της.
Σε κάθε περίπτωση μια ταινία που ανήκει σε έναν δημιουργό που, ακόμη και στην πιο αμήχανη του στιγμή, χτίζει σκηνές πραγματικού κινηματογραφικού μεγαλείου και κατασκευάζει μια γνήσια αντανάκλαση ενός κόσμου που ακόμη και σε κατάσταση «ναυαγού» αρνείται να παραδεχθεί πως η μοναδική σωτηρία έρχεται μόνο αν φτάσεις βαθιά μέσα σου.
Δείτε παρακάτω τον Κωνσταντίνο Γιάνναρη να μιλάει στο Flix για το «Man at Sea», το νέο μοντάζ της ταινίας και την διαπίστωση πως τελικά είμαστε όλοι «άνθρωποι στη θάλασσα».