Τα προβλήματα μεταξύ Ισραηλινών και Παλαιστινίων αποτελούν μια από τις βασικές θεματικές του σινεμά και των δύο πλευρών, σπάνια όμως έχουμε την ευκαιρία να τα δούμε μέσα από ένα τόσο διαφορετικό πρίσμα όσο αυτό που υιοθετεί η Σίρα Γκέφεν στην καινούρια της ταινία.
Οχι μέσα από μια πολιτική, θρησκευτική, ή ηθική ματιά, μα μέσα από μια απόλυτα ανθρώπινη -αν θέλετε λίγο πιο συγκεκριμένα γυναικεία- θεώρηση. Κι όχι προσπαθώντας να χωρέσει την μεγαλύτερη εικόνα μέσα στην ιστορία και τους χαρακτήρες της, μα αντανακλώντας πάνω τους με διακριτικότητα κι ευφυΐα τισ συνθήκες και την κατάσταση γύρω τους.
Η ιστορία ξεκινά όταν η Μιχάλ, μια Ισραηλινή καλλιτέχνης που πρέπει να ετοιμάσει το επόμενο έργο της για την Μπιενάλε της Βενετίας, ξυπνά βίαια όταν το κρεβάτι της σπάει στην μέση της νύχτας και η ίδια χτυπά το κεφάλι της. Το επόμενο πρωί κι ενώ ο άντρας της φεύγει για ένα ολιγοήμερο ταξίδι η Μιχάλ θα ανακαλύψει ότι δεν θυμάται ακριβώς ποια είναι, τι κάνει, ή γιατί ένα γερμανικό κανάλι έρχεται να της κάνει μια συνέντευξη, ρωτώντας πράγματα που μοιάζουν προφανή, ανόητα, ή ακόμη κι εκνευριστικά.
Κι ακόμη χειρότερα το κρεβάτι που παραγγέλνει από ένα μεγάλο κατάστημα επίπλων που θυμίζει το ΙΚΕΑ, έρχεται με μια βίδα λιγότερη απ όσες θα έπρεπε να περιεχέι η συσκευασία. Οταν θα τηλεφωνήσει για να ζητήσει μια βίδα ακόμη, η Ναντίν, η παλαιστίνια υπάλληλος που είναι υπεύθυνη για να βάζει τις βίδες στα σακουλάκια της θα απολυθεί, χάνοντας λίγο ακόμη την επαφή της με μια «φυσιολογική» πραγματικότητα, αφού ούτως ή άλλως έμοιαζε να ονειροπολεί, χαμένη στην μουσική που παίζουν ασταμάτητα τα μεγάλα χρωματιστά ακουστικά της.
Κι καθώς οι δυο γυναίκες υπνοβατούν παράλληλα στις ξεχωριστές ζωές τους, η τύχη θα τις φέρει να συναντηθούν σε ένα φυλάκιο το συνόρων όπου και οι δυο θα βρεθούν να κρατούνται για λίγο μόνο και μόνο για να αλλάξουν θέση χάρη σε μια παρεξήγηση, δίχως κανείς να αντιληφθεί το πόσο διαφορετικές είναι.
Αυτή η στιγμή αποτελεί πιθανότατα την κορυφή του βουβού κύματος του ελαφρού σουρεαλισμού και του λεπτού μα απόλυτα διακριτού χιούμορ που καθορίζει το ύφος της ταινίας. Ομως ακόμη κι αν το «Self Made» φλερτάρει με την κωμωδία του παραλόγου, ή απαιτεί από τον θεατή του να αποδεχτεί μια σεναριακή σύμβαση που μοιάζει αδικαιολόγητη, κατορθώνει δίχως καμιά δυσκολία να είναι απόλυτα προσγειωμένο στην ιδιαίτερη πραγματικότητα του τόπου του και παράλληλα να κάνει ένα καίριο, πολιτικό σχόλιο για το πως ο εαυτός μας, η εθνικότητά μας, η φυλή, ακόμη και το φύλο μας, μπορεί να βοηθούν στο να προσδιοριζόμαστε εύκολα, όμως αυτό που είμαστε, είναι κάτι άλλο, λιγότερο ευδιάκριτο ή σχηματικό.
Tags: ΚΑΡΛΟΒΙ ΒΑΡΙ 2014, self made