Μπορεί να παραμένει ακόμα σχεδόν άγνωστος στο ευρύ κοινό, δεν είναι τυχαίο ωστόσο ότι στο όνομα του πίνουν νερό (ή τουλάχιστον θα έπρεπε) σκηνοθέτες όπως ο Κουέντιν Ταραντίνο, ο Γουόνγκ Καρ-Γουάι, ο Τακέσι Κιτάνο, ο Τζον Γου και ο Τζιμ Τζάρμους, ενώ στην πατρίδα του άνοιξε το δρόμο για μια ολόκληρη γενιά εκκεντρικών δημιουργών όπως ο Τακάσι Μίικε και ο Σίον Σόνο.
Ο ανυπέρβλητα cult Ιάπωνας σκηνοθέτης Σεϊτζούν Σουζούκι πέθανε στο Τόκιο στις 13 Φεβρουαρίου, σε ηλικία 93 ετών, ωστόσο ο θάνατός του (που οφειλόταν σε χρόνια αποφρακτική πνευμονοπάθεια) ανακοινώθηκε μόλις χτες. Πρόλαβε όμως (ευτυχώς) να αφήσει πίσω του ένα υπέροχο και παντελώς αταξινόμητο έργο που φλέρταρε με δεκάδες διαφορετικά είδη, καταλήγοντας πάντα κάτι απόλυτα προσωπικό και αφάνταστα δημιουργικό.
Διαβάστε ακόμη: Εμανουέλ Ριβά, Αγάπη μου!
«Tokyo Drifter»
Πιο γνωστός ίσως για το αριστουργηματικό «Tokyo Drifter» («Ο Αλήτης του Τόκιο», 1966), όπου το πολύχρωμο κομφούζιο του Γιάννη Δαλιανίδη συναντά το ελεγειακό γκανγκστερικό θρίλερ και επιρροές από το φιλμ νουάρ, το παραδοσιακό μελόδραμα και το μιούζικαλ παντρεύονται ιδιοσυγκρασιακά σε εκθαμβωτικό τεκνικολόρ (ναι, είναι τόσο ακαταμάχητα εξωφρενικό όσο ακούγεται!), ο Σουζούκι γεννήθηκε στο Τόκιο το 1923, βρέθηκε στο μέτωπο κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και ξεκίνησε την καριέρα του στο σινεμά δουλεύοντας ως βοηθός σκηνοθέτη.
Το 1956 θα έκανε το σκηνοθετικό του ντεμπούτο με το «Harbor Toast: Victory Is in Our Grasp» κι από τότε θα εργαζόταν πυρετωδώς, παραδίδοντας ενίοτε τρεις με τέσσερις ταινίες το χρόνο.
«Story of a Prostitute»
Με πάνω από 50 φιλμ συνολικά στο ενεργητικό του, ο Σουζούκι (και ειδικά οι ταινίες που υπέγραψε τη δεκαετία του ’60) συνδέθηκε με το αναρχικό πνεύμα του ιαπωνικού Νέου Κύματος στο οποίο μεγαλούργησαν σκηνοθέτες όπως ο Ναγκίσα Οσιμα, έστω κι αν –σε αντίθεση με τους περισσότερους εκπροσώπους και το βασικό χαρακτηριστικό του κινήματος– επέμεινε να εργάζεται μέσα στο πλαίσιο των μεγάλων ιαπωνικών στούντιο και να ασχολείται με φαινομενικά πιο εμπορικά και «φτηνά» κινηματογραφικά είδη.
«Gate of Flesh»
Οχι, βέβαια, πως το αντισυμβατικό και ασυμβίβαστο ύφος του δεν τον έφερε συχνά σε σύγκρουση με τις εδραιωμένες αντιλήψεις της κινηματογραφικής βιομηχανίας. Αποτυγχάνοντας να εδραιώσει μια σκηνοθετική καριέρα στο στούντιο της κραταιάς Shochiku, όπου έκαναν καριέρα φημισμένοι auteurs όπως ο Γιαζουχίρο Οζου και ο Κέντζι Μιζογκούτσι, ο Σουζούκι θα μεταπηδούσε το 1954 στο αντίπαλο δέος της, το στούντιο της Nikkatsu, για λογαριασμό της οποία θα σκηνοθετούσε σαράντα περίπου ταινίες, διαμορφώνοντας σταδιακά το μοναδικό του στυλ, γεμάτο εκτυφλωτικά χρώματα, ιδιόμορφο θεατρικό στήσιμο, στυλιζαρισμένη βία και αλλόκοτη, σχεδόν ονειρική ατμόσφαιρα.
Ομως παρά τις εκ πρώτης όψεως συμβατικές ιστορίες των ταινιών του, που περιστρέφονταν συνήθως γύρω από το οργανωμένο έγκλημα και τη γιακούζα (ιαπωνική μαφία), δεν σταμάτησε να πειραματίζεται τόσο με τη φόρμα όσο και με την αφήγηση, μετατρέποντας τις περιορισμένες προοπτικές των b-movies που είχε στη διάθεσή του σε έναν απεριόριστο καμβά υψηλής δημιουργίας και τολμηρών (ποπ) αισθητικών αναζητήσεων.
«Branded to Kill»
Το ολοένα και πιο εξεζητημένο αυτό ύφος θα τον έφερνε τελικά σε ρήξη και με τη Nikkatsu, η οποία θα τον απέλυε όταν οι υπεύθυνοί της ήρθαν αντιμέτωποι με το «Branded to Kill» (1967), μια φαινομενικά απλοϊκή ιστορία εκδίκησης και διαμάχης μεταξύ πληρωμένων εκτελεστών, της οποίας η σχεδόν αφαιρετική πλοκή συναγωνιζόταν την εξαίσια ασπρόμαυρη φωτογραφία, και που τότε πρέπει να έφερε τους ιθύνοντες του στούντιο στα όρια της απόγνωσης. Απρόσμενα σέξι, αβάσταχτα νιχιλιστικό και οπτικά ευρηματικό, γεμάτο σαγηνευτικές femme fatale, απολαυστικές φετιχιστικές λεπτομέρειες και εμπνευσμένες σουρεαλιστικές πινελιές, το φιλμ θεωρείται πλέον ένα από τα αδιαφιλονίκητα αριστουργήματα του απροσάρμοστου σκηνοθέτη και μια κλασική δημιουργία του ιαπωνικού σινεμά.
Δυστυχώς, η σύγκρουσή του με τον πρόεδρο της εταιρείας, ο οποίος θεώρησε την ταινία παντελώς ακατανόητη, είχε ως συνέπεια την εξορία του Σουζούκι από τα κινηματογραφικά πλατό, αναγκάζοντάς τον να αναζητήσει δουλειά στην τηλεόραση, σχεδόν για μια ολόκληρη δεκαετία. Θα επέστρεφε στο σινεμά το 1977, για να παραδώσει μια νέα σειρά από αξιοσημείωτα φιλμ, ενώ το 2005 θα υπέγραφε την τελευταία του σκηνοθετική δουλειά με το «Princess Raccoon», ένα θεόμουρλο όσο και παραμυθένιο μιούζικαλ με πρωταγωνίστρια την Ζανγκ Ζιγί.
Διαβάστε ακόμη
Tags: RIP, Σεϊτζούν Σουζούκι