Η ιέρεια του μεταμοντέρνου βρετανικού κινηματογράφου, Αντρεα Αρνολντ, βυθίζεται στα κοστούμια εποχής, στα σκοτεινά ρομαντικά πάθη και στα εγκλωβισμένα συναισθήματα. Μήπως τελικά η διαφορά δεν είναι τόσο μεγάλη; Στη συνέντευξη τύπου που ακολούθησε την προβολή της ταινίας «Ανεμοδαρμένα Υψη» στο Φεστιβάλ Βενετίας, η Αρνολντ βάζει τα πράγματα στη θέση τους και μας μιλά:
Για την επιλογή του να αλλάξει ύφος και να σκηνοθετήσει ταινία εποχής:
Δεν είχα φανταστεί ποτέ ότι μπορεί να έκανα κάποτε μια ταινία εποχής. Αλλά οφείλω να ομολογήσω ότι τα «Ανεμοδαρμένα Υψη» ήταν ένα βιβλίο που μου είχε κάνει τεράστια εντύπωση την πρώτη φορά που το είχα διαβάσει. Οταν μου πρότειναν να το σκηνοθετήσω, είπα αμέσως ναι.
Για το πώς έκανε τις δημιουργικές της επιλογές για την ταινία:
Oταν αρχίζω μια ταινία, δεν σκοπεύω σε τίποτα, δεν ξέρω πως θα είναι όταν ολοκληρωθεί. Δεν έχω συγκεκριμένες προθέσεις, θέματα που θέλω να θίξω, απλά περιέργεια και διάθεση για εξερεύνηση. Και από το στάδιο του σεναρίου ως το μοντάζ, αντιμετωπίζω την ταινία μου σε ένα μεγάλο συναρπαστικό ταξίδι. Που δεν τελειώνει απαραίτητα εκεί: ακόμη και σήμερα σκεφτόμουν τι θα μπορούσα να προσθέσω, τι θα ήθελα να έχω κάνει διαφορετικά. Πάντως ήθελα να αφηγηθώ την ταινία κυρίως με εικόνες. Το σινεμά είναι εικόνες και ήθελα να σπρώξω την αίσθηση του κινηματογράφου όσο πιο μακριά μπορούσα. Αλλωστε νομίζω ότι μερικές φορές οι διάλογοι είναι μάλλον περιοριστικοί.
Για την ευθύνη της μεταφοράς ενός τόσο κλασικού και σημαντικού μυθιστορήματος:
Ηθελα να τιμήσω την ουσία του έργου που είναι σκληρό, σκοτεινό, παθιασμένο. Κάποιος μου έλεγε πρόσφατα πρόσφατα ότι η Εμιλι Μπροντέ δεν σκόπευε ποτέ να το εκδόσει, ήταν κάπως σαν το μυστικό της ημερολόγιο και σκέφτηκα μήπως θα έπρεπε να το έχουμε αφήσει στην ησυχία του. Αλλά τότε ήταν ήδη αργά.
Για το ρόλο της φύσης στην ταινία της:
Ηθελα η φύση να είναι πάντα παρούσα, να αποτελεί κομμάτι της υφής του φιλμ. Γι αυτό και υπάρχουν τόσες εικόνες, όχι μόνο της ίδιας της φύσης, αλλά και ζώων, εντόμων. Οταν ζεις σε ένα τέτοιο άγριο μέρος, η φύση είναι κομμάτι της ύπαρξής σου. Και μεταξύ μας, νομίζω ότι όλοι μας είμαστε στην πραγματικότητα ζώα. Μπορεί να φοράμε ρούχα και να συμπεριφερόμαστε με ευγένεια, αλλά τα ένστικτά μας είναι ζωώδη. Ολοι προσπαθούμε να δείξουμε τον καλύτερο εαυτό μας, αλλά μη μου πείτε ότι δεν έχετε ποτέ κάνει σκοτεινές σκέψεις, βαθιά μέσα σας.
Για την απόφασή της να μεταφέρει στην οθόνη μόνο το πρώτο μισό του βιβλίου:
Το βιβλίο μου αρέσει ολόκληρο, αλλά πάντα με ενδιαφέρουν οι λεπτομέρειες, ήθελα να δώσω έμφαση σ’ αυτές και δε θα μπορούσα να το χωρέσω, εκτός αν έκανα μια ταινία εφτά ωρών. Λυπάμει που δεν έκανα και το δεύτερο μερος γιατί είναι ενδιαφέρον το ταξίδι του Χιθκλιφ: τον αφήνουμε κάπου στη μέση, δίχως να ξέρουμε πώς θα ολοκληρωθεί ο κύκλος του. Αλλά πρέπει να πάρεις κάποιες αποφάσεις και να κάνεις συμβιβασμούς.
Ο Τζέιμς Χόσον, που υποδύεται τον ενήλικο Χίθκλιφ, λέει ότι μάλλον πήρε τον ρόλο «από τύχη, όσως ήταν η μεγαλύτερη τύχη που είχα ποτέ στη ζωή μου,» ενώ ο Σόλομον Γκρέιβ, που ερμηνεύει τον ήρωα σε μικρότερη ηλικία, λέει ότι «έμαθα ότι γίνονταν ακροάσεις κι αποφάσισα να πάω. Δεν περίμενα ποτέ ότι θα με διάλεγαν. Είναι τόσο σημαντικό για μένα, αισθάνομαι τόσο συγκινημένος, συγγνώμη, θα βάλω τα κλάμματα...» Και το κάνει, όχι για να κερδίσει το χειροκρότημα της αίθουσας που έρχεται αυθόρμητα, αλλά γιατί το νοιώθει πραγματικά μάλλον, μια που συνεχίζει να κλαίει για αρκετή ώρα.
Η μόνη επαγγελματίας από τους παρόντες ηθοποιούς, η Κάγια Σκοντελάριο (την οποία ίσως αναγνωρίζετε από το τηλεοπτικό «Skins»), η ενήλικη Κάθι της ταινίας, δηλώνει ότι «σχεδόν δεν ήθελα να δοκιμάσω για το ρόλο, δεν μπορούσα να με φανταστώ σε μια ταινία εποχής. Η μητέρα μου είναι Βραζιλιάνα και ποτέ δεν ένιωσα ότι θα μπορούσα να είμαι η εικόνα μιας τυπικής βρετανίδας ηρωίδας και μάλιστα με ρούχα κι εμφάνιση μιας άλλης εποχής. Αν δε με πίεζε ο ατζέντης μου, δε θα το έκανα ποτέ.»
Και καλά που το δοκίμασε, προφανώς, μια και μοιάζει ιδανική ηθοποιός για τη σκηνοθέτιδά της: «Συναντηθήκαμε κάπου στο κέντρο του Λονδίνου σε ένα πολύ ψηλό κτήριο. Οταν μπήκα στο δωμάτιο στεκόταν δίπλα στο παράθυρο και μπορούσες να τη δεις με φόντο ολόκληρη την πόλη. Μόλις την είδα, ήξερα αμέσως ότι ήταν η σωστή ηθοποιός για την ταινία».