Αν ένα στοιχείο του «Fight Club» δεν είναι τυχαίο (μα είναι τόσα πολλά), αυτό είναι η χρονολογία της ταινίας. 1999. Ακριβώς 20 χρόνια νωρίτερα, μια άλλη δεκαετία τελείωνε - μαζί κι η χιλιετία. Ο απολογισμός της ήταν αντιφατικός και μαύρος (έστω, σαν πάνθηρας του Cartier), οι συνέπειές της ζουν ανάμεσά μας, εξακολουθούν να δίνουν τον τόνο μιας κοινωνίας σε σύγχυση. Για να το πούμε σχηματικά, μπροστά στο «Fight Club», το «Joker» είναι γατάκι.
Ηταν η εποχή που ο Ντέιβιντ Φίντσερ, με λιγότερα από επτά χρόνια στην κινηματογραφική καριέρα του («Alien 3», «Se7en», «The Game»), είχε αρχίσει να θεωρείται ο Θεός του στιλιζαρισμένου πολιτικού σινεμά. Αλλωστε, δεν υπήρχε κάτι στα '90ς που αν μην είναι στιλιζαρισμένο. Κι από τη μία πλευρά, τη νοσταλγική, το «Fight Club» είναι η φωτογραφία των '90ς στο λεύκωμα της κοινωνικής ιστορίας.
Διαβάστε ακόμη: Ο Μπραντ Πιτ σχολιάζει τον αλκοολισμό, την αποτοξίνωσή του και πόσο διαφορετικός άνθρωπος είναι σήμερα
Ο ανώνυμος αφηγητής ζει μια ζωή με ετικέτα. Ψωνίζει από τα Ikea, πίνει τον καφέ του στα Starbucks, περιμένοντας πότε οι επιχειρήσεις-γίγαντες θα κατακτήσουν όχι τη Γη, αλλά τον γαλαξία. Είναι ασφαλιστής, πάσχει από αϋπνίες, περνά τις μέρες και τις νύχτες του στο μεταίχμιο της πραγματικότητας και της παραίσθησης. Η ζωή του δεν έχει νόημα, έχει μάρκα, μέχρι τη στιγμή που «γνωρίζει» τον Τάιλερ Ντέρντεν. Εκεί όπου ο αφηγητής είναι μαλθακός, ο Τάιλερ έχει μύες σαν ατσάλι. Εκεί όπου ο αφηγητής καταγράφει και καταμετρά, ο Τάιλερ είναι έτοιμος να τα διαλύσει όλα. Με τις μπουνιές του, ή με κιλά νιτρογλυκερίνης, φτιαγμένης από το λίπος πλουσίων κυριών. Οι δυο τους θα ιδρύσουν το Fight Club, που θα γίνει franchise για να προσφέρει στους άντρες τη δυνατότητα να νιώσουν τον πόνο, ή όποιο συναίσθημα, να επιστρέψουν στα αρχέγονα ένστικτά τους. Ο Τάιλερ θα ιδρύσει το Project Mayhem, την τρομοκρατική οργάνωση που θα ξεκινήσει κοροϊδεύοντας τις αρχές με πιασάρικα stunts, αλλά θα στοχεύσει στο να κατεδαφίσει, κυριολεκτικά, το τραπεζικό σύστημα και τις πιστωτικές κάρτες, διαγράφοντας κάθε χρέος, γυρίζοντας την κοινωνία πίσω, σ' ένα πιο «δίκαιο» μηδέν.
Από τη μια πλευρά, κυρίως την αισθητική, η ταινία δείχνει την ηλικία της: καθόλου γραφικά, καθόλου παρωχημένα, απλώς αποδεικνύοντας πόσο αβάν γκαρντ ήταν και είναι ο Ντέιβιντ Φίντσερ, πατώντας, βέβαια, εδώ, στο σαδιστικό σκοτάδι του Τσακ Πόλανιουκ, τότε στις μεγαλύτερες δόξες του. Το branding είναι ο βασιλιάς της καθημερινότητας (ακόμα και το Fight Club γίνεται brand σταδιακά), οι ήρωες δεν έχουν κινητά (οι τηλεφωνικοί θάλαμοι συγκινούν, η ατάκα «I *69ed you» φέρνει στο νου ξεχασμένους κανόνες επικοινωνίας). Ο Τάιλερ κάνει μια δουλειά που δεν υπάρχει πια: είναι ο μηχανικός προβολής που, ανατρεπτικά, κολλάει, στη μουβιόλα, μικρά καρέ από τσόντες στην αμόρσα ανάμεσα στις μπομπίνες της ταινίας: με το «cigarette burn», το κυκλάκι πάνω δεξιά που δίνει στον προβολατζή το σήμα να περάσει από τη μια μπομπίνα στην άλλη, η μικροσκοπική πράξη συνειδησιακής επανάστασης έχει συντελεστεί. Τώρα δεν υπάρχουν ούτε cigarette burns, ούτε καν τσιγάρα, σαν αυτά που ασταμάτητα καπνίζουν ο Τάιλερ και η Μάρλα.
Η Μάρλα. Ενώ ο Μπραντ Πιτ είναι, το 1999, το απόλυτο μωρό από κάθε άποψη και ο Εντουαρντ Νόρτον ακόμα «ο νέος Ρόμπερτ Ντε Νίρο», η Ελενα Μπόναμ Κάρτερ, στα 33 της, είναι ικανή να πετάξει από πάνω της τους κορσέδες των ταινιών εποχής (ο καιρός του Τιμ Μπάρτον απέχει ακόμη) και να γίνει μια γκοθ μούσα, ένας απόκληρος με ακομπλεξάριστη ευαισθησία. Αυτή την ευαισθησία ο αφηγητής προσπαθεί να εξαλείψει. Είτε τη νιώθει για τη Μάρλα που συγκρουσιακά ερωτεύεται, είτε για τον Μπομπ, τον Meatloaf με τη μεγάλη αγκαλιά και τα ακόμα μεγαλύτερα στήθη - μαξιλάρια, είτε για τον λεπτεπίλεπτο Τζάρεντ Λέτο που είναι, γενικώς, «too blond» και του αξίζει να στραπατσαριστεί. Ανάμεσα στους στρατολογημένους, ο Μηχανικός, ο Χολτ ΜακΚόλανι που, δυο δεκαετίες αργότερα, ο Φίντσερ θα κάνει, πιστά, μαγικό δευτεραγωνιστή του «Mindhunter».
Η ταινία ανήκει στα '90ς και για άλλους λόγους: για τα μαύρα και τα μπλε της φωτογραφίας της, για τα γραφιστικά πάνω στην κινηματογραφική εικόνα. Για τον voice over υπαρξιακό μονόλογο (το «chose life» του «Trainspotting» διαδέχεται το «This is your life and it's ending one minute at a time»), για το σπάσιμο του τέταρτου τοίχου, το βλέμμα του ήρωα στην κάμερα και τον διάλογο μαζί της, για το μπιτ που δίνουν στην ταινία και στο μοντάζ της οι Dust Brothers, για την «εξυπνακίστικη» δομή που ξεκινά αινιγματικά μια ανάσα πριν το φινάλε κι επιστρέφει εκεί, σ' έναν high energy κύκλο, για τον βαθύ κυνισμό που διατυπώνεται σαν χάι κου, γιατί τη δεκαετία του '90 τίποτε δεν μπορεί να είναι συμβατικό, όλα πρέπει να φαίνονται και να κινούνται στα 120 BPM.
Αυτά ως προς τη νοσταλγία - αλλά το «Fight Club» ποτέ δεν έμεινε εκεί. Αν η ουσία του παρεξηγήθηκε, τότε και μέσα στα χρόνια που ακολούθησαν, ως εξτραβαγκάντσα του ανδρικού τραμπουκισμού, αν έπαιξε με τα φασιστικά ένστικτα, αυτά είναι ακριβώς αποτελέσματα της συνθήκης που η ταινία καταδεικνύει και κριτικάρει. Το φιλμ επιτίθεται στον καταναλωτισμό, αλλά και στη βίαιη δράση εναντίον του. Ο ήρωάς του είναι ο αφηγητής, έστω κι αν κάνει για μας πιο ελκυστικό, πιο μεθυστικό, τον Τάιλερ Ντέρντεν και το αφοριστικό lifestyle του. Το «Fight Club» μιλά για αντισυστημικότητα και για αστική τρομοκρατία, με τον τρόπο που οι σύγχρονοι, σήμερα, «αγανακτισμένοι», θα κόπιαραν χωρίς δεύτερη σκέψη.Οι άνθρωποί του δεν έχουν αλλάξει ούτε στο ελάχιστο, αν εξαιρέσεις ότι οι μάρκες δεν είναι πια της μόδας: ήταν και είναι τα παιδιά που μεγάλωσαν με την υπόσχεση ότι θα γίνουν πλούσιοι και διάσημοι, δεν έγιναν και θεωρούν ότι η κοινωνία τους χρωστά. Δεν είσαι μοναδικός, δεν είσαι μια όμορφη και μοναδική χιονονιφάδα και δεν ήσουν ούτε τότε.
Ακόμα περισσότερο, καθώς ο αφηγητής βιώνει ένα απρόσμενο bromance με τον καλύτερό του εαυτό (ή τον χειρότερο, φυσικά, ακολουθώντας τον ειρμό του Φίντσερ), γεννιέται ένας ηγέτης, τρομακτικός στην επιφανειακότητά του. Ο Τάιλερ Ντέρντεν - και κάθε Τάιλερ, υπάρχουν και σήμερα μπόλικοι - δεν είναι παρά ένα σέξι αγόρι με την πολιτική φιλοσοφία εφήβου και τον μαγνητισμό που τον βοηθά να πείσει ανθρώπους σε αδιέξοδο. The first rule of fight club is you do not talk about fight club. Πόσο ανόητος κανόνας. Κι όμως, αυτή είναι η ατάκα που, περισσότερο απ' όλες, έχει χαραχτεί στην ποπ μνήμη, ανεξίτηλα, για είκοσι χρόνια και συνεχίζει. Ενα ναρκισσιστικό τίποτα που κάνει τους ασήμαντους να νιώθουν σημαντικούς.
Και κάπου εκεί, στη στιγμή της αυτογνωσίας που έρχεται πολύ αργά, φτάνει το φινάλε της ταινίας, ένα, χωρίς υπερβολή, από τα ωραιότερα όλων των εποχών. Από μια ταινία κοινωνικοπολιτικού κατηγορώ, ο Φίντσερ εκμαιεύει βαθύ, κλασικό, επώδυνο ρομάντζο. Με στιλ. «Trust me. Everything is going to be fine», θα πει στη Μάρλα ο πυροβολημένος αφηγητής, μια γλυκιά φράση που συμπυκνώνει ολόκληρο τον τρόμο για το αύριο. Το μηδέν. Κι έρχονται οι Pixies, με το «Where is my mind». Κι οι ουρανοξύστες έξω από την τζαμαρία κατεδαφίζονται με διαδοχικές εκρήξεις, ισοπεδώνοντας το χρηματοοικονομικό σύστημα της Αμερικής, του κόσμου, της ανθρώπινης ύπαρξης. Ποτέ το σημείο μηδέν δεν έμοιαζε τόσο συναρπαστικό, τόσο συγκινητικό, τόσο λάθος. «Με γνώρισες σε μια πολύ παράξενη στιγμή της ζωής μου.» Και, τι κρίμα, η στιγμή αυτή διαρκεί, από τότε, είκοσι χρόνια και τίποτε δεν δείχνει ότι θ' αλλάξει.
Οι ομάδες που ονειρεύονται να πολεμήσουν το σύστημα με βία μοιάζουν το ίδιο επιπόλαιες - μόνο λίγο πιο κακοντυμένες - και η αστική τρομοκρατία έχει ανέβει πολλούς ορόφους. Για το σήμερα δεν χρειάζεται ένας Τάιλερ Ντέρντεν - χρειάζεται η κατανόησή του. Ακριβώς όπως το 1999. Και με τον ίδιο τρόπο η βαθιά μελαγχολία του Φίντσερ και της ταινίας του, μια καλά θεμελιωμένη απαισιοδοξία για το ανθρώπινο είδος, μπερδεύεται με μόδα, γίνεται υλικό εκμετάλλευσης και παρανόησης. Επειδή, ακριβώς, το «Fight Club» ήταν ένα αριστούργημα του σινεμά και της διανόησης και πάνω του όλα έχουν αλλάξει και τίποτα δεν έχει αλλάξει. Μια μέρα αφηγητής, μια μέρα Τάιλερ Ντέρντεν και η ζωή συνεχίζεται, προσπαθώντας να πιστέψει ότι «όλα θα πάνε καλά» και αναγνωρίζοντας το ψέμα. Τουλάχιστον, στην ταινία, υπάρχει ο Μπραντ Πιτ να κάνει ποδήλατο μέσα στο διαλυμένο σπίτι του, με το παντελόνι κατεβασμένο τόσο χαμηλά, που τα κάνει όλα να μοιάζουν καλύτερα.