To ντοκιμαντέρ ακολουθεί την ιστορία του Μουσταφά, ενός 16χρονου Τούρκου που εργάζεται ως μαθητευόμενος ζαχαροπλάστης στην Γκαζιαντέπ, την «πρωτεύουσα του μπακλαβά» στην Ανατολική Τουρκία. Το όνειρό του είναι να ανοίξει δικιά του επιχείρηση στην Κωνσταντινούπολη και να γίνει διάσημος ζαχαροπλάστης.
Μέσα από εικόνες της καθημερινότητας στη σύγχρονη Τουρκία, παρακολουθεί τις προσπάθειες του νεαρού να ξεφύγει από την καθημερινή του ζωή και να πραγματοποιήσει τα όνειρα του για ένα καλύτερο μέλλον. Η κάμερα καταγράφει με ευαισθησία και ρεαλισμό τα προβλήματα μιας μεγάλης μερίδας νέων της εποχής μας, που ονειρεύονται την φήμη και το εύκολο κέρδος, παλεύοντας να επιβιώσουν στις σκληρές και απάνθρωπες συνθήκες των σύγχρονων μεγαλουπόλεων.
Γεννημένος στην Αθήνα από Κωνσταντινοπολίτες γονείς που μεταξκόμισαν στο Παρίσι όταν ο ίδιος ηταν μόλις τριών μηνών, ο Αγγελος Αμπάζογλου έχει σκηνοθετήσει μια σειρά από ντοκιμαντέρ, όπως το «Εγκλημα στην Αρχαία Αγορά», το «Καλημέρα Κύριε Μάρσαλ», ή το «Βασίλης Ζαχάρωφ, ο μυστηριώδης Έλληνας της Ευρώπης». Οι περισσότερες από τις ταινίες του είναι συμπαραγωγές με το Arte όπως και το «Mustafa's Sweet Dreams» που μετρά στους παραγωγούς του εκτός από το γαλλο-γερμανικό κανάλι την Cyclope Productions, την ΕΡΤ, το Al Jazeera και μια σειρά από ευρωπαϊκά κανάλια αλλά και την υποστήριξη του προγράμματος MEDIA.
Μια πρώτη εκδοχή της ταινίας, επικεντρωμένη στην παράδοση και την διαδικασία παραγωγής του μπακλαβά, είχε προβληθεί στην Κωνσταντινούπολη τον Περασμένο Σεπτέμβρη στα πλαίσια των εκδλώσεων για την ανακυρηξή της ως Πολιτιστική πρωτεύουσα της Ευρώπης. Αυτή ήταν και η εκδοχή του φιλμ που προβλήθηκε στην Αθήνα, στα πλαίσια του CineDoc, καθώς και στο τηλεοπτικό κανάλι Arte.
Η τελική εκδοχή της ταινίας, αυτή που θα κάνει την παγκόσμια πρεμιέρα της στο Φεστιβάλ του Βερολίνου, αφήνει στην άκρη την διαδικασία παραγωγής των γλυκών και επικεντρώνεται σε κάτι πολύ πιο ενδιαφέρον: τον νεαρό πρωταγωνιστή της, και τα όνειρά του, και παρουσιάζει μέσα από την ιστορία του, το τι σημαίνει να είσαι δεκάξι με την ζωή και τις προκλήσεις της, γλυκές ή μη, να ανοίγονται μπροστά σου.
Mιλώντας στην Τουρκική εφημερίδα Hurriyet με αφορμή την προβολή της πρώτης εκδοχής της ταινίας, ο σκηνοθέτης έλεγε: «μέχρι την στιγμή που ξεκίνησα τα γυρίσματα του ντοκιμαντέρ έβλεπα την Κωνσταντινούπολη μόνο με τα μάτια του Τουρίστα. Στα γυρίσματα του φιλμ ένιωσα καλύτερα για το ότι οι ρίζες μου βρίσκονται εκεί». Το φιλμ μιλά επίσης για την σχέση δασκάλου και μαθητευόμενου, μια απόλυτα δυναμική σχέση στην Τουρκική εκπαίδευση και ζωή και μια σχέση, που αποτελεί βίωμα του σκηνοθέτη μέσα από την δική του σχέση με τον πατέρα του. «Για να δω αυτή τη σχέση ζωντανή σήμερα, χρειάστηκε να βυθιστώ σε αυτό το περιβάλλον της ζαχαροπλαστικής. Ακόμη κι αν η τεχνική αλλά και η σχέση μεταξύ των ζαχαροπλαστών έχει αλλάξει μέσα από την χρήση μοντέρνων εργαλείων, ακόμη κι αν έχει εκσυγχρονιστεί, και τα δυο αντανακλούν μια παράδοση που προσπαθεί και καταφέρνει ακόμη να βρει την θέση της στον μοντέρνο κόσμο».