Φεστιβάλ / Βραβεία

Berlinale 2025: Τα αγαπημένα, τα αδιάφορα και οι απογοητεύσεις

of 10

Το Flix συγκεντρώνει σε ένα κείμενο όλα όσα είδε στο 75ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Βερολίνου - ποια ξεχώρισε, με ποια εντυπωσιάστηκε, με ποια απογοητεύτηκε.

Berlinale 2025: Τα αγαπημένα, τα αδιάφορα και οι απογοητεύσεις
What Marielle Knows

Το πρόγραμμα της φετινής Berlinale ολοκληρώνεται απόψε κι αύριο, Σάββατο 22 Φεβρουαρίου, η αυλαία θα πέσει με την τελετή απονομής των βραβείων του 75ου Διεθνούς Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Βερολίνου.

Δέκα γεμάτες μέρες τρέξαμε από αίθουσα σε αίθουσα παρακολουθώντας ό,τι πιο ενδιαφέρον από τα διαγωνιστικά αλλά και τα παράλληλα τμήματα.

Τι αγαπήσαμε, ποια μας εξέπληξαν, για ποια είχαμε μεγαλύτερες προσδοκίες και απογοητευτήκαμε;

Διαβάστε αναλυτικά...

Το 75ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Βερολίνου διεξάγεται φέτος από τις 13 μέχρι και τις 23 Φεβρουαρίου. Το Flix θα βρίσκεται εκεί για να σας μεταφέρει, ζωντανά, όλα όσα συμβαίνουν μέσα και έξω από τις αίθουσες μέσα από το ειδικό τμήμα του που ανανεώνεται συνεχώς.

ΟΙ ΕΥΧΑΡΙΣΤΕΣ ΕΚΠΛΗΞΕΙΣ

Blue Moon

«Blue Moon» του Ρίτσαρντ Λινκλέιτερ | Η.Π.Α. | Διαγωνιστικό

Μια φορά κι έναν καιρό, καλλιτεχνικά δίδυμα έφτιαχναν μουσική και στίχους που πλαισίωναν θεατρικές παραστάσεις. Πολλά από τα αθάνατα, κλασικά τραγούδια που μετά αγαπήθηκαν ως αυτόνομες επιτυχίες, είχαν ξεκινήσει ως επένδυση έργων του Μπρόντγουεϊ των 30ς και των 40ς. Ομως κάθε λαμπερό φως ρίχνει και μία βαριά σκιά. Οπως η Χρυσή Εποχή του Μπρόντγουεϊ ήταν η απάντηση/διέξοδος στον τρόμο του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, έτσι κι όσοι ήξεραν να γλυκαίνουν τις καρδιές μας με βελούδινες τζαζέ παρλάτες, μπορεί να ήταν βαθιά μελαγχολικοί, μόνοι, αλκοολικοί. Στο «Blue Moon» ο Ρίτσαρντ Λινκλέιτερ μάς συστήνει έναν τέτοιο καλλιτέχνη, τον τεράστιο στιχουργό Λόρενς «Λάρι» Χαρτ - υπεύθυνο για τραγούδια όπως τα «My Funny Valentine», «Bewitched, Bothered and Bewildered», «Where or When», «The Lady is a Tramp», «Manhattan» και φυσικά αυτό που έδωσε τον τίτλο στην ταινία, το πιο εμπορικό όλων, το «Blue Moon».

Τον συναντάμε το πιο πικρό του βράδυ. Ο Ρίτσαρντ Ρότζερς, ο πιστός του συνεταίρος, ο μουσικός/ταίρι του στο δίδυμο «Ρότζερς & Χαρτ», σταμάτησε να συνεργάζεται μαζί του (δεν μπορούσε να συμβιβαστεί άλλο με την αναρχία του, τον αλκοολισμό του, τον δύσκολο χαρακτήρα του) και ξεκίνησε να δουλεύει με τον Οσκαρ Xάμερστιν. Πρώτη τους δουλειά, το μιούζικαλ «Οκλαχόμα!» και η κάμερα του Λινκλέιτερ τρυπώνει το βράδυ της πρεμιέρας στο απέναντι μπαρ, εκεί που θα μαζευτούν όλοι για να συγχαρούν τους δημιουργούς για την διθυραμβική επιτυχία τους. Στην άκρη της μπάρας κάθεται ο Λάρι Χαρτ. Και έχει να πει τις δικές του ιστορίες - αυτοσαρκαστικές, βιτριολικές, αστείες, πονεμένες, ερωτευμένες, σπαρακτικές.

Με ένα εξαιρετικό, ευφυές, -καλοδουλεμένο στο κόμμα και την τελεία του- κείμενο (υπογράφει ο σεναριογράφος Ρόμπερτ Κάπλοου), με πανέξυπνο, κοφτερό χιούμορ, πονεμένες αλήθειες για τις ανθρώπινες σχέσεις κι ακόμα πιο επώδυνες για τις καλλιτεχνικές «φιλίες», ο Λινκλέιτερ δοκιμάζει μία ταινία δωματίου - και μας κλέβει όλα τα βουρκωμένα χαμόγελα και την καρδιά. Θα θέλαμε να τη δούμε να φεύγει με βραβεία. Σεναρίου, αλλά και ερμηνείας για τον καταπληκτικό Ιθαν Χοκ. Πόλυ Λυκούργου

Διαβάστε ολόκληρη την κριτική του Flix για το «Βlue Moon» αλλά και τις συνεντεύξεις σκηνοθέτη και πρωταγωνιστών, εδώ

The Blue Trail

«The Blue Trail» (O Último Azul) του Γκάμπριελ Μασκάρο | Βραζιλία | Διαγωνιστικό

Κάπου ανάμεσα σε μια δυστοπική ταινία φαντασίας κι ένα τρυφερό «coming of old age» φιλμ, το «The Blue Trail» είναι ένα road movie στην κοίτη ενός ποταμού και στο ίδιο το ποτάμι της ζωής. Η πρωταγωνίστρια, Τερέζα, μια 77χρονη γυναίκα, ζει σε μια κοινωνία που επιβάλλει στους ηλικιωμένους να μετακινηθούν σε απομονωμένες "αποικίες", στερώντας τους την αυτονομία τους. Αποφασισμένη να ζήσει μια τελευταία περιπέτεια πριν υποκύψει σε αυτό το πεπρωμένο, η Τερέζα ξεκινά ένα ταξίδι στον Αμαζόνιο με στόχο να πραγματοποιήσει το όνειρό της να πετάξει με αεροπλάνο. Στην πορεία, συναντά μια σειρά από χαρακτήρες που την συντροφεύουν σε αυτή την πορεία κι ανακαλύπτει ένα μαγικό σαλιγκάρι που το μπλε του σάλιο σε βοηθά να δεις την ζωή σου στις αληθινές διαστάσεις της.

Κινηματογραφώντας γοητευτικά τις παράκτιες περιοχές του Αμαζονίου και με μια σπουδαία ερμηνεία από την Ντενίζ Βάινμπεργκ στον πρωταγωνιστικό ρόλο, ο Μασκάρο συνδυάζει το κοινωνικό σχόλιο με χιούμορ και πινελιές μαγικού ρεαλισμού, δημιουργώντας μια ταινία που, παρά τη δυστοπική της βάση, αποπνέει αισιοδοξία και ελπίδα. Μέσα από την απλή ιστορία του ταξιδιού της ηρωίδας του, το φιλμ μιλά με τρυφερότητα για την ανάγκη για ελευθερία και περιπέτεια, ακόμα και όταν η κοινωνία ή ηλικία δείχνει να επιβάλλει περιορισμούς, και υπενθυμίζει ότι η ζωή δεν σταματά ποτέ να μας καλεί σε νέες εμπειρίες, αρκεί να έχουμε το θάρρος να ακολουθήσουμε το κάλεσμά της. Γιώργος Κρασσακόπουλος

Ari

«Ari» της Λεονόρ Σεράιγ | Γαλλία | Διαγωνιστικό

Ο Αρί ήταν ευαίσθητος από μικρός. Ενιωθε πολλά, όλες τις στιγμές. Επικοινωνούσε καλύτερα με τα ζώα, τα παιδιά, τη φύση. Μεγαλώνοντας, σπούδασε για να γίνει δάσκαλος σε δημοτικό σχολείο. Εκεί έδειχνε στα παιδιά τον κόσμο μέσα από τα μάτια του, τα μάτια μίας πεισμωμένης αθωότητας. Αυτό όμως δεν μετράει και πολύ στον κόσμο των ενηλίκων. Ο Αρί χάνει τη δουλειά του, κι ο πατέρας του τον διώχνει από το σπίτι - αρνούμενος να τον στηρίξει ξανά. Πρέπει να γίνει υπεύθυνος, να αναλάβει τις ευθύνες του. Ο Αρί ξεκινά ένα οδοιπορικό στην Λιόν, συναντώντας έναν έναν τους παιδικούς του φίλους. Μπαίνει στις ζωές τους για λίγο, μπαίνει και σε διαλόγους για τη ζωή, την ενηλικίωση, τα χαμένα χρόνια κι όνειρα. Σταδιακά συνειδητοποιεί ότι δεν είναι ο μόνος loser. Ολοι κουβαλάμε τις πληγές μας.

Με ένα όμορφο, καλογραμμένο σενάριο κι εμπιστοσύνη στους ηθοποιούς της που σηκώνουν στις πλάτες τους βερμπαλιστικές (αλλά, περιέργως ισορροπημένες κι όχι φλύαρες) σκηνές, ο Λεονόρ Σεράιγ παραδίδει μία ταινία παρατήρησης, ποίησης, ευαισθησίας, αλλά κι ένα σχόλιο για τον σύγχρονο άνθρωπο, τις σχέσεις, την οικογένεια, την κοινωνία. Μπορεί η διαδρομή του Αρί να μάς έχασε προς το τέλος με κάποιες εύκολες, «στρογγυλές» επιλύσεις, αλλά κανείς δεν μπόρεσε να πάρει τα μάτια του από την ωμή, απαλή, σχεδόν παιδική ερμηνεία του πρωταγωνιστή Αντρονίκ Μανέ. Υποπτευόμαστε ότι μπορεί να είναι και το φαβορί ερμηνείας. Πόλυ Λυκούργου

What Marielle Knows

«What Marielle Knows» του Φρέντερικ Χάμπαλεκ | Γερμανία | Διαγωνιστικό

Ίσως η πιο ευχάριστη κι απροσδόκητη έκπληξη του φετινού διαγωνιστικού να μην ήταν άλλη από τη δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία του Φρέντερικ Χάμπαλεκ, στην οποία η έφηβη κόρη ενός εκ πρώτης όψεως τέλειου ζευγαριού αποκτά μυστηριωδώς τηλεπαθητικές ικανότητες και μπορεί να βλέπει και να ακούει όλα όσα κάνουν οι δύο γονείς της κατά τη διάρκεια της μέρας τους. Το γεγονός ότι, κάτω από την τακτοποιημένη, αγαπημένη, πετυχημένη, λειτουργική πρόσοψη της οικογενειακής μονάδας τους, κρύβονται αληθινές ζωές με μυστικά, απογοητεύσεις, ψέματα και ανικανοποίητες επιθυμίες, οι οποίες θα έρθουν βίαια στο φως από το γεγονός πως η κόρη τους τα ξέρει πλέον όλα, δημιουργεί μια συνθήκη ικανή να δυναμιτίσει κάθε οικογενειακή βεβαιότητα. Με ένα πανέξυπνο σενάριο που ισορροπεί θαυμάσια ανάμεσα στο χιούμορ και το δράμα, τον κυνισμό και την τρυφερότητα, ο Χάμπαλεκ ξεδιπλώνει μια «τι θα γινόταν αν» ιδέα σε μια διαπεραστική εξερεύνηση των οικογενειακών δεσμών, της απόστασης ανάμεσα στην εικόνα και τον αληθινό εαυτό μας και της δυναμικής των σχέσεων σε κάθε επίπεδο. Πλούσιο σε ιδέες και θέτοντας - ίσως όχι πρωτόγνωρα, μα σίγουρα καίρια - ερωτήματα από την αρχή ως το τέλος, το What Marielle Knows είναι μια από εκείνες τις ταινίες που ενδιαφέρονται για το κοινό τους - δίχως να το χαϊδεύουν - που δεν φοβάται να γίνει άβολη ή ενοχλητική, αλλά που πάντα κοιτάζει με κατανόηση και τρυφερότητα τους ήρωές της και την κατάστασή τους. Ακόμη κι όταν οι ίδιοι δείχνουν να μην την κατανοούν. Γιώργος Κρασσακόπουλος

Dreams

«Dreams» (Drommer) του Ντάγκ Γιόχαν Χάουγκερουντ | Noρβηγία | Διαγωνιστικό

Το δεύτερο μέρος της τριλογίας «Sex / Dreams / Love» του Ντάγκ Γιόχαν Χάουγκερουντ είναι μία ταινία τρυφερή, σκεπτόμενη, απλή και πολυσύνθετη. Ακολουθεί την ιστορία της 17χρονης Γιοχάνα, η οποία ερωτεύεται κεραυνοβόλα την νέα καθηγήτρια Γαλλικών που πιάνει δουλειά στο σχολείο της. Τα συναισθήματά της την ρίχνουν από το εκτυφλωτικό φως του θαμπώματος του έρωτα, στο σκοτάδι της αγωνίας και της ανασφάλειας της ανεκπλήρωτης διάστασής του. Περνάει επώδυνα και μοναχικά όλο το φάσμα των συναισθημάτων της. Μόνη της διέξοδος: το γράψιμο. Η γιαγιά της διάσημη συγγραφέας, η μητέρα της επίσης ακολούθησε στα χνάρια της λογοτεχνίας και τώρα η εγγονή - η οποία δεν έχει φιλοδοξίες, απλώς πρέπει κάπου να καταχωρήσει τις μνήμες της, τις εικόνες, τη χαρά και τον πόνο της - γιατί αλλιώς πώς θα ξέρει ότι το έζησε;

Παίζοντας ανάμεσα στην πραγματικότητα και την φαντασία του καλλιτέχνη, την αλήθεια και την αντίληψή της, ισορροπώντας με εξαιρετικό τρόπο ανάμεσα στο κοφτερό χιούμορ και τη σοβαρότητα των θεμάτων που αγγίζει (από τον φεμινισμό, μέχρι την queer ταυτότητα και όλα τα ενδιάμεσα #metoo σκαλοπάτια), ο Ντάγκ Γιόχαν Χάουγκερουντ παραδίδει μία μικρή, αλλά μεστή, γεμάτη ταινία που σε κάνει να γελάς και να βουρκώνεις με το ίδιο βλέμμα. Στον πρώτο της πρωταγωνιστικό ρόλο η Eλα Οβερμπεϊ δίνει μία ερμηνεία ηλιόλουστη, εύθραυστη, ώριμη. Πόλυ Λυκούργου

Kontinental 25

«Kontinental 25» του Ράντου Ζούντε | Ρουμανία | Διαγωνιστικό

Λίγο πριν τις καλοκαιρινές διακοπές της στη Σκιάθο, η Ορσόλια, μια δικαστική επιμελήτρια στο Κλουζ της Τρανσυλβανίας, πρέπει να φέρει εις πέρας μια τελευταία έξωση ενός άστεγου, που έχει βρει καταφύγιο στο υπόγειο ενός κτηρίου. Όταν, όμως, εκείνος αυτοκτονήσει, η Ορσόλια θα βρεθεί αντιμέτωπη με μια ηθική, επαγγελματική και προσωπική κρίση που θα είναι εξαιρετικά δύσκολο να διαχειριστεί. Ακόμη κι αν, όπως επαναλαμβάνει σε κάθε έναν που ενδιαφέρεται να ακούσει, δεν έχει κανένα μερίδιο ευθύνης απέναντι στον νόμο, η ίδια μοιάζει να κουβαλά κάθε στιγμή στους ώμους της ένα τεράστιο βάρος. Κι ενώ η οικογένειά της φεύγει για διακοπές, η ίδια μένει πίσω για να διαχειριστεί την ενοχή και τις ηθικές της ευθύνες. Και κάπως έτσι θα περάσει τις επόμενες μέρες συνομιλώντας με άλλους - μια φίλη, τη μητέρα της, έναν παλιό της μαθητή στο πανεπιστήμιο ή έναν ιερέα - προσπαθώντας να βρει μια διέξοδο από την κρίση της. Και στην πορεία, μέσα από αυτές τις κουβέντες και μέσα από ένα καυστικό, χιουμοριστικό, αιχμηρό έως κυνικό αλλά πάντα βαθιά διαπεραστικό σενάριο και σκηνοθετική ματιά, το φιλμ του Ράντου Ζούντε θα ακτινογραφήσει με ακρίβεια την κατάσταση του εδώ και του τώρα της σύγχρονης Ρουμανίας, της σύγχρονης Ευρώπης. Οι ταξικές, κοινωνικές, εθνοτικές, οικονομικές εντάσεις, η στεγαστική κρίση, η θεσμοθετημένη ανισότητα, η συστημική διαφθορά, οι προσωπικές ενοχές και η αποσιώπησή τους, όλα θα περάσουν από τον φακό του Ζούντε, φιλτραρισμένα μέσα από ένα βιτριολικό, επώδυνο χιούμορ σε μια ακόμη απαραίτητη ταινία από έναν δημιουργό που δεν φοβάται να μιλήσει με ακρίβεια για το εδώ και το τώρα. Γιώργος Κρασσακόπουλος

Reflections in a Dead Diamond

«Reflections in a Dead Diamond» (Reflet dans un diamant mort) των Ελέν Κατέ και Μπρουνό Φορζανί | Βέλγιο | Διαγωνιστικό

Αντλώντας ελεύθερα από την πλούσια δεξαμενή των ευρωπαϊκών B-movies, του giallo (αλλά και του σύμπαντος των ταινιών του Τζέιμς Μποντ αυτή τη φορά), οι Ελέν Κατέ και Μπρουνό Φορζανί κάνουν με το Reflections in a Dead Diamond την πιο φιλόδοξη και μαζί την πιο εξωφρενική ταινία της μέχρι τώρα φιλμογραφίας τους. Κινούμενοι ξέφρενα ανάμεσα στο κινηματογραφικό παρόν και το παρελθόν, ακολουθούν τη διαδρομή ενός συνταξιοδοτημένου μυστικού πράκτορα που, αν και βρίσκεται σε διακοπές διαρκείας σε μια γαλλική λουτρόπολη, αισθάνεται ότι μια υπόθεσή του από παλιά δεν έχει κλείσει ακόμη. Και κάπως έτσι ξεκινά ένα καλειδοσκοπικό ταξίδι σε κινηματογραφικά είδη και οπτικά μεγαλοπρεπείς εικόνες που θαμπώνουν τα μάτια και αποδεικνύουν πως κανείς άλλος δεν κάνει σινεμά με τον τρόπο των Κατέ και Φορζανί σήμερα ή ποτέ. Διότι, ακόμη κι αν οι αναφορές τους είναι εύκολο να αποκρυπτογραφηθούν, το ζευγάρι των Βέλγων δημιουργών δεν αναμασά ή αντιγράφει, αλλά ανυψώνει τις αισθητικές αφετηρίες τους στο επίπεδο της υψηλής τέχνης, που μεταμορφώνει το ακατέργαστο cult σε ένα αληθινό κινηματογραφικό διαμάντι. Και ναι, μπορεί κανείς να έχει επιφυλάξεις για το «βάθος» ή τη «χρησιμότητα» μιας ταινίας σαν αυτή, αλλά η ομορφιά της είναι αποστομωτική και η γοητεία που ασκεί στον θεατή που θέλει να βυθιστεί στο μαγευτικό σύμπαν της, είναι ακαταμάχητη. Γιώργος Κρασσακόπουλος

If I Had Legs I’d Kick You

«If I Had Legs I’d Kick You» της Μαίρη Μπρόνστιν | Η.Π.Α.

Μήπως το «The Substance» αυτού του φεστιβάλ; Μία ταινία είδους (φλερτάρει με τη φαντασία και τον τρόμο), μία αστεία και πικρή αλληγορία για τη μητρότητα. Η Λίντα είναι μία ψυχαναλύτρια, που η νευρική της κατάσταση έχει διαταραχθεί σημαντικά. Με τον καπετάνιο άντρα της απόντα συνεχώς, μεγαλώνει μόνη της τη χρόνια άρρωστη κόρη της. Το 8χρονο κοριτσάκι δεν μπορεί να φάει κανονικά κι είναι συνδεδεμένο με έναν ομφάλιο λώρο τροφής από μηχάνημα. Αυτό δεσμεύει και εγκλωβίζει την μητέρα σε μία συνεχή περιποίηση κι αγωνία, ενώ ταυτόχρονα όλο το περιβάλλον της την πιέζει - οι γιατροί, οι δασκάλες, οι άλλες μητέρες, αλλά και η ίδια η μικρή έχουν συνεχείς απαιτήσεις. Ενας εφιάλτης που γιγαντώνεται όταν ο ουρανός πέφτει στο κεφάλι της. Συμβολικά, αλλά κάπως κυριολεκτικά: η οροφή του σπιτιού τους καταρρέει και η Λίντα πρέπει να βρει κανονικότητα για την ίδια, την κόρη, τους ασθενείς της ενώ ζει σ' ένα παρακμιακό μοτέλ.

Η Μαίρη Μπρόνστιν συνθέτει μία παραβολή για τις παράλογες απαιτήσεις της κοινωνίας από τις μητέρες, για την κούραση, τις ενοχές, την καθημερινή πάλη με το χρόνο και τον εαυτό σου. Με ένα σενάριο που φλερτάρει με τη sci fi φαντασία, τον τρόμο αλλά και το κατάμαυρο χιούμορ που επιτίθεται ιερόσυλα στους κανόνες, η ταινία έγινε το χιτ του φετινού φεστιβάλ. Και η Ρόουζ Μπερν που δίνει μία ερμηνεία με σπασμένα νεύρα και φρένα, θα ήταν μεγάλη μας χαρά να έφευγε με το βραβείο της Berlinale. Πόλυ Λυκούργου

Peter Hujar’s Day

«Peter Hujar’s Day» του Αϊρα Σακς | Η.Π.Α. | Ειδικές Προβολές

Παραδίδοντας μια ακόμη χαμηλότονη, εύθραυστη, εσωτερική, αλλά απόλυτα μελετημένη και στιβαρή ταινία, ο Αϊρα Σακς μεταφέρει στην οθόνη μια μέρα από τη ζωή του φωτογράφου Πίτερ Χούτζαρ, όπως την αφηγείται ο ίδιος στη συγγραφέα Λίντα Ρόζενκραντς. Η Ρόζενκραντς φιλοδοξούσε να εκδώσει ένα βιβλίο στο οποίο διάσημοι φίλοι της, σημαντικές προσωπικότητες της καλλιτεχνικής σκηνής της Νέας Υόρκης των ’70s, θα αφηγούνταν στο μαγνητόφωνό της μια μέρα από τη ζωή τους με όλες τις λεπτομέρειες των όσων τους συνέβησαν. Το βιβλίο δεν εκδόθηκε ποτέ, οι μαγνητοταινίες από τη συνέντευξη του Χούτζαρ χάθηκαν, αλλά η απομαγνητοφώνησή τους βρέθηκε πριν λίγα χρόνια στο αρχείο του Χούτζαρ.Ο Σακς μεταφέρει την απομαγνητοφώνηση εκείνη λέξη προς λέξη στην οθόνη, σε μια ταινία που είναι εξ ολοκλήρου τοποθετημένη στο διαμέρισμα της Ρόζενκραντς, με τον Χούτζαρ να αφηγείται κι εκείνη να κάνει διευκρινιστικές ερωτήσεις καθοδηγώντας τη συζήτηση. Ο Πίτερ ξεκινά σκεφτόμενος ότι ελάχιστα πράγματα του συνέβησαν την προηγούμενη μέρα, αλλά όταν ξεκινά να τα απαριθμεί, ανακαλύπτει πως οι προηγούμενες 24 ώρες ήταν αντίθετα από ό,τι πίστευε γεμάτες μικρά ή μεγαλύτερα γεγονότα και η απαρίθμησή τους γίνεται μια ευκαιρία αναστοχασμού πάνω σε ανθρώπους και ιδέες.Μπορεί η ιδέα δύο ηθοποιών κλεισμένων σε ένα διαμέρισμα που συνομιλούν να μην προβάλλει ως η βάση για κάτι συναρπαστικό, αλλά ο Μπεν Γουίσο και η Ρεμπέκα Χολ είναι απλά μαγνητικοί, μεταφέροντας με ακρίβεια, ζωντανεύοντας στην ουσία μια στιγμή σε μια πόλη που έμοιαζε να κοχλάζει από ταλέντο και πιθανότητες. Ο Σακς παίρνει αυτό το απλό εκ πρώτης όψεως υλικό και το μεταμορφώνει σε μια αληθινή χρονοκάψουλα κι έναν συναρπαστικό διαλογισμό για τον χρόνο και τη δημιουργία, για την εσωτερική ζωή ενός καλλιτέχνη και τη βαθύτερη ουσία που μπορείς να ανακαλύψεις παρατηρώντας με προσοχή κάτι που μοιάζει απλά επιφανειακό. Γιώργος Κρασσακόπουλος

Mickey 17

«Mickey 17» του Μπονγκ Τζουν-Χο | Ν. Κορέα, Η.Π.Α | Berlinale Special Gala

Πλανήτης Γη, 2054. Σ’ έναν κόσμο σκοτεινό, δυστοπικό, γονατισμένο από την οικονομική κρίση και αφανισμένο από την οικολογική καταστροφή, ο Μίκι Μπαρνς, ένας loser μεροκαματιάρης πείθεται από τον τυχοδιωχτάκο φίλο του Τίμο να δανειστούν ένα μεγάλο ποσό από τον τοπικό τοκογλύφο και να ανοίξουν ένα ζαχαροπλαστείο. Όταν η επιχείρηση φυσικά γονατίζει, η συμμορία του αδίστακτου μαφιόζου τους κυνηγά με σιδεροπρίονα κι απειλεί ότι θα τους βρει ακόμα και στην τελευταία γωνιά της γης. Μόνη λύση; Να το σκάσουν από τη Γη.

Ο Μπονγκ Τζουν-χο επιστρέφει 6 χρόνια μετά τα οσκαρικά του «Παράσιτα» με μία ακόμα πικρή, κατάμαυρη παρωδία για την κατάντια της ανθρωπότητας. Παίρνοντας ως πρώτη ύλη το μυθιστόρημα του Εντουαρντ Αστον «Mickey7» (2022), ο Κορεάτης σκηνοθέτης, για ακόμα μία φορά, διασκεδάζει μπλέκοντας τα είδη. Το «Mickey 17» πληρεί την περιγραφή ενός sci-fi fantasy, αλλά δεν είναι ακριβώς «μελλοντολογικό»: ο θεατής το βιώνει, το νιώθει ως κάτι πολύ υπερκτό και σημερινό - μία καυστική κριτική της πολιτικής σκηνής που γεννά Ελον Μασκ/Ντόναλντ Τραμπ -γελοίους αλλά επικίνδυνους- άπληστους φασίστες. Η ατμόσφαιρα του είναι απόλυτα συνυφασμένη με ένα μεταμοντέρνο, νιχιλιστικό νέο-νουάρ (ακόμα και η αφήγηση του προλόγου θυμίζει «Sunset Boulevard» και «Double Indemnity»), η δράση του έχει βαθιά ρίζα στην κορεατική κινηματογραφική απροκάλυπτη βία. Κι όμως. Η φαρσοκωμωδία πρωταγωνιστεί κι ανατρέπει συνεχώς τον τόνο και τη θερμοκρασία της ταινίας. Και το πιο ειρωνικό από όλα: το καταγγελτικό του μήνυμα για τον αμετροεπή καπιταλισμό είναι πρωταγωνιστικό και ηχηρό, όμως αυτό που βλέπουμε είναι ένα πανάκριβο στουντιακό blockbuster. Πόλυ Λυκούργου

Διαβάστε ολόκληρη την κριτική του Flix για το «Mickey 17» εδώ

The Thing With Feathers

«The Thing With Feathers» του Ντίλαν Σάουθερν | Μ. Βρετανία | Εκτός συναγωνισμού

H κινηματογραφική μεταφορά του best seller «Η Θλίψη είναι ένα Πράγμα με Φτερά» (2018) του Μαξ Πόρτερ, έκανε πρεμιέρα στο Sundance και για αυτό στην Berlinale ήρθε εκτός διαγωνιστικού. Κρίμα. Θα μπορούσε ο Μπένεντικτ Κάμπερμπατς να φύγει με το βραβείο ερμηνείας. Εύκολα. Οχι δεν είναι έκπληξη ότι Βρετανός ηθοποιός επιδίδεται σε ακόμα μία μεγάλη, αριστοτεχνική ερμηνεία. Μας έχει συνηθίσει. Αυτό όμως που σε αιφνιδιάζει, κάθε φορά, είναι ότι (είτε ως «Doctor Strange» σε iconic σουρεαλιστικό sci-fi, είτε ως σκληρός κάουμποϊ απέναντι στη «Δύναμη του Σκύλου» σε συμβολικό γουέστερν) μελετά τόσο τις νανολεπτομέρειες των χαρακτήρων του ώστε να βγάζει ωμή αμεσότητα, ειλικρίνεια, ανθρωπιά.

Κι εδώ, ως ο χήρος πατέρας που χάνει άξαφνα τη σύντροφο της ζωής του, δεν συγκρούεται απλώς με την απώλεια. Την παλεύει, κυριολεκτικά. Η θλίψη που παίρνει τη μορφή ενός τεράστιου κατάμαυρου κορακιού - εισβάλει στο σπίτι και το μυαλό του και τον χτυπά αλύπητα. Τον ξεκοιλιάζει. Τον νικά κάθε βράδυ. Και το πρωί όλα ξεκινούν από την αρχή. Σαν ένας τραγικός Προμηθέας που δεν καταλαβαίνει γιατί η ζωή συνεχίζεται. Ο Σάουθερν στην πρώτη του φιξιόν μεγάλου μήκους ταινία (έχει προϋπηρεσία στα μουσικά ντοκιμαντέρ), με τον Κάμπερμπατς σε ρόλο ενεργού παραγωγού, τολμά να τραβήξει τη γκοθ ατμόσφαιρα της ταινίας στα άκρα, κλέβοντας όμως μικρές μικρές νανοστιγμές που κάνουν τόσο πιστευτή την τιτάνια απώλεια, τον γιγαντιαίο πόνο, το άδικο του θανάτου. Ναι, κανείς δεν μπορεί να συναγωνιστεί το υπέροχο βιβλίο, όμως η ταινία δικαιώνει την προσπάθεια. Πόλυ Λυκούργου

Διαβάστε περισσότερα: Berlinale 2025 | Το Flix μιλά για τη θλίψη με τον Μπένεντικτ Κάμπερμπατς

Οι Αγριες Μέρες μας

«Οι Αγριες Μέρες μας» του Βασίλη Κεκάτου | Ελλάδα | Διαγωνιστικό Generation 14plus

Η Χλόη μία αυθάδης, ατίθαση 20χρονη που ασφυκτιά στο καταπιεστικό, δυσλειτουργικό πατρικό της, επιλέγει να το σκάσει παρά να δουλέψει για «580 ευρώ» στο πόστο που της βρήκε ο μπάτσος αδελφός της. Τυχοδιωκτικά, αυθόρμητα, χωρίς καν αποσκευές, ξεκινά ένα ταξίδι δρόμου με προορισμό τον Έβρο και το σπίτι της μεγάλης της αδελφής. Μία οτοστόπ περιπέτεια όμως, μπορεί να είναι περισσότερο επικίνδυνη παρά ρομαντική: σε μία βίαιη -παραλίγο τραυματική- πρώτη εμπειρία διασώζεται από μια παρέα νεαρών. Της συστήνονται ως μέλη μπάντας και περιπλανόμενοι ακτιβιστές κι αρχικά τη φιλοξενούν. Σταδιακά όμως, την αποδέχονται, την υιοθετούν. Ταξιδεύοντας με ένα τροχόσπιτο χωρίς πραγματικό προορισμό, ζουν ως ελεύθεροι νομάδες, με δικούς τους κώδικες και κανόνες. Αλλωστε ποιος είπε ότι το νόμιμο είναι και ηθικό; Τις μέρες επισκέπτονται καταυλισμούς και βοηθούν ανθρώπους που η κρίση τους πέταξε στις παρυφές της κοινωνίας. Τις νύχτες, δρουν παραβατικά ως μοντέρνοι Ρομπέν των Δασών που θέλουν να πάρουν πίσω από τους τοκογλύφους και να τα επιστρέψουν στους αδύναμους - όλα όσα πολύτιμα αναγκάστηκαν κάποτε να ξεπουλήσουν για να επιβιώσουν.

Έξι χρόνια μετά το Χρυσό Φοίνικα με την «Απόσταση Ανάμεσα στον Ουρανό κι Εμάς», ο Βασίλης Κεκάτος κάνει το πολυαναμενόμενο σκηνοθετικό του ντεμπούτο στην μεγάλου μήκους με μία ταινία απόλυτα πιστή στο προσωπικό του σύμπαν. Μία ιστορία νιότης και επανάστασης - μεγαλόπνοη στις ιδέες της και οικεία στα ψυθιριστά της συναισθήματα. Λυρική κι όνειρική στην αισθητική της, βαπτισμένη όμως στην μελαγχολία ενός σύγχρονου κοινωνικού ρεαλισμού. Θλιβερή στις διαπιστώσεις της για τον κόσμο μας, αλλά απέθαντα ρομαντική στον πώς τον κοιτά και πιστεύει ότι μπορεί να τον αλλάξει. Ή θα το προσπαθεί μέχρι να αδειάσει το ντεπόζιτο. Πόλυ Λυκούργου

Διαβάστε ολόκληρη την κριτική για τις «Αγριες Μέρες μας» εδώ, αλλά και τη συνέντευξη που παραχώρησε ο Βασίλης Κεκάτος στο Flix από την Berlinale εδώ.

ΟΙ ΑΠΟΓΟΗΤΕΥΣΕΙΣ

the light

«The Light» (Das Licht) του Τομ Τίκβερ | Γερμανία | Berlinale Special / Opening Film

Ο Τιμ κάποτε ήταν ένας προοδευτικός αριστερός - γεμάτος παθιασμένες ιδέες που θα άλλαζαν τον κόσμο. Σήμερα δουλεύει σε μία διαφημιστική εταιρία και τα δημιουργικά concepts του πουλάνε εύκολες αερολογίες προς κατανάλωση. Η Μιλένα, η γυναίκα του, επένδυσε τα τελευταία 15 χρόνια της ζωής της για να αλλάξει τον κόσμο: 2-3 φορές τον μήνα, αφήνει το Βερολίνο, το σπίτι της, τον Τιμ και τα δίδυμα παιδιά τους, και τρέχει στην Αφρική, όπου αγωνίζεται για να βρίσκει χρηματοδότηση για πολιτισμικά κοινωφελή έργα. Οι δυο τους δεν επικοινωνούν πια, δεν υπάρχει σεξ, οικειότητα. Ο Τιμ την αναζητά άγαρμπα ενώ δεν είναι πραγματικά παρών, η Μιλένα έχει σταματήσει και να τον κοιτά. Απεχθάνεται τον εαυτό της ως μητέρα, τα δίδυμα ενηλικιώνονται σε λίγο κι εκείνη ακόμα κουβαλά το τραύμα της γέννας. Η 17χρονη Φρίντα με τα μελαγχολικά ελαφίσια μάτια τοὺς διαβάζει τους γονείς της - τα καταλαβαίνει όλα, τους απαξιώνει, τους απορρίπτει. Προτιμά να χορεύει στα κλαμπ με τους φίλους της, να τριπάρει με acid, να δραπετεύει από την πραγματικότητα. Αυτό κάνει κι ο αδελφός της, ο Γιόν.Μονίμως κλεισμένος στο δωμάτιο του, όπου δεν επιτρέπεται η είσοδος σε κανέναν, φοράει τη VR μάσκα του και ζει μόνο στον κόσμο των gamers - εκεί έχει φίλους, εκεί ερωτεύεται, από τα έπαθλα εκεί κερδίζει το χαρτζηλίκι του. Η Μιλένα έχει ακόμα ένα γιο, τον 8χρονο Ντίο - αποτέλεσμα μίας παράνομης σχέσης στο Ναϊρόμπι. Κάθε 2 εβδομάδες, ο Ντίο μένει μαζί τους - σ’ αυτό το προβληματικό σπίτι, με ανθρώπους που δεν κοιτιούνται στα μάτια, εκείνος μεγαλώνει, παρατηρεί. Και μουρμουρίζει τους στίχους του «Bohemian Rhapsody» των Queen.

Ο Τομ Τίκβερ επιστρέφει στη μεγάλη οθόνη (γιατί στην μικρή διαπρέπει με το «Babylon Berlin») μετά από περίπου μία δεκαετία. Πάλαι ποτέ Ιt-Director του γερμανικού σινεμά (το «Τρέξε Λόλα Τρέξε» είχε σκάσει σαν βόμβα σε Ευρώπη και Αμερική, κι έχει μείνει στην Ιστορία ως η πιο διάσημη γερμανική ταινία, κατατροπώνοντας, ω ναι, και το «Das Boot»), μάς χάρισε πολλές αγαπημένες ταινίες (το «Heaven», για παράδειγμα), προτού η υπέρμετρη φιλοδοξία του τον εκτινάξει στη στρατόσφαιρα της sci-fi αμετροέπιας («Cloud Atlas»). «Cloud Atlas» θα λες και θα κλαις, καθώς το «Φως», στα 165 ανοικονόμητα λεπτά του, αποδεικνύεται ως ένα ακόμα πιο πομπώδες, φλύαρο, υπερφίαλο, μεγαλομανές έπος που χάσκει τόσο ιδεολογικά, όσο και κινηματογραφικά. Το χειρότερο: κάτι που νομίζει ότι είναι μοντέρνο, πρωτοπόρο, ρηξικέλευθο, ενώ στην ουσία είναι ο ορισμός του παλιακού. Είναι λυπηρό να βλέπουμε τον σκηνοθέτη που αγαπήσαμε πριν από 30 χρόνια να «θέλει να κάθεται ακόμα στο τραπέζι με την νεολαία». Πόλυ Λυκούργου

Διαβάστε ολόκληρη την κριτική του Flix για το «The Light» του Τομ Τίκβερ εδώ

Girls on Wire

«Girls on Wire» (Xiang Fei de nu Hài) της Βίβιαν Κιου | Kίνα | Διαγωνιστικό

Προσπαθώντας να ισορροπήσει μάλλον αμήχανα ανάμεσα στο δράμα και το θρίλερ, το Girls on Wire της Βίβιαν Κιου δεν καταφέρνει να αποκτήσει την έντασή που του αναλογεί σε κανένα από τα δυο επίπεδα. Στο φιλμ,δύο ξαδέρφες, η Τιάν Τιάν, που προσπαθεί να ξεφύγει από ένα επικίνδυνο παρελθόν, και η Φανγκ Ντι, μια κασκαντέρ που δουλεύει στον κινηματογράφο, ξανασμίγουν σε μια συνθήκη γεμάτη ένταση και μυστικά. Καθώς η Τιάν Τιάν βρίσκει καταφύγιο στη ζωή της Φανγκ Ντι, οι δυο τους αναγκάζονται να αντιμετωπίσουν όχι μόνο τον κίνδυνο που τις απειλεί, αλλά και το βάρος μιας σχέσης που είχε χαθεί στο χρόνο.

Παρά την γοητευτική κινηματογράφηση και τις αποτελεσματικές ερμηνείες, η ταινία αδυνατεί να εμβαθύνει στις σχέσεις των χαρακτήρων, αφήνοντας συναισθηματικά κενά και σχεδόν ποτέ δεν καταφέρνει να σε κάνει να συνδεθείς με τις ηρωίδες ή το δράμα τους σε ένα βαθύτερο επίπεδο. Γιώργος Κρασσακόπουλος

Mother’s Βaby

«Mother’s Βaby» της Γιοχάνα Μόντερ | Αυστρία | Διαγωνιστικό

Το Mother’s Baby της Γιοχάνα Μόντερ είναι ένα ψυχολογικό δράμα που εξερευνά τις σκοτεινές πτυχές της μητρότητας μέσα από τη φόρμα ένα θρίλερ παράνοιας κι αγωνίας. Η ιστορία ακολουθεί την Τζούλια, μια επιτυχημένη μαέστρο, η οποία μετά τον τοκετό αρχίζει να βιώνει μια βαθιά αποξένωση από το μωρό της. Καθώς οι μέρες περνούν, η αίσθηση ότι κάτι δεν πάει καλά μεγαλώνει, ειδικά όταν αρχίζει να υποψιάζεται ότι το παιδί της δεν είναι δικό της. Με τον Κλάες Μπανγκ να υποδύεται τον γιατρό της που εργάζεται σε μια μυστηριώδη κλινική, η ταινία προσθέτει μια ένταση σχεδόν δυστοπική, θολώνοντας τα όρια μεταξύ ψυχικής διαταραχής και πραγματικής συνωμοσίας. Ο φόβος της Τζούλια ότι το μωρό της μπορεί να είναι αποτέλεσμα ιατρικών πειραμάτων την οδηγεί σε μια εσωτερική και εξωτερική αναζήτηση, όπου η μητρική αγάπη συγκρούεται με την καχυποψία και την αμφιβολία.Παρά τις δυνατές ερμηνείες και την ενδιαφέρουσα θεματική, η ταινία διστάζει να εμβαθύνει σε όσα υπαινίσσεται. Η ισορροπία ανάμεσα στο ψυχολογικό δράμα και το θρίλερ δεν είναι πάντα πετυχημένη και η διστακτικότητά του βυθιστεί ολοκληρωτικά σε μια πιο ενδιαφέρουσα εξερεύνηση της επιλόχειας κατάθλιψης επιλέγοντας την πιο έυκολη οδό του να κάνει την πιθανότητα μιας ιατρικής συνομωσίας να μοιάζει ως η απάντηση στα ερωτήματα της ηρωίδας του, μάλλον απογοητεύει. Γιώργος Κρασσακόπουλος

Dreams

«Dreams» του Μισέλ Φράνκο | Μεξικό | Διαγωνιστικό

Ο Φερνάντο είναι ένας Μεξικανός νεαρός χορευτής με εγκλωβισμένες φιλοδοξίες σε μία χώρα που δεν μπορεί να του προσφέρει το μέλλον που ονειρεύεται. Για αυτό και περνάει παράνομα, επικίνδυνα τα σύνορα από το Σαν Αντόνιο στην Καλιφόρνια - ένας ακόμα «λαθραίος» σ' ένα καμιόνι με άλλους μετανάστες. Αλλοι επιβιώνουν, άλλοι όχι. Ρίσκάρει τα πάντα για να βρεθεί στο Σαν Φρανσίσκο, εκεί που μένει η ερωμένη του. Η Tζένιφερ, μεγαλύτερή του και μεγαλοαστή, είναι η -επίσης εγκλωβισμένη στις συνθήκες της- κόρη του εκατομμυριούχου επιχειρηματία που χρηματοδοτεί τις τέχνες - τόσο στην Αμερική, όσο και στο Μεξικό. Ετσι γνωρίστηκαν οι δυο παράνομοι εραστές, έτσι ονειρεύτηκαν μαζί έναν κόσμο που θα αποδεχθεί τη σχέση τους, που θα δώσει υπηκοότητα και πραγματική ευκαιρία στον Φερνάντο. Μόνο που αυτός ο κόσμος δεν υπάρχει.

Μετά από το δυνατό, αξέχαστο «Memory», ο Μισέλ Φράνκο συνεργάζεται ξανά με την Τζέσικα Τσαστέιν. Αυτή τη φορά όμως με κάτι που απογοήτευσε τα όνειρά μας. Ο Φράνκο είναι πάντα ψυχρός, κυνικός και του αρέσουν οι ανατροπές λίγο πριν το φινάλε. Ολα αυτά τα περιμέναμε. Δεν περιμέναμε όμως ένα σενάριο γεμάτο κλισέ, με δήθεν δυνατές συγκρούσεις (στην ουσία απολύτως αναμενόμενες), καμία πραγματική φρέσκια ιδέα στο πώς πλησίασε τον βαθιά ριζωμένο «not in my backyard» ρατσισμό και των «φιλεύσπλαχνων» Αμερικανών κι ένα τέλος που δυστυχώς δικαιώνει τους Τραμπιστές αυτής της χώρας. Ακόμα χειρότερα; Η Τσαστέιν που περιφέρεται στην ταινία ευνουχισμένη, παγερή, ποζάτη. Μία χαμένη ευκαιρία. Πόλυ Λυκούργου

La Cache

«The Safe House» (La Cache) του Λιονέλ Μπαϊέρ | Γαλλία | Διαγωνιστικό

Βυθίζοντάς μας σε ένα μπουρζουά αλλά και μποέμ παριζιάνικο σπίτι και στις ζωές των εκκεντρικών κατοίκων του και του ευρύτερου κύκλου τους, τις παραμονές και κατά τη διάρκεια του Γαλλικού Μάη του '68, το φιλμ ξεκινά από μια ενδιαφέρουσα αφετηρία για να μεταμορφωθεί σε μια υπερβολικά φορτωμένη, βεβιασμένα ιδιόρρυθμη και τελικά μάλλον εξυπνακίστικη ταινία. Με οδηγό μας, τον μικρό εγγονό των ιδιοκτητών και γεμάτο από περιφερειακούς χαρακτήρες (και σκηνογραφία) που μοιάζουν βγαλμένοι από μια γαλλική εκδοχή του σύμπαντος του Γουές Άντερσον, το The Safe House δεν καταφέρνει ποτέ να τιθασεύσει το χάος της αφήγησης και των ιδεών του. Ο Λιονέλ Μπαϊέρ προσπαθεί να συνδυάσει στοιχεία πολιτικού δράματος, ψυχολογικής έντασης και οικογενειακής δυναμικής, αλλά χωρίς να βρει μια συνεκτική αφήγηση που να δίνει βάθος, αληθοφάνεια ή συναισθηματική δύναμη και ουσία στην ιστορία. Κάπως έτσι, η ταινία μοιάζει εγκλωβισμένη στη σκηνογραφία και την επιφανειακή νοσταλγία της εποχής, χωρίς να αξιοποιεί ουσιαστικά τα ιστορικά της γεγονότα ή να επενδύει σε μια βαθύτερη ανάλυση των χαρακτήρων της και της, εν δυνάμει, βαθιά πολιτικής ιστορίας της. Γιώργος Κρασσακόπουλος

Hot Milk

«Hot Milk» της Ρεμπέκα Λένκιεβιτς | Μ. Βρετανία, Ελλάδα | Διαγωνιστικό

H 60χρονη Ρόουζ πάσχει από μία περίεργη ασθένεια που έχει παραλύσει τα κάτω άκρα της. Οξείς, αφόρητοι πόνοι επιτίθενται ξαφνικά σε όλο της το σώμα - στα κόκκαλα, τα νεύρα, τους μύες. Οι φλέβες του λαιμού της συσπώνται, το πρόσωπο της κατακερματίζεται, το βλέμμα της τρομάζει και κακιώνει. Καθηλωμένη στην αναπηρική της καρέκλα έχει μόνο μία βοήθεια, παρέα, παρηγοριά: την μοναχοκόρη της Σοφία. Μία 25χρονη κοπέλα που επί δύο δεκαετίες είναι η μητέρα της μαμάς της. Ο πατέρας της τοὺς εγκατέλειψε όταν η Σοφία ήταν τεσσάρων, περίπου την ίδια εποχή που ξεκίνησαν και τα συμπτώματα της Ρόουζ. 

Τις συναντάμε στην Αλμερία, το παραλιακό ισπανικό θέρετρο όπου βρίσκεται η κλινική του Δρ. Γκόμεζ, ενός εναλλακτικού θεραπευτή για τον οποίο η Ρόουζ έβαλε υποθήκη το σπίτι της στο Λονδίνο. Δεν αντέχει άλλο τον πόνο: ή θα βρει μία λύση, ή θα ζητήσει να την ακρωτηριάσουν. Αυτή η πιθανότητα παραλύει και την Σοφία. Αυτή η πιθανότητα την δένει για πάντα με την επίπονη επιμέλεια της μητέρας της. Αυτός ο άκοπος ομφάλιος λώρος, απειλεί να τυλιχτεί γύρω από το λαιμό της.

Σε καμία περίπτωση η ταινία δεν είναι κακή. Απλώς, οι προσδοκίες μας ήταν μεγαλύτερες. Περιμέναμε με μεγάλη ανυπομονησία το σκηνοθετικό ντεμπούτο της Ρεμπέκα Λένκιεβιτς. Και γιατί αγαπάμε τα σενάρια που έχει υπογράψει και λόγω δυναμικού καστ και γιατί πρόκειται για ελληνική συμπαραγωγή της Heretic που πάντα υπογράφει αξιοπρόσεκτα πρότζεκτς. Και η αλήθεια είναι ότι και εδώ το «Hot Milk» έχει όλα τα συστατικά: ένα μυθιστόρημα με δύσκολο θέμα, μία έτοιμη να απογειωθεί νέα σκηνοθέτη, δυνατές ερμηνείες, γυρίσματα στην Ελλάδα, σωστές προθέσεις. Ομως η θερμοκρασία της ταινίας δεν γίνεται ποτέ καυτή - όπως υπόσχεται ο τίτλος. Πόλυ Λυκούργου

Διαβάστε αναλυτικά την κριτική του Flix εδώ

Το 75ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Βερολίνου διεξάγεται φέτος από τις 13 μέχρι και τις 23 Φεβρουαρίου. Το Flix θα βρίσκεται εκεί για να σας μεταφέρει, ζωντανά, όλα όσα συμβαίνουν μέσα και έξω από τις αίθουσες μέσα από το ειδικό τμήμα του που ανανεώνεται συνεχώς.