Τοποθετημένο στα χρόνια του μεγάλου λιμού της Ιρλανδίας όταν από το 1845 έως το 1852 η χώρα έχασε το ένα τέταρτο του πληθυσμού της όταν μια ασθένεια κατέστρεψε την σοδειά της πατάτας, την βασική τροφή για μια μεγάλη μερίδα του πληθυσμού της χώρας, η οποία στην κυριολεξία πέθανε από την πείνα, το φιλμ του Λανς Ντέιλι, ξεκινά από μια αληθινά τραγική αφετηρία.
Στο κέντρο της ιστορίας του βρίσκεται ο Μάρτιν Φίνι, ένας ιρλανδός λιποτάκτης του βρετανικού στρατού που επιστρέφει στο χωριό του για να βρει την μητέρα του νεκρή, το πατρικό του χοιροστάσιο στα χέρια ενός πλούσιου συγγενή, τον αδελφό του δολοφονημένο από τους Βρετανούς και την χήρα του και τα παιδιά τους να επιβιώνουν μετά βίας σε συνθήκες εξαθλίωσης.
Ο Μάρτιν έχει σκοπό να μεταναστεύσει στην Αμερική, βλέποντας όμως από κοντά την βία και την ανηθικότητα της εξουσίας που έχει σπρώξει μια ολόκληρη χώρα στην απελπισία, θα ζητήσει εκδίκηση στο όνομα των νεκρών του και δεν θα διστάσει να τα βάλει με πολύ πιο ισχυρούς αντιπάλους σε μια σχεδόν αυτοκαταστροφική βεντέτα.
Και προκειμένου να τον σταματήσουν, οι βρετανοί θα στείλουν στο κατόπι του έναν πρώην συμπολεμιστή του στο Αφγανιστάν ο οποίος θα ακολουθήσει τα ματωμένα ίχνη του προκειμένου να προβλέψει το επόμενο θύμα του.
Με φόντο την παγωμένη ερημιά της αγροτικής Ιρλανδίας, ο Ντέιλι κάνει ένα έντονο κατηγορώ της βρετανικής αποικιοκρατίας και της κοινωνικής ανισότητας σε ένα φιλμ που ακολουθεί περισσότερο απ΄οτιδήποτε άλλο τους κώδικες ενός γουέστερν, ξεκινώντας ήδη από τον σιωπηλό, αποφασισμένο ηρώα του που φτάνει στην πόλη καβάλα στο άλογο και καταλήγοντας σε ένα shoot out που δεν θα έμοιαζε εκτός τόπου στο O.K. Coral.
Ομως παρά την ενδιαφέρουσα ατμόσφαιρα, τα συχνά εντυπωσιακά τοπία και τις αναμφίβολα δίκαιες και καλές προθέσεις, το φιλμ δεν κατορθώνει να γίνει η συγκλονιστική εμπειρία που θα περίμενε κανείς. Οι χαρακτήρες είναι απροσδόκητα μονοδιάστατοι, η απεικόνιση της τραγωδίας δείχνει συχνά λίγη, η πορεία της ιστορίας δεν προσφέρει την κορύφωση που θα χρειαζόταν και η εικόνα του φιλμ φέρνει κάτι από τον αέρα μιας καλοφτιαγμένης, αλλά όχι όσο πειστικής θα ήθελες τηλεοπτικής σειράς.
Και με κάποιον τρόπο ακόμη και η απόφαση του σκηνοθέτη να τοποθετήσει δυο Αυστραλούς ηθοποιούς (τον Τζέιμς Φρέσβιλ και Χιούγκο Γουίβινγκ) μοιάζει αποπροσανατολιστική σε ένα φιλμ που δεν καταφέρνει να βρει την ένταση και την δραματικότητα που του αξίζει πέρα από μερικές αληθινά αποτελεσματικές και σκοτεινές στιγμές βίας.
Περισσότερες κριτικές από την Berlinale 2018
Tags: Berlinale 2018, Black 47