Εκ πρώτης όψεως το φιλμ του Νοτιοαφρικάνου σκηνοθέτη μοιάζει με ένα ακόμη coming of age film μια ιστορία για την «ενηλικίωση» ενός νεαρού άντρα στα πλαίσια ακριβώς μιας τέτοιας παραδοσιακής τελετής της φυλής Ξόσα στην οποία τα αγόρια λίγο πριν την ενηλικίωση υφίστανται περιτομή με τελετουργικό τρόπο και περνούν δυο εβδομάδες στο χωριό μέχρις ότου η πληγή τους να επουλωθεί και τα ίδια να περάσουν μια σειρά από «δοκιμασίες» που θα τους επιτρέψουν να «γίνουν άντρες».
Ενα από τα αγόρια που λαμβάνει μέρος στην τελετή είναι ο γιος ενός άντρα από το χωριό που τώρα ζει μια άνετη ζωή στο Γιοχάνεσμπουργκ, ο Κουάντα, ένας νεαρός για τον οποίο ο πατέρας του πιστεύει ότι είναι πολύ μαλθακός κι ανησυχεί για το τι κάνει στο δωμάτιό του όταν κλειδώνει την πόρτα με τους λευκούς φίλους του.
Ο άντρας που θα αναλάβει να τον καθοδηγήσει σε αυτή την τελετή μύησης είναι ο Ξολάνι, ένας τριαντάχρονος εργάτης σε μια μεγάλη αποθήκη στην κοντινή πόλη, ο οποίος μοιάζει να έχει τους δικούς του λόγους να επιστρέφει κάθε χρόνο στο χωριό του, ακόμη κι αν η δική του διαδικασία ενηλικίωσης μέσα από την ίδια τελετή ήταν –όπως θα την αφηγηθεί ο ίδιος- ιδιαίτερα επώδυνη.
Ο βασικός λόγος που τον φέρνει κάθε χρόνο πίσω όμως, θα αποκαλυφθεί όταν φτάσει στο χωριό ο παιδικός του φίλος Βίτζα και οι δυο άντρες θα συναντηθούν σε ένα μισογκρεμισμένο σπίτι για να κάνουν σεξ. Οι δυο τους βρίσκονται κάθε χρόνο εκεί και συνεχίζουν μια σεξουαλική σχέση που έχει διαφορετικό ειδικό βάρος για τον καθένα. Ο Βίτζα είναι παντρεμένος με τρία παιδιά και δεν επιτρέπει στον εαυτό του να δει τίποτα βαθύτερο πέρα από την σωματική έλξη στην σχέση τους, ο Ξολάνι είναι σαφές ότι βρίσκει σε αυτήν κάτι πολύ βαθύτερο, αλλά είναι πρόθυμος να αρκεστεί σε κάτι πολύ λιγότερο.
Διαβάστε ακόμη: Berlinale 2017: Ο Ρίτσαρντ Γκιρ δεν ήρθε μόνο για «Dinner» στο Βερολίνο
Ομως στην διάρκεια των ημερών που θα ακολουθήσουν, η ισορροπία ανάμεσα στους δύο άντρες αλλά και στην παγιωμένη δύναμη της παράδοσης πάνω σε ολόκληρη την κοινότητα θα ανατραπεί από την ατίθαση στάση του νεαρού Κουάντα, ο οποίος θα αναγνωρίσει την φύση των δύο ανδρών κι επίσης θα αντισταθεί σθεναρά στην λογική της συνέχισης μιας παράδοσης που έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τον κόσμο στον οποίο ζει.
Μέσα από μια αφήγηση που κατορθώνει να μην γίνεται ποτέ προφανής ή διδακτική, από ερμηνείες που χτίζουν τους χαρακτήρες των ηρώων δίχως ρωγμές ή ατέλειες και που αφήνουν χώρο σε όλες τις πτυχές τους να φωτιστούν ή να υπαινιχθούν, ο Τρένγκοουβ κατορθώνει να μιλά για μια σειρά από θεματικές δίχως καμμιά να μένει παραμελημένη και να χτίζει μια σύνθετη, πολυεπίπεδη και δυνατή ταινία.
Το ταμπού της ομοφυλοφιλίας στον πληθυσμό των μαύρων της Αφρικής είναι προφανώς μια από τις βασικές του θεματικές, την οποία προσεγγίζει δίχως να θέλει να προκαλέσει αλλά και δίχως να υπαναχωρεί στην άποψή του κι ο τρόπος που οι παγιωμένες δομές σε κοινότητες όπου η παράδοση μεταμορφώνονται σε ένα συχνά αξεπέραστο εμπόδιο σε όσους τολμούν να τις αμφισβητήσουν είναι προφανώς μια άλλη.
Η στερεοτυπική θεώρηση του ανδρισμού και η χρησιμότητα μιας τελετής σαν αυτή που περιγράφει το φιλμ και την οποία ακόμη κι ο Νέλσον Μαντέλα είχε περιγράψει στην βιογραφία του ως τον δρόμο για μια πιο «ευθεία, δυνατή και υψηλότερη» ενήλικη ζωή, αλλά που συχνά δεν είναι τίποτα περισσότερο από την διαιώνιση ενός τραύματος κυριολεκτικού και μεταφορικού, είναι προφανώς μια άλλη από τις θεματικές του φιλμ.
Αλλά ίσως η βαθύτερη και πιο ουσιαστική πτυχή αυτής της ιστορίας «αλλαγής» δεν είναι ο τρόπος που ένα αγόρι αλλάζει σε «άντρα» ή πως ακόμη και στα απομακρυσμένα δάση και λιβάδια της αχανούς Αφρικής βλέπεις στο βάθος ηλεκτρικούς πυλώνες, μα πως συχνά η μεγαλύτερη αντίσταση στην αλλαγή, στα βήματα μπροστά, βρίσκεται απλώς μέσα μας. Και πως το τίμημα που πρέπει να πληρωθεί για να να επιτευχθεί ακόμη και η μικρότερη μετατόπιση προς τα εμπρός είναι μερικές φορές συγκλονιστικά μεγάλο.
Διαβάστε ακόμη: