Μετά το «Pineapple Express» και, κυρίως, το «Your Highness» και το «The Sitter», ο Ντέιβιντ Γκόρντον Γκριν επιστρέφει, επιτέλους, στο σινεμά που τον ανέδειξε, στο ύφος του «George Washington» και του «All the Real Girls», χωρίς, όμως, πραγματικά να καταφέρνει κάτι τόσο ατμοσφαιρικό ή εγκεφαλικό όσο εκείνες οι ταινίες.
Στο Τέξας του 1988, ένα χρόνο μετά τις καταστροφικές πυρκαγιές που κατέστρεψαν 1600 σπίτια και τεράστιες εκτάσεις δάσους στην περιοχή, ο Αλβιν και ο Λανς περνούν το καλοκαίρι τους στη φύση, κάνοντας εργασίες ανοικοδόμησης: σηματοδοτούν τους δρόμους, βάφουν με κίτρινη διαχωριστική γραμμή ατελείωτα χιλιόμετρα, ζουν στη σκηνή τους κι έχουν άφθονο χρόνο να μιλήσουν για τις γυναίκες που τους ταλαιπωρούν και τα όνειρά τους. Διασκεδαστικά, αγορίστικα, με μια ελαφριά μελαγχολία.
Με πρωταγωνιστές τον Πολ Ραντ και τον Εμίλ Χερς, η ταινία, που πριν το Βερολίνο έκανε την πρεμιέρα της στο Σάντανς, διασκευάζει το ισλανδικό φιλμ του 2011, «Either Way / A Annan Veg», του Χάφστεϊν Γκούναρ Σίγκουρδσον (διαβάστε περισσότερα και δείτε το τρέιλερ εδώ, μένοντας απόλυτα πιστή στο πρωτότυπο, με μια βασική διαφορά: Ο Ντέιβιντ Γκόρντον Γκριν τοποθετεί τους ήρωές του μέσα στην ανοιχτή, πλούσια, παρθένα φύση του Τέξας, πληγμένη από την απώλεια που προκάλεσε η φωτιά, ωθώντας τους σε σκέψεις πιο υπαρξιακές κι ενδοσκοπικές.
Κατά τα άλλα, το φιλμ γίνεται αγαπητό ήδη από την πρώτη του σκηνή, με τους δύο ηθοποιούς ντυμένους με αθλητικές κάλτσες και ‘80s σορτσάκια με ζώνη να κερδίζουν τη συμπάθεια του θεατή και να μην τη χάνουν ως το τέλος. Ο ήρωας του Πολ Ραντ πιο εσωστρεφής και σχολαστικός έχει ν’ αντιμετωπίσει μια μεγάλη προδοσία, ενώ του Εμίλ Χερς, χαρακτηριστικού κάγκουρα, κάνει ένα μικρό βήμα προς την ωριμότητα.
Το ιδιότυπο χιούμορ, η σχέση των δύο ασύνδετων αντρών που όλο βαθαίνει, η μαγική ικανότητα του Ντέιβιντ Γκόρντον Γκριν να τοποθετεί απομονωμένους, δυσλειτουργικούς ήρωες μέσα στη φύση και να τους κάνει ν’ ανήκουν εκεί, συνθέτουν μια ταινία που οπωσδήποτε δε θα μείνει στην ιστορία, γίνεται όμως αμέσως κομμάτι της μνήμης του θεατή, χάρη στις αλά Γουες Αντερσον αξιολάτρευτες ιδιοτροπίες των ηρώων και τα αμήχανα ξεσπάσματά τους, τις μελετημένες ‘80ς αναφορές και, πάνω απ’ όλα, την ειλικρινή της αγάπη για το σινεμά της μοναξιάς και την έκπληξη μια απρόσμενης φιλίας.