Ο καντ Μεράντ, ένας από τους καλύτερους Γάλλους κωμικούς, με ένα φυζίκ που μοιάζει να ταιριάζει γάντι στον χαρακτήρα, είναι απλά εξαιρετικός στον ρόλο του Μαρτέν Καζίνσκι, ενός... «κανένα» που γίνεται διάσημος, κυριολεκτικά εν μία νυκτί. Ξυπνώντας ένα πρωί στο αδιάφορο εργένικο διαμέρισμά του, παίρνει το πρωινό του και μπαίνει στην συνηθισμένη γραμμή του μετρό, για να φτάσει στη δουλειά του. Μόνο που εκείνη τη μέρα, όλα είναι διαφορετικά. Στο βαγόνι του τρένου όλοι τον κοιτάζουν, ζητούν το αυτόγραφο του, θέλουν να τον φωτογραφίσουν. Σαν να μην είναι απλώς ένας «συνηθισμένος άνθρωπος», αλλά ένας αληθινός «Superstar».
Λίγο αργότερα καθ οδόν για τη δουλειά του θα συμβεί το ίδιο, όταν μερικοί φωτορεπόρτερ βρεθούν στον δρόμο του θα τον κυνηγήσουν με τη θέρμη του πιο αφοσιωμένου παπαράτσι κι ένας δικηγόρος θα προσφερθεί να τον βοηθήσει. Αφιλοκερδώς. Κλεισμένος στο δωμάτιο ενός πολυτελούς ξενοδοχείου, προετοιμασμένος από την παραγωγό μιας τηλεοπτικής εκπομπής για την πρώτη δημόσια εμφάνισή του, ο Μαρτέν αναρωτιέται κυρίως γιατί κάτι τέτοιο συνέβη σε αυτόν, σε έναν άνθρωπο που δεν είχε καμιά επιθυμία να γίνει διάσημος.
Η ίδια απορία, θα σταθεί για λίγο ως ερώτημα και στο δικό μας μυαλό, μέχρις ότου αντιληφθούμε ότι το φιλμ δεν ενδιαφέρεται στ αλήθεια για το «γιατί», αλλά για το «πως», για τον μηχανισμό που κάνει τα views στα αδιάφορα βίντεο του στο διαδίκτυο να ανεβαίνουν με ταχύτητα αστραπής, στην προθυμία όλων των «απλών ανθρώπων» να τον αγκαλιάσουν, να τον αποδεχτούν σαν έναν από αυτούς, να τον χρίσουν ήρωα. Εστω κι αν ο ίδιος δεν θέλει τίποτα απ όλα αυτά.
Κι εκτός από τον αόρατο μαζικό μηχανισμό του διαδικτύου, των social media της νέας διασημότητας των ημερών μας, η ταινία μιλά και για αυτόν της τηλεόρασης, αλλά και της σοβαρής δημοσιογραφίας και το πως οι ηθικές διαχωριστικές γραμμές γίνονται όλο και πιο θολές ώρα με την ώρα.
Το σχόλιο του φιλμ είναι σίγουρα καίριο. Και συχνά πετυχημένο. Αλλά κι αναμφίβολα γνώριμο. Και μια ιδέα εύκολο, σχεδόν προφανές σε όσους έχουν την πνευματική καθαρότητα ή την ειλικρίνεια να κοιτάξουν τους μηχανισμούς της διασημότητας, τον κόσμου του θεάματος, ακόμη κι αυτόν της δημοσιογραφίας χωρίς παρωπίδες.
Το φιλμ πετυχαίνει να κερδίζει το ενδιαφέρον από νωρίς χτίζοντας μια ατμόσφαιρα που κινείται ανάμεσα σε μια κωμωδία του παραλόγου, σε ένα χιτσκοκικό θρίλερ και στην ανεξήγητη παραδοξότητα και το αδιέξοδο μιας κατάστασης που θυμίζει την «Μεταμόρφωση» του Κάφκα.
Ομως στην πορεία, τα ερωτηματικά και τα σχόλια του φιλμ ταλαντεύονται ανάμεσα στο βαθύ και το προφανές, το πλήθος των διαφορετικών ιστοριών και χαρακτήρων βαραίνουν την ιστορία και την κάνουν να χάνει την αποτελεσματικότητα, το νεύρο και τον καλοδεχούμενο κυνισμό που υπόσχεται η αρχή του, αν και παραμένει ως το τέλος ένα ενδιαφέρον δείγμα σινεμά για το κοινό που δεν το παίρνει ως δεδομένο, ούτε υποτιμά την νοημοσύνη του. Κάτι που δυστυχώς, δεν είναι πάντα δεδομένο...
Tags: ΒΕΝΕΤΙΑ 2012, venice 2012