Ο,τι χρειάζεται να γνωρίζεις για το «At Any Price» του Ραμίν Μπαχρανί βρίσκεται ζωγραφισμένο στο πρόσωπο του Ντένις Κουέιντ. Στις συσπάσεις των ρυτίδων του που αφηγούνται την ιστορία της ζωής του, κάθε φορά που αυτός χαμογελάει αμήχανα προσπαθώντας να καλύψει πίσω από μια φαινομενική πλαστική ευδαιμονία τις σκιές που διαβρώνουν αργά αλλά σταθερά την οικογενειακή και επαγγελματική του ευτυχία, όλα όσα αρχίζουν να βουλιάζουν κάτω από το βάρος της υποκρισίας, αλλά που αυτός επιμένει να τα βλέπει όπως τα έχει ονειρευτεί.
Τον συναντάμε πρώτη φορά καθώς περιμένει με αγωνία την επιστροφή του μεγαλύτερου του γιού, ο οποίος έφυγε κάποτε για ένα μικρό ταξίδι στον κόσμο και δεν ξαναγύρισε ποτέ. Επιτυχημένος αγρότης καλαμποκιού, αλλά όχι και ο πρώτος στην περιοχή, ο Χένρι Γουίπλ ελπίζει πως ο μικρότερος του γιος, Ντιν θα αναλάβει την οικογενειακή επιχείρηση συνεχίζοντας μια παράδοση που πηγαίνει από πατέρα σε γιο, όμως ο τελευταίος ενδιαφέρεται μόνο για τα γρήγορα αυτοκίνητα και την καριέρα του στους αγώνες ταχύτητας. Και όλα κυλούν μάλλον συνηθισμένα σε μια αμερικανική επαρχία που τα όνειρα δεν βρίσκουν χώρο να φυτρώσουν μέσα στα απέραντα εκτάρια καλαμποκιού, μέχρι τη στιγμή που θα ξεκινήσει μια έρευνα κατά του Χένρι για τους σπόρους που χρησιμοποιεί και εκμεταλλεύεται και ο Ντιν θα συμμετάσχει στους τοπικούς προκριματικούς αγώνες ταχύτητας ως το απόλυτο φαβορί.
Ζακ Εφρον
Είναι αλήθεια πως χρειάζεται τελικά μια μικρή αφορμή για να ξεκινήσει η μεγάλη πτώση ενός ανθρώπου, μιας οικογένειας, μιας κοινωνίας, μιας χώρας. Μόνο που ο Μπαχρανί δεν τη χρειάζεται, αφού ήδη από την αρχή της ιστορίας του δεν κρύβει πως ό,τι εξωτερικά μοιάζει με μια ευτυχισμένη οικογένεια στην αμερικανική επαρχία δεν είναι παρά μια σειρά ανθρώπων που έχουν προ πολλού εξαγοράσει τις επιθυμίες τους για χάρη της επιβίωσης, χτίζοντας τις μικρές αυτοκρατορίες τους πάνω σε (συμβολικά ή μη) μεταλλαγμένους σπόρους.
Η ταινία του Μπαχρανί μοιάζει να έρχεται από μια μακριά παράδοση αμερικάνικου κινηματογράφου που ξεκινάει από το «How Green Was My Valley» του Τζον Φορντ και το «Ανατολικά της Εδέμ» του Ελία Καζάν και καταλήγει μέχρι τα καλύτερα δείγματα του αμερικάνικου ανεξάρτητου σινεμά. Ταινίες που σε μια προσπάθεια να ξεγυμνώσουν την Αμερική από την εικόνα της «Γης της Επαγγελίας», έστρεψαν το βλέμμα τους σε όλα όσα κρύβονται επιμελώς κάτω από τη διαφημιστική πινακίδα του αμερικανικού ονείρου.
Οχι, ο Ιρανός αλλά πολιτογραφημένος Αμερικάνος Μπαχρανί, με τρεις ταινίες - «Chop Shop», «Man Push Cart», «Goodbye Solo» - στο ενεργητικό του που τον έχουν ήδη αναδείξει ως έναν από τους σημαντικότερους νέους σκηνοθέτες της Αμερικής, δεν είναι Φορντ και δεν είναι Καζάν, το σινεμά του όμως αναδύει αυτήν την κλασική μελοδραματική αύρα που δεν χρειάζεται παρά μια στέρεη αφήγηση και μερικές σπουδαίες ερμηνείες για να αποδειχθεί κάτι σημαντικότερο από ένα ακόμη δείγμα αμερικάνικου ανεξάρτητου σινεμά. Και το «At Any Price», ακόμη και όταν υποκύπτει σε ευκολίες και ξεχνάει τους δεύτερους χαρακτήρες του, διαθέτει και από τα δύο.
Ντένις Κουέιντ
Διαθέτει το ταλέντο ενός δημιουργού που ξέρει να κινηματογραφεί παλιομοδίτικα και όμως κλασικά (είναι στιγμές που σε μικρότερη κλίμακα το «At Any Price» θυμίζει το «Θα Χυθεί Αίμα» του Πολ Τόμας Αντερσον με το καλαμπόκι στη θέση του πετρελαίου) και κυρίως την ερμηνεία του Ντένις Κουέιντ, που στα 58 του χρόνια λες πως έγινε ηθοποιός μόνο και μόνο για να ερμηνεύσει τον Χένρι Γουίπλ, έναν άντρα που πάνω στο ηλιοκαμμένο από τη δουλειά στους αγρούς δέρμα του σκιαγραφείται ολόκληρη η Αμερική.
Συγκλονιστικός και αφοπλιστικά συγκινητικός ως φορέας και δέκτης όλης της υποκρισίας πάνω στην οποία στηρίχθηκε η γέννηση μιας ολόκληρης ηπείρου, ο Κουέιντ ξεχωρίζει με διαφορά από το υπόλοιπο καστ (και κυρίως τον επίσης εξαιρετικό Ζακ Εφρον που αναδεικνύεται σε έναν λιγότερο δυνατό αλλά εξίσου μαγνητικό Τζέιμς Ντιν), κουβαλώντας με τη σωματική του ερμηνεία όλη τη μελαγχολία και το σκοτάδι μιας βαθία πεσιμιστικής ταινίας.
Μιας ταινίας που δεν συμπίπτει απλά με την παγκόσμια οικονομική κρίση μιλώντας καίρια για όσα μικρά ή μεγάλα εγκλήματα θα διαπραχθούν στο όνομα της, ούτε επαναλαμβάνει κάτι που γνωρίζαμε ήδη – το αντιστρόφως ανάλογο τίμημα που πρέπει να πληρωθεί για να κερδίσεις την όποια ευτυχία, αλλά μιας ταινίας που λίγο μετά το φινάλε της μοιάζει να μεγαλώνει μέσα σου σαν μια προαιώνια ενοχή. Σε όποιο μέρος του κόσμου κι αν έχεις επιλέξει να ζήσεις το «αμερικάνικο» όνειρο!