Φεστιβάλ / Βραβεία

Παέγια, Βιμ Βέντερς και ταινίες σαν αρχαίες τραγωδίες! Ανοιξιάτικη ανταπόκριση από το BCN Film Fest της Βαρκελώνης

of 10

O Στάθης Γεωργιάδης μεταδίδει από το μεγαλύτερο φεστιβάλ της Βαρκελώνης.

Παέγια, Βιμ Βέντερς και ταινίες σαν αρχαίες τραγωδίες! Ανοιξιάτικη ανταπόκριση από το BCN Film Fest της Βαρκελώνης

Η Βαρκελώνη είναι μια πανέμορφη πόλη, αυτό μάλλον είναι μια παραδοχή πανανθρώπινη, πέραν πάσης αμφιβολίας. Η Ανοιξη της ταιριάζει καλύτερα: ανθίζει, ομορφαίνει, απογειώνεται. Γεμίζουν οι δρόμοι, οι πλατείες, οι παραλίες, τουρίστες την κατακλύζουν, η αστυνομία κυνηγάει τα μποτεγιόν στους ανοιχτούς χώρους, μια πόλη γεμάτη ζωή και ήλιο. Είχε αυτή η πόλη, λοιπόν, ειδικά την άνοιξη, την ανάγκη ενός κινηματογραφικού φεστιβάλ; Ως πόλη ξεκάθαρα όχι. Αλλά τότε, και γιατί όχι;

Το BCN Film Fest - το πλήρες, επίσημο όνομα του φεστιβάλ είναι Festival Internacional de Cine de Barcelona-Sant Jordi - που βρίσκεται φέτος στην έβδομη χρονιά του, ήρθε πριν μερικά χρόνια, πέρασε ήδη μια πανδημία σε νηπιακή ηλικία και εσχάτως ανασκουμπώθηκε, δούλεψε πολύ, έβαλε τα καλά του και όπως φαίνεται ήρθε για να μείνει.

BCN Film Fest

bcn H Εκκλησία του Αγίου Γεωργίου

bcn H κεντρική αίθουσα του Φεστιβάλ, Verdi

Στις 23 Απριλίου είναι η γιορτή του Σαν Τζόρντι, του προστάτη και πολιούχου της πόλης της Βαρκελώνης, του Αη Γιώργη σαν να λέμε, που σκότωσε το δράκο κοκ. Η καταλανική παράδοση θέλει αυτή τη μέρα τα ζευγάρια να κάνουν δώρα μεταξύ τους, ένα λουλούδι στη γυναίκα, κόκκινο τριαντάφυλλο κι ένα βιβλίο στον άνδρα. Ευτυχώς τα τελευταία χρόνια έχει αλλάξει αυτό, τα κορίτσια παίρνουν πολλά βιβλία και τα αγόρια δεν ενοχλούνται αν πάρουν κάποιο λουλούδι!

Το φεστιβάλ, λοιπόν, στον τίτλο του φέρει και το Sant Jordi, ίσως για να το ξεχωρίζουμε από τα υπόλοιπα, που ναι μεν δεν είναι ιδιαίτερα γνωστά αλλά είναι πολλά, μεταξύ τους και το Festival de Cine Chipriota y Griego (Φεστιβάλ Κυπριακού και Ελληνικού Κινηματογράφου), στην τελευταία εκδοχή του οποίου, την πέμπτη, είχαμε την ευκαιρία να δούμε λίγες αλλά πολύ συμπαθητικές ταινίες, παλιές και νέες, από το μικρού μήκους «Βανκούβερ» της Αρτεμης Αναστασιάδου μέχρι την «Ιφιγένεια» του Μιχάλη Κακογιάννη, στη μνήμη της μεγάλης Ειρήνης Παπά.

Από τις 20 μέχρι τις 28 Απριλίου η πανέμορφη γειτονιά της Γκράσια έγινε ο πόλος έλξης όχι μόνο πολλών κινηματογραφόφιλων που παρακολούθησαν τις προβολές του BCN Film Fest αλλά και δεκάδων κινηματογραφικών αστέρων: ηθοποιοί, σκηνοθέτες, παραγωγοί, όλοι πέρασαν από τα σινεμά Verdi, στον ομώνυμο κεντρικό εμπορικό δρόμο της περιοχής. Κόκκινο χαλί στρωνόταν κάθε βράδυ για τους εκλεκτούς προσκεκλημένους του φεστιβάλ που ήρθαν για τα φλας και για να μας μιλήσουν για τις ταινίες τους.

Οπως κάθε κινηματογραφικό φεστιβάλ που σέβεται τον εαυτό του, είχε ταινίες καλές, λιγότερο καλές και εξαιρετικές. Το πρόγραμμά του ηταν χωρισμένο σε κατηγορίες, το Επίσημο Διαγωνιστικό Τμήμα, το Επίσημο εκτός Διαγωνισμού, τα Αχαστα (σε ελεύθερη μετάφραση) που ήταν ουσιαστικά η ρετροσπεκτίβα στον Βιμ Βέντερς και το Asia Noir, που είναι αυτό ακριβώς που λέει ο τίτλος του: ασιατικά νουάρ, και τέλος τις μικρού μήκους ταινίες νέων δημιουργών.

BCN Film Fest Ο Φρανσουά Οζόν και οι πρωταγωνίστριες του «Mon Crime»

To «Mon Crime» του Φρανσουά Οζόν ήταν η ταινία που σήκωσε την αυλαία του φεστιβάλ τόσο σε επίπεδο προβολών όσο και σε επίπεδο λαμπερών προσκεκλημένων. Ο σκηνοθέτης Φρανσουά Οζόν μαζί με τις δύο του πρωταγωνίστριες, την γαλλοφιλανδή Ναντιά Τερεσκεβίτς και τη γαλλίδα Ρεμπεκά Μαρντέρ μίλησαν στους δημοσιογράφους μετά την πρεμιέρα της ταινίας. Ο Φρανσουά Οζόν αγαπάει τις γυναίκες κι αυτό είναι αδιαμφισβήτητο. Με αυτή την ταινία κλείνει την τριλογία που τους αφιερώνει και ξεκίνησε με το «8 Γυναίκες» του 2002, το οποίο ακολούθησε το «Potiche» του 2010. Η τρίτη και τελευταία ταινία της τριλογίας, φωνάζει δυνατά από την αρχή μέχρι το τέλος της για την αποκήρυξη της πατριαρχίας και τον θρίαμβο της αδελφοσύνης μεταξύ των γυναικών. Το κοινό θα μπορούσε να την προσλάβει και ως ένα φεμινιστικό μανιφέστο. Παράλληλα είναι μια ταινία που εξυμνεί το ίδιο το σινεμά. Οπως μας είπε ο ίδιος ο Οζόν με τον πιο αφοπλιστικό και ειλικρινή τρόπο: «Πάντα μου άρεσε να μιλάω για τις γυναίκες, με χιούμορ, κάτι που είναι πολύ σημαντικό».

Σε μια κομβική στιγμή της ταινίας, οι δύο πρωταγωνίστριες πηγαίνουν να παρακολουθήσουν στον κινηματογράφο την ταινία «Bad Seed» του 1934 που συνσκηνοθέτησε μαζί με τον Αλεξάντερ Εσγουεϊ ο Μπίλι Γουάιλντερ στο σκηνοθετικό του ντεμπούτο. Κι αυτό είναι ένα κλείσιμο του ματιού του Οζόν προς το κοινό του. Μας είπε ότι όντως η ταινία πρόκειται για μια ευθεία αναφορά στον Μπίλι Γουάιλντερ και στο πόσο τον έχει επηρεάσει στην καριέρα του και ειδικά σ’ αυτή την ταινία. Ο Γουάιλντερ, μας είπε ο Οζόν, είχε στο γραφείο του, κολλημένο στον τοίχο ένα χαρτί που κοίταζε πάντα όταν δεν είχε έμπνευση. Το χαρτί αυτό έγραφε «Τι θα έκανε ο Μάνκιεβιτς;». Ο Οζόν μας είπε ότι όποτε έβρισκε τον εαυτό του σε παρόμοια θέση, με έλλειψη έμπνευσης σχετικά με την ταινία, έφερνε στο μυαλό του τον Γουάιλντερ που σκεφτόταν τον Μάνκιεβιτς. Κάπως έτσι σχηματίζεται μπροστά στα μάτια μας ένα ιδιότυπο γενεαλογικό δέντρο σκηνοθετών.

Ο σκηνοθέτης κι ολόκληρη η ταινία στήριξαν πολλά στη φρεσκάδα των δύο πρωταγωνιστριών και στην ευρεία γκάμα ρεπερτορίου της ανυπέρβλητης Ιζαμπέλ Ιπέρ. Η μεγάλη Γαλλίδα ηθοποιός επιβάλλει τον δικό της ρυθμό στην ταινία από το πρώτο δευτερόλεπτο που εμφανίζεται στην οθόνη. Ο ίδιος ο σκηνοθέτης μας διηγήθηκε πώς προσέγγισε την Ιπέρ για τον ρόλο: «Είκοσι χρόνια μετά το "8 Γυναίκες", έδωσα στην Ιζαμπέλ τον ρόλο για να τον διαβάσει. Αφού τον διάβασε, επικοινώνησε μαζί μου και μου είπε "Φρανσούα, δεν ξέρω τι να σου πω, είναι πολύ μικρός ο ρόλος και εμφανίζομαι πολύ αργά στην ταινία. Ίσως, έστω, αν εμφανιζόμουν νωρίτερα;” Κι ο Οζόν της απάντησε: “Είναι μια χαρά, θα έρθεις κι από τη στιγμή που θα εμφανιστείς, όλοι θα ξέρουν ποια είσαι και με την παρουσία σου θα μετακινηθεί το κέντρο βάρους της ταινίας”. Έκλεισε γελώντας και λέγοντας: Είναι ειρωνικό και αστείο για όλους τους Γάλλους, και όχι μόνο, να δίνω τον ρόλο της κακής ηθοποιού στην καλύτερη που έχουμε!». Κι αμέσως μετά προκάλεσε, άθελά του, δυνατά γέλια μεταξύ των δημοσιογράφων: «“Ο ρόλος της Ιζαμπέρ Ιπέρ βασιζεται στην Σάρα Μπερνάρ, την ξέρετε εδώ στην Ισπανία;»

Η αναπαράσταση της δεκαετίας του 1930 είναι πολύ ικανοποιητική, το Παρίσι του τότε, η θέση των αντρών και των γυναικών στην κοινωνία της εποχής, ένας κόσμος που αλλάζει και συνεχώς «προοδεύει», ο καπιταλισμός, η βιομηχανία και οι διαφορετικοί τύποι εξουσιών μπλέκονται χωρίς να μπερδεύονται. Μικρή αναφορά αξίζουν δύο έντονες ομοιότητες, μία καθαρά ελληνική περίπτωση και μία παγκόσμια: Ο δικαστής Γκουστάβ Ραμπουσέ (Φαμπρίς Λουσινί) παραπέμπει οπτικά σε μια πολύ οικεία εικόνα, τον αστυνόμο Μπέκα (Σταύρος Ξενίδης) και ο κινηματογραφικός παραγωγός Μονφεράν του Ζαν Κριστόφ Μπουβέ παραπέμπει φυσιογνωμικά, περισσότερο ηθελημένα παρά άθελα, στον Χάρβεϊ Γουαϊνστίν και τις πρακτικές που τον έφεραν δικαίως στη φυλακή.

Sica Sica

Η ταινία λήξης του φεστιβάλ ήταν το γαλιθιάνικο «Sica» της Κάρλα Σουμπιράνα, στην καταλανική της πρεμιέρα κι αφού είχε πρώτα παρουσιαστεί στη Μπερλινάλε. Είναι μια ταινία που η ίδια η δημιουργός της αφιερώνει «στη μητέρα της, στη θάλασσα και σε όσες ψυχές έχει πάρει η θάλασσα». Ενα δράμα ενηλικίωσης με πρωταγωνίστρια τη 14χρονη Σίκα (από το Ναυσικά) που περιμένει τη θάλασσα να της φέρει τον πατέρα της. Πλάι στη Σίκα, στην ταινία πρωταγωνιστούν το τοπίο και τα στοιχεία της φύσης. Είναι πανταχού παρόντα, με το νερό, την πέτρα και τον αέρα να δίνουν τον τόνο σ’ αυτό τον άγονο τόπο στη βορειοδυτική Ισπανία, στα παράλια του Ατλαντικού ωκεανού, το κομμάτι στο χάρτη πάνω από την Πορτογαλία. Η σκηνοθέτιδα εγείρει και αρκετά οικολογικά θέματα που την απασχολούν και εκφράζει την δικαιολογημένη ανησυχία της.

Rebel Rebel

Στην πρώτη του προβολή θεωρήσαμε το «Rebel» των σχετικά νέων δημιουργών Αντίλ Ελ Αρμπί και Μπιλάλ Φαλάχ ως το μεγάλο, αδιαφιλονίκητο φαβορί για το μεγάλο βραβείο του φεστιβάλ. Οχι άδικα, καθόλου άδικα. Αυτό το δίδυμο των βελγομαροκινών σκηνοθετών, σεναριογράφων και ηθοποιών που δουλεύει μαζί τουλάχιστον για δέκα χρόνια και μας έχει παρουσιάσει το «Black» του 2015 και το «Bad boys for Life» του 2020 αυτή τη φορά κατάφερε να φτιάξει κάτι μεγάλο, κάτι πάνω από εμάς, κάτι που ήρθε για να το δει ο κόσμος και να γίνει καλύτερος.

Πρόκειται για μια σύγχρονη αρχαιοελληνική τραγωδία με βασικό άξονά της μια μονογονεϊκή οικογένεια μεταναστών, μιας μητέρας με δύο γιους. Υπάρχουν κοινά σημεία με το «Incendies» του Ντενί Βιλνέβ από το 2010. Η Λούμπνα Αζαμπάλ που έπαιζε και στην ταινία του Βιλνέβ είναι η καταπληκτική πρωταγωνίστρια στο «Rebel». Εύσημα οφείλουμε να δώσουμε και στους δύο ηθοποιούς που υποδύονται τους γιους της και κουβαλούν την ταινία στην πλάτη τους, τον 27χρονο Αμπουμπάκρ Μπενσαίχι και τον έφηβο Αμίρ Ελ Αρμπί καθώς μέσα από τις δικές τους ερμηνείες και την αδελφική τους σχέση βλέπουμε πώς οι σύνθετες ρίζες του εξτρεμισμού ανθίζουν και φέρουν καρπούς. Χωρίς να πούμε πολλά για την πλοκή, ο μεγάλος γιος ριζοσπαστικοποιείται και ακολουθεί τον δρόμο του [;] Το κοινό παρακολουθεί τι συμβαίνει σ’ αυτόν και παράλληλα τις συνέπειες των πράξεών του στην ίδια του την οικογένεια. Από το Βέλγιο μέχρι τη Συρία, από την εφήμερη Δυτική γαλήνη κι ευημερία μέχρι τους βομβαρδισμούς και τον παραλογισμό του πολέμου στο μέτωπο.

Το «Rebel» αποτελεί ένα ύψιστο καλλιτεχνικό αποτέλεσμα που δεν αποθεώνει μόνο τον κινηματογράφο μα χρησιμοποιεί με εξαιρετικό τρόπο τη σύγχρονη γαλλόφωνη ραπ των «ενταγμένων» Βορειοαφρικανών / Αράβων μεταναστών δεύτερης και τρίτης γενιάς, Ευρωπαίων πολιτών πια. Το πάντρεμα με τον χορό είναι εξαιρετικά σαγηνευτικό και μαζί με τον διαχωρισμό, τρόπον τινά, της ταινίας σε κεφάλαια συνηγορούν στην πρόσληψή της ως αρχαιοελληνική τραγωδία, με στοιχεία βαθιά γνώριμα σε όλους μας. Σκηνές, πράξεις, χορός, τραγικά γεγονότα, κάθαρση [;] Ο επίλογος κλείνει ιδανικά αυτή τη μεγάλη ταινία. Πρότασή μας είναι να την δείτε όποτε, όπως κι όπου μπορείτε.

bcn La Uruguaya

Με δύο μεγάλα βραβεία κατάφερε να φύγει από τη Βαρκελώνη για το Μπουένος Aϊρες η ταινία «La Uruguaya», μια παραγωγή της καλλιτεχνικής κολεκτίβας Orsai. 1961 μέλη της έλαβαν τον Δεκέμβριο του 2020 μία πρόσκληση να γίνουν παραγωγοί της ταινίας και όλοι αυτοί οι μεταξύ τους άγνωστοι μέχρι τότε άνθρωποι κατάφεραν κάτι όμορφο όλοι μαζί. Για την εμπειρία τους μάλιστα έχει γυριστεί ένα σχεδόν μισάωρο ντοκιμαντέρ που μπορείτε να παρακολουθήσετε εδώ. Στους τίτλους τέλους, παίρνει περίπου πέντε λεπτά, σε τρεις στήλες, για να μπουν όλα τα ονόματα των παραγωγών (!) ενώ στην οθόνη φαίνεται να το διασκεδάζουν χορεύοντας και γελώντας στα γυρίσματα της ταινίας.

Η σκηνοθέτις Ανα Γκαρσία Μπλάγια φαίνεται πια να βρίσκει τη φωνή της και τη θέση της στο σινεμά της Αργεντινής και της Λατινικής Αμερικής γενικότερα. Παίρνει ένα κλασικό urban legend εξαπάτησης και παίζει με τις περισσότερο αστείες παρά σημαντικές διαφορές ανάμεσα στην Αργεντινή και την Ουρουγουάη - ποια χώρα έχει το καλύτερο ντούλθε ντε λέτσε, τις καλύτερες αλφαχόρες (συνήθως μπισκότα γεμιστά με ντούλθε ντε λέτσε), μεγαλύτερη ή μικρότερη οικονομική κρίση, θάλασσα, χορευτές, κοκ. Οι πρωταγωνιστές της ταινίας είναι τρεις: μία γυναίκα, ένας άντρας και μία πόλη. Η πανέμορφη Φιορέλα Μποταγιόλι που άξια κέρδισε το βραβείο γυναικείας ερμηνείας του φεστιβάλ, ο Σεμπαστιάν Αρζένο ως συγγραφέας σε διπλή κρίση - μέσης ηλικίας και writer’s block- και το μαγικό Μοντεβιδέο. Η ταινία βασίζεται κυρίως στα γεγονότα μιας μέρας στο Μοντεβιδέο και πώς αυτά επηρεάζουν τις ζωές όλων των εμπλεκομένων.

Il Primo Giorno Della Mia Vita Il Primo Giorno Della Mia Vita

The Unlikely  Pilgrimage of Harold Fry The Unlikely Pilgrimage of Harold Fry

the lost king Ο Χαμένος Βασιλιάς

Η νέα ταινία του Πάολο Τζενοβέζε με πρωταγωνιστή τον αγαπημένο Τόνι Σερβίλο, το «Il Primo Giorno Della Mia Vita» (H Πρώτη Μέρα της Ζωής Μου) ξεκινάει θυμίζοντας πολύ έντονα την αρχή του μυθιστορήματος «Η Κάθοδος των Τεσσάρων» (A Long Way Down) του Νικ Χόρνμπι που μεταφέρθηκε ανέμπνευστα στον κινηματογράφο το 2014 από τον Πασκάλ Σομέιλ. Η ταινία του Τζενοβέζε, ξεκινάει με τον Τόνι Σερβίλο να βρίσκει σε πολύ κομβική στιγμή της... ζωής τους και να μαζεύει τέσσερις αγνώστους μεταξύ τους, μεταφέροντάς τους σ’ ένα ξενοδοχείο- καθαρτήριο, θα είναι για μια εβδομάδα in limbo, έχοντας τη δυνατότητα να δουν τη ζωή χωρίς τους ίδιους. Είναι μια βαθιά ανθρώπινη ταινία με πολύ ταιριαστή μουσική και πολύ αισιόδοξες νότες μέσα στα [μετα]φυσικά προβλήματα που παρουσιάζει.

Το «The Unlikely Pilgrimage of Harold Fry» της Χέτι Μακντόναλντ με πρωταγωνιστές τους εξαιρετικούς Τζιμ Μπρόουντμπεντ και Πενέλοπε Γουίλτον είναι ένα γλυκόπικρο road movie που ανά φάσεις θυμίζει το καταπληκτικό «The Straight Story» του Ντείβιντ ΛΙντς. Ενας μάλλον παρατημένος συνταξιούχος λαμβάνει ένα γράμμα και αφήνει πίσω τη γυναίκα του και την ήσυχη, βαρετή ζωή του, που κρύβει πολύ βουβό πόνο και αρχίζει να περπατάει για έναν σκοπό, που δεν είναι μόνο ένας σκοπός, είναι πολύ περισσότερα απ’ αυτό που φαίνεται. Η Μακντόναλντ κατάφερε να φτιάξει μια πολύ συγκινητική ταινία.

Το «Ο Χαμένος Βασιλιάς» (The Lost King) του Στίβεν Φρίαρς είναι η ταινία που χάρισε στον Στιβ Κούγκαν και τον Τζεφ Πόουπ το βραβείο σεναρίου του φεστιβάλ. Διασκευασμένο σενάριο πάνω στο βιβλίο «The King’s grave: The Search for Richard III» των Φιλίπα Λάνγκλεϊ και Μάικλ Τζόουνς. Μια ταινία που κουβαλάει με μαεστρία πάνω στους εύθραυστους ώμους της η εξαιρετική Σάλι Χόκινς. Η πρωταγωνίστρια αφήνει την ήσυχη μα καθόλου ικανοποιητική ζωή της και βυθίζεται σε μια αναζήτηση που σχεδόν όλοι θεωρούν μάταιη. Πιάνεται από ένα τυχαίο μικρό περιστατικό που την ενοχλεί και αλλάζει όλη της τη ζωή καθώς ψάχνει με πάθος αυτό το κάτι που σχεδόν κανείς δεν πιστεύει ότι μπορεί να βρεθεί. Βασισμένη σε πραγματικά γεγονότα η ταινία είναι στον πυρήνα της αισιόδοξη κι έτσι αντιμετωπίζει την ίδια τη ζωή, περνώντας και παρουσιάζοντας χίλια δυο θέματα που απασχολούν την σημερινή βρετανική- και όχι μόνο- κοινωνία: τη μονομανία της πρωταγωνίστριας, τα φέικ νιουζ, τον σύγχρονο τρόπο ζωής και τον μετασχηματισμό της οικογένειας, την αλληλεγγύη μεταξύ των γυναικών, τους διεφθαρμένους ή/ και αρτηριοσκληρωτικούς θεσμούς όπως τα πανεπιστήμια, την υποχρηματοδότηση της εκπαίδευσης, τη δύναμη των πολλών όταν γίνονται ένα, τις προκαταλήψεις με μία εσάνς ψεκ και την ψυχική υγεία.

bcn bcn bcnΟμάρ Σι

Eνα από τα μεγάλα αστέρια που βρέθηκαν αυτές τις μέρες στη Βαρκελώνη και περπάτησαν στο κόκκινο χαλί του φεστιβάλ ήταν ο Ομάρ Σι που κέρδισε το βραβείο καλύτερης ανδρικής ερμηνείας για το «Tirailleurs του Ματιέ Βαντεπιέντ, μια ταινία που άνοιξε πέρσι το τμήμα Ενα κάποιο Βλέμμα του Φεστιβάλ των Κανών. Ενα αντιπολεμικό δράμα που μας δείχνει τον παραλογισμό του πολέμου από την πρώτη του στιγμή, από την καταναγκαστική κατάταξη ανθρώπων που καμία σχέση δεν έχουν μ’ αυτόν. Μαύροι Σενεγαλέζοι που εξαναγκάζονται διά της βίας από τους λευκούς αποικιοκράτες να πολεμήσουν σ’ έναν πόλεμο που δεν είναι δικός τους. Τζάμπα κρέας για τη μηχανή του κιμά και τη μητέρα (;) πατρίδα Γαλλία, με την οποία καμία απολύτως σχέση δεν έχουν.

Η ταινία αναπτύσσεται βασισμένη στη σχέση πατέρα (Ομάρ Σι) και γιου (Αλασάν Ντιόνγκ) και τους παράλληλους βίους τους, όσο ο ένας ανεβαίνει ιεραρχικά ο άλλος βυθίζεται προσπαθώντας να βρει τρόπο διαφυγής. Ταυτόχρονα με τη δική τους πάλη για το δίκιο και την απελευθέρωση παρακολουθούμε άλλη μία σχέση πατέρα- γιου, των λευκών: του νεαρού ιδεαλιστή υπολοχαγού με τον αυστηρό πολύ ανώτερο αξιωματικό πατέρα του. Όλες οι σχέσεις αποκαθίστανται (;) στο τέλος αυτής της νηφάλιας, χαμηλών τόνων αντιπολεμικής ταινίας. Η σκηνή στο τέλος της, στην Αψίδα του Θριάμβου στο Παρίσι, προσφέρει τροφή για αρκετή σκέψη.

Ο Ιρανός σκηνοθέτης Τζαφάρ Παναχί, που έχει υποστεί πολλές διώξεις από το καθεστώς της πατρίδας του τα τελευταία χρόνια, όπως απαγόρευση άσκησης του επαγγέλματός και απαγόρευση εξόδου από τη χώρα, δήλωσε παρών στο επίσημο πρόγραμμα εκτός διαγωνισμού με την τελευταία του ταινία «Αρκούδες Δεν Υπάρχουν» (No Bears) στην οποία και πρωταγωνιστεί. Ο άλλοτε βοηθός σκηνοθέτη του Αμπάς Κιαροστάμι έχει κερδίσει με τις ταινίες του πολλά διεθνή βραβεία σε μεγάλα φεστιβάλ, μεταξύ των οποίων οι Κάννες, η Βενετία και το Βερολίνο. Το Αρκούδες δεν υπάρχουν είναι μια ταινία που αποτελεί κομμάτι ενός “νεο-νεορεαλισμού”, ενός σινεμά “χωρίς”, ενός σινεμά των φτωχών. Ξεκινάει με τον ίδιο τον Παναχί σε μια ιδιότυπη μορφή αυτοεξορίας σ’ ένα χωριό του Ιράν κοντά στα σύνορά με την Τουρκία, χώρα στην οποία γυρνάει την καινούρια του ταινία (έχουμε μια ταινία μέσα στην ταινία) δουλεύοντας- κι εδώ υπάρχει μια ειρωνεία, στην εποχή του κορονοϊού και μετά απ’ αυτήν- από… απόσταση. Παράλληλα η ζωή στο χωριό που έχει επιλέξει ως προσωρινή κατοικία δεν τον αφήνει σε ησυχία καθώς εμπλέκεται σε προβλήματα που είναι πέρα και πάνω απ’ αυτόν, που τον αφήνουν αδιάφορο αλλά δεν μπορεί να τα αποφύγει. Οι δύο ιστορίες εξελίσσονται παράλληλα και βρίσκουν σχεδόν ταυτόχρονα το τέλος τους, που δεν θα αποκαλύψουμε εδώ.

Το βραβείο σκηνοθεσίας κέρδισε ο Δανός Bille August για την ταινία «Kysset» (The Kiss), ένα ιστορικό δράμα που κέρδισε επίσης το βραβείο Ιστορίας που απονέμεται από το φεστιβάλ σε συνεργασία με το Πανεπιστήμιο της Βαρκελώνης (Universitat de Barcelona) στην ταινία που αποδίδει πιο πιστά τις ιστορικές συνθήκες της εποχής στην οποία διαδραματίζεται η ταινία. Πρόκειται για τη μεταφορά στην οθόνη του μυθιστορήματος του Στεφάν Ζβάιγκ «Ανυπόμονη Καρδιά». Ενας χαμηλόβαθμος στρατιωτικός ταπεινής καταγωγής και μια ευγενής πλούσια νεαρή γνωρίζονται κάτω από περίεργες και τυχαίες συνθήκες και αναπτύσσεται ανάμεσά τους μία σχέση ιδωμένη και βιωμένη διαφορετικά από τον καθένα τους. Η συμπόνια, τα αγνά και πολλές φορές κρυφά συναισθήματα, η κοινωνική πίεση, ειδικά κάτω από το βάρος μεγάλων ιστορικών γεγονότων, οδηγούν αξιωματικά προς ένα φινάλε προσεκτικά και σταδιακά δομημένο.

bcn bcnΒιμ Βέντερς

bcn Από την προβολή του «Η Αλίκη στις Πόλεις»

Για πολλούς πραγματικός μεγάλος πρωταγωνιστής αυτού του φεστιβάλ ήταν ένας από τους μεγαλύτερους δημιουργούς που έχει γνωρίσει ο παγκόσμιος κινηματογράφος, ο αγαπημένος Γερμανός Βιμ Βέντερς. Ηρθε στην ανοιξιάτικη Βαρκελώνη χαμογελαστός και χαλαρός, συνοδεία της συζύγου του τα τελευταία τριάντα χρόνια, Ντονάτα. Συνομίλησε με τον κόσμο, φωτογραφήθηκε, μίλησε στο κοινό, χάρισε λίγη από τη λάμψη του στο φεστιβάλ και σίγουρα ενέπνευσε πολλούς νέους ανθρώπους να αγαπήσουν όχι μόνο τις ταινίες του αλλά τον κινηματογράφο γενικότερα. Οι αίθουσες στις προβολές των ταινιών του ήταν γεμάτες κυρίως από νέους ανθρώπους και ο ίδιος βέβαια έκανε μέχρι masterclass σε πανεπιστημιακούς φοιτητές. Αφορμή της επίσκεψης ήταν η ρετροσπεκτίβα που του αφιέρωσε το φεστιβάλ. Προβλήθηκαν όλες οι ταινίες τους σε αποκατεστημένες κόπιες και οι αίθουσες γέμισαν όχι μόνο στις πολύ γνωστές του ταινίες όπως το «Παρίσι, Τέξας» ή «Τα Φτερά του Ερωτα» αλλά και στο «Η Αγωνία του Τερματοφύλακα πριν από το Πέναλτι» ή στο «Η Κατάσταση των Πραγμάτων» και το «Pina»

unzue Unzué. L'últim equip del Juancar

Μια από τις ταινίες που προκάλεσαν αίσθηση και βοήθησαν στην περαιτέρω ευαισθητοποίηση γύρω από το θέμα της ήταν το ντοκιμαντέρ «Unzué. L'últim equip del Juancar» (Ουνθουέ, Η τελευταία ομάδα του Χουανκάρ) των Χεσούς Μουνιόζ, Σάντι Πάδρο και Ξαβί Τόρες που παρακολουθεί τη ζωή και τον ακτιβισμό του Χουάν Κάρλος Ουνζουέ, πρώην τερματοφύλακα, της Μπαρσελόνα και της Σεβίλλης μεταξύ άλλων ομάδων, και πρώην προπονητή. Το ντοκιμαντέρ ακολουθεί τη ζωή και τη δράση του Juan Carlos, ο οποίος νοσεί από ALS, Αμυοτροφική Πλευρική Σκλήρυνση, μια ασθένεια που πριν μερικά χρόνια έκανε ανθρώπους (θεωρητικά για να γίνει ευρύτερα γνωστή και να ευαισθητοποιήσει όσο περισσότερο κόσμο μπορεί) να λούζονται με παγωμένο νερό (Ice bucket challenge) και να ποστάρουν βίντεο στα κοινωνικά δίκτυα. Ο Χουάν Κάρλος είναι ένας τρομερά αισιόδοξος και χαμογελαστός άνθρωπος που δεν αναρωτιέται “γιατί σ’ εμένα;” αλλά προσπαθεί να κάνει την ασθένεια γνωστή και μέσα από τον ακτιβισμό να μαζέψει όσο περισσότερα χρήματα μπορεί για την έρευνα καταπολέμησής της. Ενα από τα πολλά που έχει καταφέρει ήταν ένα φιλικό που ίσως μερικοί να θυμούνται, τον Αύγουστο του 2022, στο Καμπ Νόου της Βαρκελώνης, ανάμεσα στην Μπάρσα και την Μάντσεστερ Σίτι, παρουσία περισσότερων από 91.000 θεατών! Ενα γλυκόπικρο, αισιόδοξο στην ψυχή του, ντοκιμαντέρ που σε καμία περίπτωση δεν μας κάνει να λυπόμαστε αυτούς τους ανθρώπους ακόμα κι όταν παρουσιάζει τις πιο δύσκολες στιγμές της καθημερινότητάς τους.

Μία από τις πολυαναμενόμενες ταινίες του φεστιβάλ ήταν το εκτός διαγωνισμού «Ο Μπο Φοβάται» του Αρι Αστέρ - που παίζεται αυτές τις μέρες και στις ελληνικές αίθουσες - με πρωταγωνιστή τον Γιοακίν Φίνιξ. Μία τρίωρη ταινία που ανήκει από το πρώτο δευτερόλεπτο στο ιδιότυπο σύμπαν του δημιουργού της αλλά σιγά σιγά πάει τα πράγματα όλο και πιο βαθιά σ’ αυτό το σύμπαν, σε μέρη που ίσως δεν μας είχε ξαναοδηγήσει. Στα μάτια μας έμοιασε μ’ ένα καλλιτεχνικό έργο πιο καφκικό κι απ’ ότι αν το είχε δημιουργήσει ο ίδιος ο Κάφκα. Ένα τρίωρο σέσιον/ τριπ ψυχοθεραπείας που είναι μόνο η αρχή. Ενδείκνυται η ψυχανάλυση ακόμη και σ’ όσους περάσουν έξω από σινεμά στο οποίο παίζεται.

bcn bcn Σούζαν Σαράντον (φωτό:Axel Casas)

Επιπλέον λάμψη χάρισε στο φεστιβάλ η Σούζαν Σαράντον που επισκέφθηκε τη Βαρκελώνη με αφορμή την προβολή στο φεστιβάλ της θρυλική ταινίας του Ρίντλεϊ Σκοτ «Θέλμα & Λουίζ». Φαίνεται ότι η Σαράντον αγαπά την Καταλονία, το 2017 είχε επισκεφθεί ως επίσημη προσκεκλημένη το κινηματογραφικό φεστιβάλ του Σίτσες και είχε συνεπάρει το πλήθος με την απλότητα, την ομορφιά και την ενέργειά της. Περπάτησε με αγνή στόφα σταρ στο κόκκινο χαλί της οδού Βέρντι ντυμένη στα πράσινα και συνομίλησε με δεκάδες θαυμαστές της, υπογράφοντας αυτόγραφα και ποζάροντας για φωτογραφίες πριν αγκαλιαστεί και συζητήσει για λίγο με τη δήμαρχο της Βαρκελώνης Άντα Κολάου.

Κι εδώ να σημειώσουμε ένα αστείο περιστατικό που προσέφερε πολύ γέλιο, δευτερόλεπτα πριν αφήσει το κόκκινο χαλί για να μπει στον κινηματογράφο: ακριβώς μπροστά μας υπήρχε μια ισπανίδα φωτογράφος που προσπαθούσε, όπως όλοι, να κάνει καλύτερα τη δουλειά της βγάζοντας φωτογραφίες. Η Σούζαν Σαράντον είχε για λίγη ώρα την πλάτη γυρισμένη, υπογράφοντας αυτόγραφα, οπότε η φωτογράφος έκανε αυτό που κάνουν πάντα οι φωτογράφοι σε ανάλογες περιστάσεις, προσπάθησε να την φωνάξει για να γυρίσει. Δεν φώναξε όμως Σούζαν, δεν φώναξε Σαράντον, δεν φώναξε τίποτα άλλο παρά «Θέλμα!». Πολύ δυνατά. Κάτι που προκάλεσε έντονα, δυνατά γέλια σε όλους τους εκπροσώπους του τύπου που ήταν τριγύρω και σε όσους παρευρισκομένους την άκουσαν. Γύρισε, με χαμόγελο πάντα, με κοίταξε στα μάτια και μου είπε: «Δεν ήταν η Θέλμα, ε; Η άλλη ήταν;». Απτόητη, γύρισε μπροστά και φώναξε ακόμα πιο δυνατά «Λουίζ»! Ακούστηκαν ακόμα περισσότερα γέλια αλλά τελικά τα κατάφερε και την έκανε να γυρίσει.

Οπως δήλωσε η Κοντσίτα Κασανόβας, διευθύντρια του φεστιβάλ: «Φέτος το φεστιβάλ έλαμψε περισσότερο από κάθε άλλη φορά. Για εννιά μέρες μας γέμισε με συναισθήματα, γέμισε τις αίθουσες και γέννησε πολύ ενδιαφέρουσες συζητήσεις. Αυτή η, έβδομη, εκδοχή του φεστιβάλ έφερε στην πόλη μας πολλές σημαντικές διεθνείς προσωπικότητες και μας έφερε σε πάρα πολλά χείλη και συζητήσεις. Εχουμε υποχρέωση για ακόμη καλύτερα πράγματα στο μέλλον καθώς έχουμε πια εδραιωθεί ως το μεγάλο κινηματογραφικό φεστιβάλ της Βαρκελώνης.»

bcn Παέγια για όλους σε μια φεστιβαλική Κυριακή

Τα βραβεία του 7ου Festival Internacional de Cine de Barcelona - Sant Jordi (όπως είναι το πλήρες, επίσημο όνομα του φεστιβάλ) είναι:

Καλύτερη Ταινία: Rebel των Adil El Arbi και Bilall Fallah
Σκηνοθεσία: Bille August για το Kysset (The Kiss)
Σεναρίου: Steve Coogan και Jeff Pope, βασισμένο στο βιβλίο “The King’s grave: The search for Richard III”, των Philippa Langley και Michael Jones, για το The Lost King
Ανδρικού Ρόλου: Omar Sy για το Tirailleurs (Father & Soldier)
Γυναικείου Ρόλου: Fiorella Bottaioli για το La uruguaya
Μουσική: Henry Skram για το Kysset (The Kiss)
Ιστορίας (Πανεπιστήμιο της Βαρκελώνης): Kysset (The Kiss) του Bille August
Ειδική Μνεία: Las buenas compañías της Silvia Munt
Βραβείο Κριτικών (ACCEC): La uruguaya της Ana García Blaya
Νέων Ταλέντων για Καλύτερη Ταινία Μικρού Μήκους: Muerte en Torrevieja της Adriana Arratia
Τιμητικό Βραβείο για το σύνολο του έργου του στον Wim Wenders

bcn

Το 7ο BCN Film Fest σε αριθμούς:

18.000 θεατές
Εξαντλημένα εισιτήρια στο 40% των προβολών για το κοινό
71 ταινίες, από τις οποίες: 22 σε παγκόσμια πρεμιέρα, 2 σε διεθνή, 17 σε ισπανική και 11 σε καταλανική
7 οι χώροι του φεστιβάλ: Cines Verdi, Ateneu Barcelonès, CaixaForum, Casa Seat, Institut Français, La Perla 22 και το Auditorio de la Facultad Blanquerna.
45 παρουσιάσεις και συζητήσεις με την παρουσία προσκεκλημένων, όπως: η Susan Sarandon, ο Wim Wenders, ο Omar Sy, ο François Ozon, η Nadia Tereszkiewicz, η Rebecca Marder, η Penelope Wilton, η Elena Trapé, η Laia Costa, η Nausicaa Bonnín, ο Jaime Chávarri, ο Sergi López, η Vicky Peña, η Sílvia Munt, η Elvira Lindo και η Emma Suárez.
6η Ημερίδα Σεναριογράφων και Παραγωγών με 3 στρογγυλές τράπεζες: “Ανάπτυξη της Μυθοπλασίας στην Καταλονία" με τους Francisco Vargas, Txell Llorens, Judith Colell, Àngels Masclans και Víctor Sala; "Ο Ήχος, το αόρατο σενάριο" με τους Verònica Font, Juanjo Giménez, Mikel Gurrea, Marc Orts; και "Νέοι τρόποι θέασης και ανάλυσης ταινιών και τηλεόρασης, η έκρηξη του streaming και των πλατφορμών", με τους Loreto Corredoira, Elena Neira, Jaume Ripoll y Adolfo Blanco.
Masterclass του σκηνοθέτη Βιμ Βέντερς σε φοιτητές πανεπιστημίων.
Στρογγυλή τράπεζα με θέμα «Οι Κινηματογραφικές ζωές» με τους Gemma Ventura, Andreu Claret, Care Santos y Màrius Serra.
Παρουσίαση του βιβλίου: «Un brindis per Sant Martirià» του Albert Serra.
8 εκπομπές Cinepodcast στο La Perla22.
2 δράσεις στο Ateneu Barcelonès: Παρουσίαση του πρότζεκτ «Terenci, la fabulación infinita» και προβολή του ντοκιμαντέρ «El caso Padilla» του Pavel Giraud.

Αναζητήστε περισσότερες πληροφορίες για το BCN Film Fest στο επίσημο site του Φεστιβάλ, στην επίσημη σελίδα του στο Facebook και στο λογαριασμό του στο Instagram. Η επόμενη, όγδοη εκδοχή του Φεστιβάλ θα πραγματοποιηθεί από τις 18 έως τις 26 Απριλίου 2024. Οσο νωρίτερα κλείσετε τα εισιτήριά σας, τόσο το καλύτερο.

bcn