Μπορεί ο ίδιος να το χαρακτηρίζει, ειρωνικά, ως δράμα, αλλά το «Arirang» του Κιμ Κι-Ντουκ είναι παραπάνω κι από ντοκιμαντέρ, είναι, στην ουσία, ένα home movie που γύρισε ο ίδιος, με πρωταγωνιστή, θέμα και αποκλειστική συμμετοχή τον εαυτό του.
Με το ξεκίνημα της ταινίας μαθαίνουμε ότι ο Κιμ Κι-Ντουκ ζει τα τελευταία τρία χρόνια σ’ ένα παράπηγμα, στη μέση του πουθενά, χωρίς καν τουαλέτα ή τρεχούμενο νερό. Τον βλέπουμε να κόβει ξύλα, να τρώει καρπούς που έχει συλλέξει, να κάνει το νούμερο δύο του, τρεις φορές, να κατασκευάζει μια εσπρεσιέρα, να μαγειρεύει ρύζι.
Στη συνέχεια, και όταν ο μονόλογος ξεκινά, ο σκηνοθέτης εξηγεί ότι η μεγαλύτερη ανάγκη του είναι να κάνει, τώρα, μια ταινία, αλλά ότι δεν μπορεί. Νοιώθοντας συναισθηματικά τραυματισμένος – από το παραλίγο μοιραίο ατύχημα της πρωταγωνίστριάς του στην τελευταία του ταινία κι από την προδοσία των δύο βοηθών του που τον εγκατέλειψαν για τον εμπορικό κινηματογράφο – δεν μπορεί να ξεκινήσει κάποιο project κι έτσι γυρίζει την κάμερα στον εαυτό του, με ομολογουμένως αφοπλιστική αμεσότητα και έντονο, μαγνητικό λόγο.
Ποτέ, μάλλον, δεν έχει εκτεθεί τόσο στο κοινό του σκηνοθέτης, όσο ο Κιμ Κι-Ντουκ που, βυθισμένος στο ποτό, ερημίτης και πικραμένος, προσπαθεί να εξηγήσει και να καταλάβει γιατί η επιτυχία του φρενάρησε. Διαρκώς επαναλαμβάνει το πόσο το έργο του έχει εκτιμηθεί διεθνώς, το πόσο ήταν παραγωγικός και αναγνωρισμένος, οι αφίσες, τα σενάρια, αλλά και ολόκληρη σεκάνς από ταινίες του είναι οι μόνοι του σύντροφοι στο ντοκιμαντέρ.
Πιθανότατα σκηνοθέτες που ακόμα δεν έχουν βρει το δρόμο τους θα ενθουσιαστούν βλέποντας ότι ένας καταξιωμένος συνάδελφός τους τραβάει μεγάλα ζόρια, κι αυτό είναι οπωσδήποτε ένα από τα πλεονεκτήματα της ταινίας, παρότι εσωτερικής κατανάλωσης μόνο. Επιπλέον, είναι συγκλονιστική η συνειδητοποίηση ότι αυτός ο σκηνοθέτης – ποιητής – φιλόσοφος είναι τόσο αφοσιωμένος στον κινηματογράφο που χρησιμοποιεί το ίδιο το μέσο του για την προσωπική του ψυχανάλυση και το κοινό ως εμψυχωτή ή σύμβουλο ή κριτή του.
Πέρα, όμως, από αυτά τα δύο στοιχεία, που πραγματικά απευθύνονται σε μια χούφτα ανθρώπους, η ταινία του Κιμ Κι-Ντουκ είναι ένα αυτοαναφορικό, εγωκεντρικό, αλλαζονικό πείραμα, που δε θα υπήρχε περίπτωση να συμπεριληφθεί στο επίσημο πρόγραμμα του Φεστιβάλ Καννών αν δεν το υπέγραφε ένας σκηνοθέτης μεγάλου βεληνεκούς, με το σινεφιλικό αλλά και τον κίτρινο χαρακτήρα που αυτό συνεπάγεται. Οσο για τους θεατές που χειροκρότησαν στο τέλος της προβολής, μάλλον κολλακεύτηκαν που έγιναν κοινωνοί στο αδιέξοδο του καλλιτέχνη; Είναι, αλήθεια, τόσο στερημένοι σε κομπλιμέντα;