Το Ολύμπιον ήταν μουδιασμένο. Την ίδια ώρα που εμείς μπαίναμε στην ιστορική αίθουσα της Θεσσαλονίκης για την πρεμιέρα του μεγαλύτερου κινηματογραφικού φεστιβάλ της χώρας, η πολιτική και οικονομική τύχη αυτής της χώρας κρινόταν χιλιόμετρα μακριά. Εκατομμύρια Ελλήνων παρακολουθούσαν με αγωνία τα γεγονότα στη Βουλή από την μικρή τους οθόνη, αλλά εμείς είχαμε προτιμήσει την μεγάλη. Αμηχανία. Η πορεία στην Αριστοτέλους να ακούγεται δυνατά.
Η ατμόσφαιρα μέσα στην αίθουσα ήταν λιγότερο επίσημη, λιγότερο στημένη, οι πολιτικοί, ευτυχώς, απουσίαζαν. Ενα σουίνγκ κομμάτι μελαγχολικής αισιοδοξίας από το γκρουπάκι των θεσσαλονικιών Basements μας καλωσόρισε και αμέσως μετά στη σκηνή ανέβηκε ο Δημήτρης Εϊπίδης.
«Πιστεύω ότι όλοι όσοι βρισκόμαστε εδώ σ' αυτή την αίθουσα μοιραζόμαστε τις ίδιες ανησυχίες: σε τέτοιες εποχές κρίσης γιατί χρειαζόμαστε ένα φεστιβάλ;» ξεκίνησε την ομιλία του ο Διευθυντής του Διεθνούς Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης. «Xρειάζεται να ψυχαγωγούμαστε, να προσλαμβάνουμε ερεθίσματα, να κατανοούμε τον κόσμο γύρω μας. Μόνο έτσι θα μπορέσουμε να τον αλλάξουμε. Αισθάνομαι περήφανος που ο περισσότερος από τον μισό προϋπολογισμό του φεστιβάλ προέρχεται από ευρωπαϊκά κονδύλια και δεν επιβαρύνει καθόλου τον εθνικό προϋπολογισμό. Προφανώς και πρέπει να προσπαθήσουμε πολύ ακόμα. Πιστεύω όμως στην ανθρώπινη θέληση, την εφευρετικότητα της ιδιοσυγκρασίας του Ελλήνα. Οταν έχουμε όραμα και σ' αυτό το όραμα μπορούμε να προσελκύσουμε και άλλους, τίποτα δεν είναι αδύνατον. Για αυτό χρειάζονται οι τέχνες και ο πολιτισμός και για αυτό χρειάζεται το Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης.»
Συνεχίζοντας στο ίδιο ενθαρρυντικό για τις τέχνες και τον πολιτισμό ύφος, ο διευθυντής του φεστιβάλ ανακοίνωσε κάτι που αποκάλεσε «έργο ζωής»: την ίδρυση της Ταινιοθήκης της Θεσσαλονίκης «που θα αναπτύξει και θα διευρύνει την κινηματογραφική παιδεία στην πόλη μας σε ετήσια βάση και παράλληλα θα αξιοποιήσει τον ζωντανό πυρήνα των θεατών που το φεστιβάλ έχει δημιουργήσει.»
Ο Δήμαρχος Θεσσαλονίκης και Πρόεδρος του φεστιβάλ Γιάννης Μπουτάρης υποστήριξε και εκείνος ότι η επένδυση στην παιδεία και τον πολιτισμό είναι η μόνη ελπίδα διεξόδου της Ελλάδας από τη βαθύτερη κρίση της. «Το γεγονός ότι αποδέχτηκα τη θέση του Προέδρου του θεσμού αλλά και η νέα σύνθεση του διοικητικού συμβουλίου, συμβολίζουν την έμπρακτη υποστήριξη αλλά και τη φιλοδοξία του δήμου για το μέλλον του φεστιβάλ...Σ' αυτή τη δύσκολη συγκυρία που βρίσκεται η χώρα μας επιμένουμε να κρατάμε ανοιχτό τον ορίζοντα προς την ελπίδα μέσα από την τέχνη του κινηματογράφου. Οι συνεχείς βραβεύσεις των ελληνικών ταινιών τα τελευταία χρόνια αποδεικνύουν ότι η τέχνη ανθίζει σε αντίξοοες συνθήκες... Μένοντας στις σκοτεινές αίθουσες και εγκαταλείποντας την τηλεοπτική τρομολαγνεία όχι μόνο καλλιεργούμε και κρατάμε ζωντανό το κριτικό μας πνεύμα, αλλά ανοίγουμε κι ένα παράθυρο στον κόσμο και τη ζωή, γιατί αυτό κάνει το σινεμά...»
Συγκινητικός Αλεξάντερ Πέιν
Ανεβαίνοντας στη σκηνή για να παρουσιάσει την ταινία του «Οι Απόγονοι», η οποία ήταν και η επίσημη πρεμιέρα του φεστιβάλ, ο Αλεξάντερ Πέιν ήταν απλός, λιτός, αυθόρμητος και για αυτό βαθιά συγκινητικός. Ξεκίνησε τη σύντομη, απροβάριστη ομιλία του (την οποία διέκοπτε με ελληνικές φράσεις, όποτε ένιωθε την ανάγκη να γίνει ακόμα πιο άμεσος) εξηγώντας ότι βρίσκεται στη Θεσσαλονίκη γιατί η παρουσία ενός Ελληνα σκηνοθέτη που επιστρέφει τέτοιες στιγμές στην Ελλάδα είναι μία δήλωση υποστήριξης. «Με συγκίνησε αυτή η πρόσκληση γιατί η Ελλάδα είναι πολύτιμη για μένα, αλλά επειδή και το ίδιο το Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης σημαίνει πολλά για μένα. Πρόκειται για ένα φεστιβάλ που με στήριξε τα πρώτα χρόνια της καριέρας μου. Αυτή είναι η τρίτη φορά που βρίσκομαι εδώ από το 1996 και είμαι πολύ ευτυχισμένος που με προτιμάτε...»
«Και ως καλλιτέχνης πιστεύω κι εγώ ότι ειδικά σε στιγμές κρίσης πρέπει να υποστηρίζουμε τις τέχνες. Κι αυτή η στάση είναι απαραίτητη, κι επιτρέψτε μου: τόσο υπέροχα Ελληνική...» συμπλήρωσε ταπεινά ο Πέιν με το κοινό να χειροκροτεί.
Αλλάζοντας κλίμα, ο Πέιν χαμογελαστός δήλωσε τη χαρά του γιατί η οικογένειά του ήταν παρούσα στην αίθουσα για να παρακολουθήσει την πιο προσωπική, «οικογενειακή» ταινία του. «Τα 13 μου ξαδέλφια από όλη την Ελλάδα είναι εδώ. Σας ευχαριστώ πάρα πολύ. Σας αγαπώ πάρα πολύ.»
Τελευταίος στη σκηνή ανέβηκε ο διευθυντής φωτογραφίας και μόνιμος συνεργάτης του Πέιν, ο επίσης ελληνικής καταγωγής Φαίδων Παπαμιχαήλ. Ο οποίος χαμογελαστά ψέλλισε ένα ελληνικότατο «συμφωνώ».
Τα φώτα έσβησαν, οι «Απόγονοι» ξεκίνησαν και όλα τα υπόλοιπα ανέλαβε η μεγάλη οθόνη. Οπως και θα συνεχίσει να κάνει, τουλάχιστον για τις επόμενες 10 μέρες, σ' ένα κινηματογραφικό φεστιβάλ που δε θα αποτελεί απομονωμένο μικρόκοσμο, αλλά μία ουσιαστική συνομιλία της σκοτεινής αίθουσας με τη σκοτεινή πραγματικότητα.