Πάρτε μια μικρή ανάσα γιατί μπορεί στην αρχή να ακουστεί μπερδεμένο. Στο μέλλον που ακολουθεί την αρχική τριλογία των ταινιών X-Men (εκείνων με τις οποίες ο Μπράιαν Σίνγκερ έδωσε ζωή στο υπερηρωικό genre πριν ο Μπρετ Ράτνερ έρθει να τα διαλύσει όλα με το κάκιστο τρίτο φιλμ, «X-Men: The Last Stand») ο homo sapiens έχει κηρύξει τον πόλεμο στους μεταλλαγμένους, κυνηγώντας τους με εξελιγμένα ρομπότ-Φρουρούς οι οποίοι εξολοθρεύουν το γονίδιο Χ όπου το μυρίσουν. Σε μια απέλπιδα προσπάθεια να σώσουν την ανθρωπότητα, οι τελευταίοι μεταλλαγμένοι, μεταξύ των οποίων ο Καθηγητής Χ κι ο Μαγκνίτο (παιγμένοι από τους Πάτρικ Στιούαρτ και Ιαν ΜακΚέλεν) στέλνουν τον Γούλβεριν στο παρελθόν για να διορθώσει τα πράγματα.
Στο παρελθόν συναντάμε το ανανεωμένο καστ όπως το γνωρίσαμε στην ταινία «X-Men: First Class», τώρα πια στα αστραφτερά ‘70s. Ο Γούλβεριν (σταθερά ο Χιου Τζάκμαν, σε όλα τα παράλληλα σύμπαντα) βρίσκει τους νεότερους εαυτούς του Καθηγητή και του Μαγκνίτο (Τζέιμς ΜακΑβοϊ και Μάικλ Φασμπένστερ, αντίστοιχα) και μαζί προσπαθούν να αποτρέψουν αυτό το φρικτό μέλλον, μη επιτρέποντας στη Μυστίκ (Τζένιφερ Λόρενς) να δολοφονήσει εν ψυχρώ τον Μπόλιβαρ Τρασκ (Πίτερ Ντίνκλατζ, με φανταστικό μουστάκι αντάξιο κάθε ‘70s παραγωγού πορνό ταινιών), δημιουργό των Φρουρών και κύριο εκφραστή του ρεύματος κατά των μεταλλαγμένων.
Η επιστροφή του Σίνγκερ στο franchise με το οποίο συνέδεσε το όνομά του είναι παραπάνω από καλοδεχούμενη, σχεδόν απαραίτητη. Οι X-Men πελαγοδρομούσαν δίχως αυτόν. Εδώ, μαζί με τον σεναριογράφο Σάιμον Κίνμπεργκ κατορθώνουν κάτι που στα χαρτιά μοιάζει δύσκολο: να διαχειριστούν με χάρη και ισορροπία ένα τεράστιο πληθυσμό χαρακτήρων και μια ιστορία που εξελίσσεται σε δύο παράλληλα χωροχρονικά σημεία, σχεδιασμένη ώστε να συνδέσει τα ασύνδετα και να στρώσει το δρόμο για το μέλλον του franchise. Πώς το κατάφεραν αυτό; Εστιάζοντας.
Ακούγεται παράξενο, όμως το «Ημέρες Ενός Ξεχασμένου Μέλλοντος» (τι υπέροχη απόδοση του Αγγλικού τίτλου «Days of Future Past») αντί να χάνει το δρόμο του ακολουθώντας τους πολλούς αφέντες που καλείται να υπηρετήσει, ξέρει να διαχωρίσει στην καρδιά του τι ιστορία είναι. Φέρνοντας τους X-Men στο παρελθόν και ανανεώνοντάς τους για το μέλλον, ο Σίνγκερ βρίσκει την καρδιά κάθε αληθινής X-ιστορίας, δηλαδή την κεντρική ηθική διαμάχη του Καθηγητή Χ με τον Μαγκνίτο. Την εσωτερική πάλη της πίστης σε μια ανθρωπότητα ελεύθερη να σκεφτεί και να αποφασίσει και να οδηγηθεί από το Καλό, ενάντια σε μια κουλτούρα φόβου και υποδούλωσης στον ισχυρότερο.
Οταν γνωρίζουμε τον Καθηγητή σε αυτή την ταινία, έχει παραδοθεί στους δαίμονές του, πεπεισμένος πως αυτός ο κόσμος δε θα αλλάξει ποτέ, πληγωμένος ακόμα από μια προσωπική προδοσία απέναντί του. Είναι σε αυτόν που ανήκει ουσιαστικά η ταινία, την ώρα που ο Μαγκνίτο παίζει το ηθικό αντίπαλο δέος και η Μυστίκ (κάτι σαν μήλον της έριδος) είναι στη μέση. Η δική της τελική απόφαση είναι που θα γείρει τη ζυγαριά προς ένα από τα δύο άκρα, που θα κρίνει το μέλλον της ανθρωπότητας.
Εχοντας μια τόσο ισχυρή αίσθηση ταυτότητας για την ταινία του, ο Σίνγκερ δεν της επιτρέπει ποτέ να γίνει ένα άχρωμο πανηγύρι δράσης, όπως ήταν τα περισσότερα από τα κεφάλαια που ακολούθησαν της αποχώρησής του. Μόνη εξαίρεση, το «First Class» του Μάθιου Βον, το οποίο αν και δεν διέθετε την αμεσότητα του «Ξεχασμένου Μέλλοντος», έκανε διάφορα πράγματα σωστά. Επανεισήγαγε τους ήρωες μέσα από ένα πραγματικά εξαιρετικό καστ, είχε δυνατό πυρήνα κεντρικών χαρακτήρων, ενώ αναπαρέστησε τα ‘60s με αληθινό κινηματογραφικό κέφι.
Ο Σίνγκερ ξεδιαλέγει τα καλύτερα στοιχεία των δικών του ταινιών όπως και εκείνης του Βον (αν και ποτέ δεν κοιτάει τα ‘70s με το ίδιο εκείνο μεράκι) και συνθέτει μια περιπέτεια που και αίσθηση κινδύνου κουβαλά στο DNA της, αλλά και τη φρεσκάδα ενός διασκεδαστικού καλοκαιρινού μπλοκμπάστερ. Ολα ξεκινούν από τη διαδρομή των κεντρικών ηρώων, αλλά δε θα ήταν τίποτα αν ο Σίνγκερ δεν είχε τελειοποιήσει την τεχνική του στη σκηνοθεσία σεκάνς μάχης.
Και το «Ημέρες Ενός Ξεχασμένου Μέλλοντος» δεν είναι συνηθισμένη υπόθεση ακόμα και σε κάτι φαινομενικά απλό, όσο μια επιτυχημένη σκηνή δράσης. Από τη μία έχουμε το πνιγηρό μέλλον, ένα σκηνικό καταστροφής δίχως ελπίδα ή αίσθηση τόπου, χρόνου ή σωτηρίας, όπου όλα είναι σκοτεινά, παρουσιασμένα μέσα από μια ομίχλη δίχως τέλος κι έναν ουρανό δίχως ορίζοντα. Οι εκεί σκηνές είναι φανταστικές ιδίως χάρη στην εντυπωσιακή χρήση της Μπλινκ, μιας μεταλλαγμένης που ανοίγει πύλες τηλεμεταφοράς, εφέ που ο Σίνγκερ εκμεταλλεύεται με αποστομωτικό τρόπο στη χορογραφία της δράσης.
Στο πλαίσιο της κυρίως αφήγησης οι σκηνές είναι λιγότερο έντονες, αλλά πατάνε σε άλλα στοιχεία όπως το χιούμορ: η απόλυτη σεκάνς του έργου είναι εκείνη όπου ο χαλαρός επαναστάτης έφηβος Κουικσίλβερ (Εβαν Πίτερς, κλέβει την παράσταση) σώζει την κατάσταση. Και σλάπστικ και αδρεναλίνη και εφέ. Δεν θα είναι έκπληξη που μετά από αυτή την ταινία όλοι θα ζητούν περισσότερο Κουικσίλβερ. (Και καλή τύχη στους «Avengers» του Γουίντον, που το επόμενο καλοκαίρι θα επανεισάγουν τον ίδιο χαρακτήρα αλλά ερμηνευμένο από τον παντελώς άχρωμο και άοσμο Ααρον Τέιλορ-Τζόνσον.)
Το κόμικ στο οποίο βασίζεται η ταινία, το εμβληματικό «Days of Future Past» των Κρις Κλέρμοντ και Τζον Μπερν, είναι μια ιστορία δύο τευχών στην παλιά σειρά «Uncanny X-Men» η οποία φτιάχτηκε ως κάτι λίγο-πολύ αυτοτελές (και έκτοτε έχει δει αμέτρητες παραλλαγές πάνω στο μοτίβο της). Μεταφέροντάς την στο σινεμά, οι Σίνγκερ και Κίνμπεργκ εκμεταλλεύονται την δύο ταχυτήτων αφήγησή της για να γεφυρώσουν παράταιρα σίκουελ, καστ και ιστορίες σε ένα ενιαίο κι αδιαίρετο σύμπαν. Εκ των πραγμάτων, κάνουν τα πράγματα κάπως μπερδεμένα, αφήνοντας την ταινία να βαραίνει αχρείαστα κατά τόπους επιχειρώντας να σηκώσει στους ώμους της υπερβολικά πολύ exposition, πολλούς χαρακτήρες, πολλούς στόχους και κινδύνους. Επιπλέον, πολλές από τις συνδέσεις που επιχειρούνται είναι κάπως πρόχειρες, και δεν βγάζουν όλες οι εξηγήσεις νόημα. Εν τέλει, το όλο εγχείρημα μοιάζει ύποπτα πολύ με ένα τεράστιο, βολικότατο σεναριακό τρικ ώστε να ‘γιατρευτεί’ το franchise.
Ωστόσο: το «X-Men: Ημέρες Ενός Ξεχασμένου Μέλλοντος» δεν είναι μια τέλεια ταινία, δεν είναι καν (σε καμία περίπτωση) η καλύτερη X-Men ταινία. Αλλά είναι μια πολυ-περιπέτεια που πετυχαίνει στη βάση αυτών που επιχειρεί, μη χάνοντας το δέντρο ακόμα και μέσα σε ένα δάσος μεταλλαγμένων. Εχει αίσθηση του κεντρικού της mission statement, ξέρει τι θέλει να πει, και το κάνει με διασκεδαστικό τρόπο. Κι αν πολλά σημεία της μοιάζουν σχηματικά ή επιμέρους μπερδεμένα, υποπτεύομαι πως δεν πειράζει πραγματικά. Γιατί ξέρετε τι; Ξανά στα χέρια του Σίνγκερ, το franchise μοιάζει όντως να γιατρεύεται.
Διαβάστε ακόμη: