H Μπόμπο, η Κλάρα και η Χέντβιγκ είναι τρεις μικρές επαναστάτριες στη Στοκχόλμη της δεκαετίας του ’80, οι οποίες παρά τις διαφορές τους βρίσκουν το κοινό τους στοιχείο στη μουσική και φτιάχνουν μια μπάντα χωρίς να έχουν μουσικά όργανα, θέλοντας να αποδείξουν ότι η πανκ μουσική δεν έχει πεθάνει και ότι εκείνες είναι «οι καλύτερες», σε μια προσπάθεια ανεξαρτητοποίησης από τους μεγάλους και το σχολείο.
Επιστρέφοντας σε ένα σινεμά που μιλά για την νιότη την εφηβεία, τον τρόπο που ο κόσμος σου αλλάζει και την ξεκάθαρα προσωπική ματιά που έχεις για όλα όσα σε αφορούν ή όχι, το φιλμ του Λούκας Μούντισον, φέρνει στο νου, την υπέροχη αίσθηση της πρώτης του ταινίας, «Fucking Amal», και τον εξαιρετικό τρόπο με τον οποίο περιέγραψε εκεί το ξύπνημα ενός εφηβικού ερωτά.
Εδώ η ιστορία του είναι εξίσου κοριτσίστικη, ακόμη κι αν δεν αφορά σε ένα συγκεκριμένο γεγονός που αλλάζει με κοσμογονικό τρόπο την ζωή τους. Η Κλάρα και η Μπόμπο είναι καλύτερες φίλες στο σχολείο και μαζί, δυο όχι ακριβώς δημοφιλείς μαθήτριες, αφού παρ΄ ότι όπως λένε οι συμμαθήτριες τους, θα μπορούσαν να είναι όμορφες, αν μόνο δεν επέμεναν να κόβουν τα μαλλιά τους κοντά, ή μοικάνα, να ντύνονται αλλόκοτα και να ακούνε πανκ.
Στην πραγματικότητα, στην Σουηδία της δεκαετίας τoυ 80, όλοι τους λένε ότι το πανκ έχει πεθάνει, αλλά όχι για τις ίδιες. Κι όταν στο νεανικό κέντρο που περνούν τα απογεύματα τους βρίσκουν την ευκαιρία να εκδικηθούν ένα φασαριόζικο χέβι μέταλ γκρουπ μεγαλύτερων τους εφήβων, κλέβοντας την ώρα τους στην πρόβα, αποφασίζουν να κάνουν οι ίδιες ένα πανκ γκρουπ.
Στην πορεία, θα πάρουν ως τρίτο μέλος μια απόλυτα καθώς πρέπει συμμαθήτρια με ταλέντο στην κιθάρα, αλλά εξίσου απόβλητη λόγω της υπερβολικά σεμνής εμφάνισής της και της αγάπης της οικογένειας της στον Χριστό και μαζί, θα δοκιμάσουν να κατακτήσουν την δόξα, πεπεισμένες ότι είναι οι καλύτερες.
Ο Μούντισον θα ακολουθήσει την ιστορία τους και τις αστείες, τρυφερές συγκινητικές στιγμές στην ζωή τους, μέσα από μικρές βινιέτες που περιγράφουν τις σχέσεις τους με τους γονείς τους, μεταξύ τους, το φλερτ τους με δυο αγόρια, τους καυγάδες και την αγάπη τους. Μα κυρίως δείχνοντας με απόλυτα πετυχημένο τρόπο την ευφορική αίσθηση του να είσαι νέος, αλλά και την αμηχανία που συνεπάγεται, την δύναμη της φιλίας, τους δεσμούς της οικογένειας, την ομορφιά και το άγχος της νιότης.
Και το κάνει υπέροχα, δίχως να επιμένει σε τίποτα υπερβολικά, δίχως να προσπαθεί να περάσει οποιοδήποτε μήνυμα, με μια ενεργητική, πάντα έτοιμη να συλλάβει την στιγμή κάμερα, με τρία υπέροχα, απόλυτα φυσικά κορίτσια στους πρωταγωνιστικούς ρόλους και ένα τέλειο σάουντρακ από σουηδική πανκ που δίνει ρυθμό κι ένταση.
Το αποτέλεσμα είναι μια ταινία που η ενέργεια της είναι απλά μεταδοτική, που δεν σε αφήνει να χάσεις το ενδιαφέρον σου ούτε στιγμή και που κατορθώνει ασχέτως της ηλικίας που έχεις, να σε κάνει να θυμηθείς και αν όχι να νοσταλγήσεις, σίγουρα να σκεφτείς ξανά, τις δικές σου μέρες πριν μεγαλώσεις, όταν η μουσική ήταν το παν, όταν οι φίλοι ήταν η οικογένειά σου και το κάθε τι ήταν είτε απόλυτα φανταστικό και απίθανα μοναδικό, ή πολύ απλά το τέλος του κόσμου.
Διαβάστε ακόμη: O δεκάλογος του καλού punk σκηνοθέτη από τον Λούκας Μούντισον