Το «Μια Παντρεμένη Γυναίκα» - που σκανδάλισε πρωτίστως για τον τίτλο του αναγκάζοντας την επιτροπή λογοκρισίας να ζητήσει την αλλαγή του, ώστε να μην γενικολογεί ως προς την ηθική των παντρεμένων γυναικών - βρίσκεται στη φιλμογραφία του Ζαν-Λικ Γκοντάρ ανάμεσα στο «Bande à Part» και στο «Alphaville», σαν ένα πέρασμα σε μια ακόμη πιο κατακερματισμένη δοκιμιακή αφήγηση μιας πραγματικότητας φτιαγμένης από σκόρπιες λέξεις, αναφορές στην ποπ κουλτούρα, σινεφίλ εμμονές, φιλοσοφικές αναλύσεις και μια κοφτερή ματιά πάνω στην εποχή του - ένα τελικά σύμπαν μοντερνιστικής γοητείας, ταυτόχρονα επιτηδευμένο και ευφυές, την ίδια στιγμή αποστασιοποιημένο και βαθιά συναισθηματικό.

Στέκει εκεί, πριν τον «Τρελό Πιερό», αλλά μετά το συγγενικό «Ζούσε τη Ζωή της» σαν ένα (με κλειστά μάτια) «γκονταρικό» δοκίμιο πάνω στο τέλος της μπουρζουαζίας και την απαρχή της αναρχίας, ένα μανιφέστο κι αυτό που αναπόφευκτα αυτοεπιβεβαιώνεται και αυτοακυρώνεται διαρκώς, καθώς προσπαθεί να μπλέξει μια προσωπική ιστορία με το οικουμενικό κατηγορώ μιας καπιταλιστικής κοινωνίας και το αποδραματοποιημένο «δράμα» μιας απιστίας με τον απόηχο του Αουσβιτς - ακόμη μια ενόχληση για τη λογοκρισία, στη συγκεκριμένη ο Γκοντάρ δήλωσε αδιαπραγμάτευτος.

«Προτιμώ πριν από ένας άνθρωπος των βεβαιοτήτων, να είμαι ένας άνθρωπος της κατανόησης», θα ακουστεί κάποια στιγμή - ανάμεσα σε πολλά ακόμη - στο εύγλωττο κεφάλαιο 3 με τίτλο «Ευφυία» και κάπως έτσι το «Μια Παντρεμένη Γυναίκα» γίνεται γρήγορα κάτι περισσότερο από ένα πορτρέτο μιας γυναίκας που προσπαθεί να βρει τη θέση της (ως σύζυγος, μητέρα, ερωμένη - όχι απαραίτητα με αυτή τη σειρά) σε ένα μοντέρνο κόσμο. Η Σαρλότ, που την υποδύεται μάλλον πιο ιδανικά από όσο θα είχαν καταφέρει πολλές από τις μούσες του Γκοντάρ, η Μάσα Μέριλ (που ο Γκοντάρ πλησίασε για τον τρόπο με τον οποίο είχε ενσαρκώσει μια παντρεμένης γυναίκας στο δίπτυχο «Η Ανατομία ενός Γάμου» του Αντρέ Καγιέτ), είναι μια γυναίκα που αναζητά την εκπλήρωση της επιθυμίας: σε μια σειρά από μοντέρνα νέα εσώρουχα ή στο στέρνο του εραστή της, σε ένα δίσκο του Μπετόβεν ή σε ένα πορτρέτο του Μολιέρου, μια καθημερινή γυναίκα που μεταφέρεται από το χρόνο που της ανήκει σε αυτόν που χαρίζει στους άλλους προσπαθώντας, εκεί στα χαρακώματα, να μη χάσει ούτε λεπτό από αυτό που μοιάζει με το δικό της όνειρο.

Μελαγχολική όσο και σπάνια στο έργο του αυτή η ταινία του Ζαν-Λικ Γκοντάρ, η Σαρλότ είναι γυμνή στο μεγαλύτερο μέρος της καλειδοσκοπικής αφήγησης. Μόνο που το βλέμμα του σκηνοθέτη εδώ κομματιάζει το σώμα της, ανατέμνει την αρχική αριστουργηματική (έγχρωμη ή καλύτερα μονόχρωμη εκεί) σκηνή από την «Περιφρόνηση» και χαρίζει στα ζευγάρια των εραστών άκρα και αφές που δεν ολοκληρώνουν κανέναν οργασμό, καθώς το «Μια Παντρεμένη Γυναίκα» οδεύει σχεδόν μετωπικά προς μια ακραιφνώς πειραματική (σε κυριολεκτικά αρνητικό και διαρκώς πειραγμένο) ταινία που σε μικρά, ανακουφιστικά (ή και όχι), διαστήματα επανέρχεται στην κανονικότητα μιας πλοκής που παίζει περισσότερο με τις βεβαιότητες και όχι με την κατανόηση.

Η εμμονή του Γκοντάρ με την αντίστιξη μιας ζωής και μιας άλλης που ζει στις σελίδες των περιοδικών (βίβλων τότε για γυναίκες και άντρες) και το σχολιασμό πάνω στο σχολιασμό πράξεων που, όχι στο σινεμά, αλλά έξω από αυτό ονομάζονται «καθημερινή ζωή», κάνει το «Μια Παντρεμένη Γυναίκα» μια πλούσια (αλλά και υπερ-φορτωμένη) ταινία πάνω στη σημασία του να είσαι γυναίκα ανεξάρτητη που θα ήθελε κάποτε να πει ότι «Ζούσε τη Ζωή της», ενώ στην πραγματικότητα παίζει με την έννοια του «συμβιβασμού», πρωτίστως εσωτερικά και δευτερευόντως στην πεποίθηση της πως, όταν η επιστήμη δεν έχει πια τίποτε άλλο να πει, η «ευχαρίστηση» θα έπρεπε να είναι το μέτρο που καθορίζει τα πάντα.

Ο Γκοντάρ ήδη πλέει όμως σε πελάγη επιστημονικής φαντασίας - το ραδιόφωνο μιλάει για εκατόμβη νεκρών σε μια έξοδο από το Παρίσι (προοιωνίζοντας το «Weekend» του 1967), η ίδια η ταινία που βλέπουμε αυτοανακηρύσσεται ως απλά «κομμάτια μιας ταινίας που γυρίστηκε το 1964» (στην πραγματικότητα ο Γκοντάρ την γύρισε και την ολοκλήρωσε μέσα σε τρεις μήνες επειδή όντας στο Φεστιβάλ Καννών την υποσχέθηκε στο Φεστιβάλ Βενετίας) και ο ονειρεμένος κόσμος που έχει γεμίσει διαφημίσεις το Παρίσι δεν είναι παρά μια πλάνη. Οπως συμβαίνει πάντα στο τέλος, ο εραστής θα φύγει και η (παντρεμένη) γυναίκα θα μείνει μόνη. Οπως ήταν και πριν τον γνωρίσει.

«Η ευχαρίστηση και η αγάπη δεν είναι το ίδιο πράγμα.»