Το «Νησί της Αφροδίτης» του Γιώργου Σκαλενάκη πρόκειται για τη μεταφορά ενός εξαιρετικά επιτυχημένου θεατρικού έργου στον κινηματογράφο, με τον Αλέξη Πάρνη να υπογράφει το σενάριο. Το θεατρικό έργο παρουσιάστηκε για πρώτη φορά με εξαιρετική επιτυχία το 1960 στη Σοβιετική Ενωση, ενώ στην Ελλάδα έφτασε το 1963 από το ΚΘΒΕ, σε σκηνοθεσία Αλέξη Σολομού. Το θέμα του έργου αφορά την περίοδο της αγγλοκρατίας στην Κύπρο, διατηρεί μια σθεναρή στάση κατά της αποικιοκρατίας, ενώ καταφέρνει να προσεγγίσει με τρυφερότητα το πανανθρώπινο σύμβολο της μητέρας.

Στη διάρκεια του απελευθερωτικού αγώνα στο νησί της Κύπρου, ένας αγωνιστής της ΕΟΚΑ, ο Κυριακούλης (Κώστας Μεσσάρης), συλλαμβάνεται και οδηγείται στις φυλακές, όπου κατηγορείται για τρομοκρατία και καταδικάζεται σε θάνατο. Οι συναγωνιστές του, σε μια απόπειρα εκδίκησης, απαγάγουν τον Ντέιβιντ (Κώστας Καστανάς), γιο μιας φίλης του Βρετανού διοικητή του νησιού, της Γκλόρια Πάτερσον (την οποία ενσαρκώνει η υπέροχη Ζωρζ Σαρρή). Η Κέιτ, κόρη της Γκλόρια Πάτερσον (η εκθαμβωτική Αν Λόνμπεργκ) μαζί με έναν Βρετανό λοχαγό που τυχαίνει να είναι παλιός φίλος της (Αγγελος Αντωνόπουλος), οργανώνουν την απόδραση του Κύπριου αγωνιστή.

Το σχέδιο απόδρασης αποτυγχάνει, με αποτέλεσμα οι βρετανικές αρχές να εκτελέσουν τον κρατούμενο Κυριακούλη. Η μητέρα του όμως η Λαμπρινή, προς έκπληξη όλων και επιτελώντας σιωπηλά το μητρικό της καθήκον, δίνει την εντολή να απελευθερωθεί ο Αγγλος κρατούμενος. Παρά τις χαοτικές δραματικές εξελίξεις, πρωταγωνιστικό ρόλο σε αυτήν την ιστορία διατηρούν οι μητέρες των δύο αγωνιστών, η Γκλόρια Πάτερσον και φυσικά η Λαμπρινή Κυριακούλη, την οποία ενσαρκώνει η Κατίνα Παξινού στον μοναδικό ελληνόφωνο ρόλο της στον κινηματογράφο.

Μέσα από αυτή την απόφαση της ειρηνικής τελικής λύσης από την πλευρά της Λαμπρινής, διαφαίνεται μια ελπίδα στο αρχικό σενάριο για την έλευση μιας νέας εποχής και για την οριστική πτώση του μεγάλου Κακού, το οποίο τη δεκαετία του ‘60 είχε ήδη λάβει ποικίλες μορφές και, μοιραία, θα λάμβανε και πολλές ακόμη. Το κυπριακό δράμα δεν είχε φανερωθεί πλήρως στους συγχρόνους του, τόσο στο αφηγηματικό παρόν της αγγλοκρατίας, όσο και στο εξωφιλμικό παρόν του 1969, όταν κυκλοφόρησε η ταινία στις αίθουσες. Ο κυπριακός απελευθερωτικός αγώνας λαμβάνει στο «Νησί της Αφροδίτης» μια ξεκάθαρη ανθρώπινη διάσταση, η οποία γίνεται εύκολα κατανοητή με καθημερινούς όρους αυτοθυσίας, ευγένειας και τιμής. Λειτουργεί έτσι και σε δεύτερο επίπεδο, ως ηθική διδασκαλία και ως ένα παράδειγμα καλόπιστου διαλόγου.

Ο τρόπος με τον οποίον τα μεγάλα σύμβολα μεταπλάθονται σε ζωντανά πρόσωπα είναι ευανάγνωστος και πολύ επιτυχής. Μπορούμε να διαβάσουμε στο πρόσωπο του Κυριακούλη την τραγική μοίρα όλων των ηρώων του κόσμου, αλλά και στο πρόσωπο της Λαμπρινής το πολύπλευρο και συχνά μη εκτιμητέο από τους συγχρόνους του πορτρέτο της μεγαλοψυχίας. Παρατηρούμε τη σκληρότητα, τον ατομισμό και την ιδεοληψία με την οποία χειρίζεται τις καταστάσεις ο δυνάστης στο πρόσωπο του λοχαγού Ραλφ (Τάκης Ασημακόπουλος), ενώ διακρίνουμε στο βλέμμα της Κέιτ Πάτερσον την παραλυτική επιρροή του διλήμματος και του δισταγμού.

Τα ερωτήματα που προκύπτουν είναι περισσότερο φιλοσοφικού χαρακτήρα και ρητορικά στη φύση τους. Ποιο είναι το πραγματικό κόστος της θυσίας, αλλά κυρίως γιατί το πληρώνουν πάντα φιγούρες καλά κρυμμένες πίσω από τα πολιτικά πρόσωπα της εκάστοτε εποχής; Και παρά το υπέρογκο τίμημα που καλείται να πληρώσει ο καθημερινός άνθρωπος, ποια είναι η πραγματική συμβολή του στο να κινηθεί τελικά ο τροχός της ανέλιξης; Είναι οι μεγάλες θυσίες μας παντελώς ανάξιες;

Τέτοιου είδους ερωτήματα ανακύπτουν από ένα σενάριο το οποίο λειτουργεί καταπραϋντικά στις πληγές της πολύπαθης Κύπρου. Ενα σενάριο το οποίο, παρά την αδιαμφισβήτητη επιτυχία με την οποία χειρίζεται τα σύμβολα που χρησιμοποιεί, αποτυγχάνει να τοποθετήσει με επιτυχία τον μύθο μέσα στις πραγματικές ιστορικές συνθήκες και τις συμβάλλουσες κοινωνικές δυνάμεις. Μας αφήνει την επίγευση πως μια τέτοια ιστορία δε θα συνέβαινε ποτέ στον κόσμο που κατοικούμε, καθώς οι κυρίαρχες δυνάμεις απαντούν πάντα συντριπτικά σε πράξεις αντίστασης (μια ματιά στις σύγχρονες γεωπολιτικές εξελίξεις το πιστώνει), αλλά και οι κατακτημένοι, τις λιγοστές φορές που έχουν την ευκαιρία, σπανίως διατηρούν το ψυχικό σθένος να αντιμετωπίσουν τον δυνάστη με μεγαλοψυχία. Δεν υπάρχει τίποτα το ανθρώπινο στον πόλεμο: εκεί φανερώνεται το πραγματικό μας διαμέτρημα, το οποίο είναι δυστυχώς συχνά ανεπαρκές.