Στην πρώτη του ταινία μετά τη Χρυσή Αρκτο στο Φεστιβάλ Βερολίνου που είχε κερδίσει με το «Black Coal, Thin Ice», ο Κινέζος Ντιάο Γινάν έκανε το ντεμπούτο του στο Διαγωνιστικό Τμήμα του Φεστιβάλ των Καννών το 2019 φέρνοντας μαζί του το σινεμά - σήμα κατατεθέν του: ένα ακαταμάχητο μείγμα νεο νουάρ ατμόσφαιρας και κοινωνικού (βλ. και μαγικού) ρεαλισμού που με τον ίδιο τρόπο που σε κρατά με τα μάτια ορθάνοιχτα στις εικόνες του δεν σου επιτρέπει να πλησιάσεις πολύ κοντά στους ήρωές του.
Δεν είναι εύκολο άλλωστε από τη φύση του, καθώς όλοι τους - καλοί, κακοί, αστυνομικοί, μαφιόζοι και femmes fatales - βρίσκονται σε ένα διαρκές κυνηγητό, πρωτίστως από την ίδια τους τη μοίρα.
Το επιβεβαιώνει ο Ζου Ζενόνγκ που, όταν κατά λάθος θα σκοτώσει έναν αστυνομικό θα βρεθεί εγκλωβισμένος μέσα στα σπλάχνα της Γουχάν, της πιο πολυπληθούς πόλης της επαρχίας της Κίνας, σε έναν λαβύρινθο που δεν μοιάζει να έχει τέλος. Η παραγκουπολή που απλώνεται γύρω από τη λίμνη του τίτλου, γεμάτη μισοχτισμένα μεγαθήρια, αυτοσχέδια εστιατόρια, υπαίθριους ζωολογικούς κήπους, υπόγεια γεμάτα μαφιόζους και «λουόμενες καλλονές» - όπως ονομάζονται τα κορίτσια που εκδίδονται για το τίποτα, θα γίνει για μια νύχτα το σημείο συνάντησης όλων των απόκληρων μιας κοινωνίας που προσπαθούν να βρουν νόημα σε κάτι ή τουλάχιστον να είναι αυτοί που θα κερδίσουν τα χρήματα που αντιστοιχούν στη επικήρυξή του.
Δεν υπάρχει ούτε δευτερόλεπτο της «Λίμνης με τις Αγριόχηνες» που να μην είναι χορογραφημένο, στιλιζαρισμένο, λουσμένο με νέον φώτα και με σαγηνευτική κίνηση της κάμερας που νιώθεις να σε παρασέρνει στην εικονογραφία του Γουόνγκ Καρ Γουάι δια μέσου της λυρικής μελαγχολίας και του χιούμορ του Ζία Ζάνγκε.
Από τη βροχή που πέφτει συνεχώς στο φόντο αυτού του εγκαταλελειμμένου από Θεό και ανθρώπινη συμπόνια τόπου, μέχρι την αυτοσχέδια - σημάδι της νέας Κίνας - χορογραφία του «Rasputin» των Boney M και από μια σκηνή στοματικού σεξ (που περιλαμβάνει και όλα τα υγρά του) σε μια βάρκα μέχρι έναν ξεκοίλιασμα με κλειστή-που-ανοίγει-ομπρέλα και τους απαράβατους κανόνες του φιλμ νουάρ που ο Γινάν σέβεται σαν να ήταν ο δικός του κώδικας τιμής, ό,τι παρακολουθείς είναι ταυτόχρονα ένα απελπισμένο ανθρωποκυνηγητό και μια σκοτεινή κατάβαση στην κόλαση.
Χωρίς να πρωτοτυπεί, ο Ντιάο Γινάν οικοδομεί τη δική του θέση πάνω σε έναν κυνικό κόσμο, αφήνοντας ελάχιστο χώρο για καλές πράξεις και σχολιάζει - φυσικά - την μισοχτισμένη Κίνα της διαφθοράς, του εγκλήματος και της διαρκούς πάλης ανάμεσα στο παρελθόν και το μέλλον, αλλά στην πραγματικότητα αυτό που ενδιαφέρει περισσότερο τον Κινέζο σκηνοθέτη είναι να αποτίσει τον δικό του φόρο τιμής στο φιλμ νουάρ. Και να μετατρέψει αυτήν την απόκοσμη γωνιά του κόσμου από ένα σκηνικό νεορεαλισμού σε αυτό που ο ίδιος θα περιέγραφε ως ένα κόσμο που είναι πάντα υγρός και φωτισμένος μόνο από νέον φώτα γιατί δεν θα άντεχε να αντικρίσει τον εαυτό του χωρίς την παραμόρφωση της βροχής και τις συνθετικές αντανακλάσεις πάνω στις υγρές επιφάνειες.
Κερδίζοντας 200% σε στιλ, χάνοντας όμως την ευκαιρία να σε κάνει να ακολουθήσεις αυτήν τη διαδρομή σαν να διακινδυνεύεις κάτι περισσότερο από το διαρκή θαυμασμό απέναντι στην εικαστική του τελειότητα και τη διαπεραστική του ατμόσφαιρα, η «Λίμνη με τις Αγριόχηνες» είναι μια - σίγουρα πιο σφιχτή και ενδιαφέρουσα από το «Black Coal, Thin Ice» - arthouse επιτυχία για τον δημιουργό του, αν και παρά τον υπερβάλλοντα ζήλο του, όχι κάτι που θα έπρεπε να επαινεθεί για κάτι περισσότερο από αυτό που είναι.
Η ταινία κάνει επίσημη ελληνική πρεμιέρα στις 26 Ιανουαρίου στο Cinobo στο πλαίσιο του αφιερώματος New Asian Cinema.