Καλοκαίρι του 1973. Η Ντόροθι, ο 10χρονος Τζέι Αρ, κι όλα τους τα πράγματα, φορτώνονται στο σαραβαλάκι της στο δρόμο για το πατρικό. Ο πατέρας του μικρού τοὺς έχει εγκαταλείψει, εκείνη δεν κατάφερε να σταθεί στα πόδια της με τον μισθό της γραμματέως, και ντροπιασμένη επιστρέφει πίσω στο Λονγκ Aϊλαντ και την επικριτική της οικογένεια.

Ομως του Τζέι Αρ τού αρέσει το σπίτι του γκρινιάρη παππού και της μονίμως κουρασμένης γιαγιάς. Είναι γεμάτο ξαδέλφια, ποδήλατα, μουσικές, μεγάλους που μιλάνε βροντερά, γελάνε, τσακώνονται. Μια ντουζίνα άνθρωποι μοιράζονται μια μακαρονάδα, γύρω από ένα τραπέζι κι ο μικρός Τζέι Αρ νιώθει ότι κάπου ανήκει.

Πάνω από όλα, εκεί μένει ο θείος Τσάρλι - ο πιο cool θείος του κόσμου. Οδηγεί μία πράσινη Cadillac, καπνίζει άφιιλτρα και είναι ιδιοκτήτης του Dickens - ενός τοπικού μπαρ, με πιστούς θαμώνες, άφθονη μπύρα και (τιμώντας το όνομα του) βιβλία ανάμεσα στα ποτά. Βιβλία που, με την προτροπή του θείου, ο μικρός Τζέι Αρ καταβροχθίζει, αποφασίζοντας ότι κάποια μέρα θα γίνει κι εκείνος συγγραφέας…

Ο Τζέι Αρ Μέρινγκερ τα κατάφερε. Εγινε δημοσιογράφος και συγγραφέας (ανάμεσα σε άλλα είναι κι ο ghost writer της βιογραφίας του πρίγκιπα Χάρι), κέρδισε Pulitzer. Η αυτοβιογραφία του με τίτλο «The Tender Bar» (2005) διασκευάστηκε σεναριακά από τον Γουίλιαμ Μόναχαν («Ο Πληροφοριοδότης») κι ο παραδοσιακά νοσταλγός Τζορτζ Κλούνεϊ βρήκε το πρότζεκτ για να μιλήσει για τη γοητεία των τσαλακωμένων 70ς. Με τις φωνακλάδικες πολυμελείς οικογένειες που τάιζαν τα παιδιά τους εφόδια, αγάπη, συμπλέγματα και νευρώσεις. Τα πατρικά όπου η κουζίνα μύριζε ψητό στο φούρνο, καβγάδες κι ενοχές.

Οσο η ταινία παραμένει στην ηλικία που ο Τζέι Αρ είναι πιτσιρίκι, η δραματουργία λειτουργεί - όπως τελικά λειτουργούσαν κι αυτές οι δυσλειτουργικές οικογένειες: μάς μεγάλωσαν, μάς στήριξαν, μάς τσάκισαν. Ο Μπεν Αφλεκ λάμπει στο ρόλο του θείου Τσάρλι (παρόλο που μιμείται τόσο εμφανώς τη φωνή του Κλούνεϊ στην προσπάθεια για classic cool) με καλογραμμένες ατάκες, αυτοσαρκαστικό χιούμορ και γνήσια συγκίνηση. Το περιβάλλον του Dickens, με τον μικρό να κάθεται στην μπάρα, ανάμεσα στους γραφικούς τακτικούς και τον θείο Τσάρλι να σερβίρει ποτά και σοφίες της ζωής έχει μια κάποια γοητεία. Μπορεί να μην σου σερβίρει το malt ουίσκι που υπόσχεται, με το να στέκεται σε στερεότυπα και κάποιες ευκολίες, αλλά δεν σε νοιάζει. Το χανγκόβερ της είναι ευχάριστο.

Δυστυχώς όμως, η ιστορία του Τζέι Αρ ως κολλεγιόπαιδο στο Yale, ζώντας το όνειρο της λογοτεχνίας και του πρώτου έρωτα δεν είναι ούτε το ίδιο ευκολόπιοτη, ούτε ενδιαφέρουσα, ούτε κινηματογραφικά σαγηνευτική. Χλιαρή, άνιση- ένα άνοστο κοκτέιλ με υλικά που δεν δένουν. Το πίνεις γιατί βαριέσαι και πρέπει κάτι να κρατάς.

Είναι κρίμα γιατί το αποτέλεσμα μοιάζει με χαμένη ευκαιρία. Ο Κλούνεϊ θα έπρεπε να έχει στα χέρια του ένα σενάριο που θα επένδυε στην παιδική ηλικία του συγγραφέα και μόνο - γιατί ξέρει να παίξει με τα υλικά της vintage νοσταλγίας και να σου κάνει κεφάλι. Τώρα, τζάμπα μεθύσι…