Ο τίτλος της 30ης αυτής ταινίας του Ίνγκμαρ Μπέργκμαν δεν είναι η μόνη παραδοξότητα μιας κινηματογραφικής σύνθεσης που μοιάζει ταυτόχρονα με παραφωνία, αλλά και αναπόσπαστο κομμάτι της φιλμογραφίας του. Κλείσιμο μιας τριλογίας που με πρωταγωνιστές τον Μαξ Φον Σίντοφ και την Λιλ Ούλμαν διαδραματίζεται στο ίδιο μέρος - το αγαπημένο σουηδικό νησί Φάρο με το οποίο ο Ινγκμαρ Μπέργκμαν συνέδεσε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του - μιλάει, όπως και οι δύο προηγούμενες ταινίες (η «Ωρα του Λύκου» και η «Ντροπή») με διαφορετικό αλλά και τελικά τον ίδιο ακριβώς τρόπο για το τέλος όλων των βεβαιοτήτων στη ζωή και την τέχνη. Ισως και για το τέλος του κόσμου.

Το «πάθος» του τίτλου είναι περισσότερο, στην ελληνική τους μεταφορά, τα «πάθη», με μια κάποια βιβλική αναγωγή στη ζωή τεσσάρων ανθρώπων που θα μπλεχτούν τόσο ώστε πολύ σύντομα μέσα στην ταινία να μην είσαι σίγουρος για το ποιος είναι ο κεντρικός ήρωας ή αν τελικά υπάρχουν περισσότεροι ήρωες από έναν σε έναν κατακερματισμό ταυτότητας, δράσης και αφήγησης που σαγηνεύει ακριβώς την ίδια στιγμή που μετατρέπει μια κατά τα άλλα απλή ιστορία τυχαίων (;) συναντήσεων σε κάτι μη εύκολα αποκρυπτογραφήσιμο.

Το «Πάθος» διαφέρει και από την «Ωρα του Λύκου» και από την «Ντροπή». Είναι έγχρωμο (ανεπαίσθητα αλλά αριστουργηματικά φωτισμένο με τα γήινα χρώματα της ανθρώπινης επαφής από τον Σβεν Νίκβιστ), πιο «πειραματικό» (ίσως τελικά πιο κοντά στην «Περσόνα» και στο ρυθμό, και στην διακοπή της αφήγησης και στην προβληματική του καλλιτέχνη σε κρίση) και πιο αποστασιοποιημένο μέσα στη μελαγχολία του. Είναι όμως και η ίδια ταινία με τις δύο προηγούμενες, μια εξπρεσιονιστική κραυγή πάνω στην ανθρώπινη απόγνωση, με φόντο έναν κόσμο που καταρρέει μέσα από το βλέμμα ενός καλλιτέχνη που δέχεται «επίθεση» από έξω - τη βία, έναν πόλεμο, το τέλος της έμπνευσης, έναν κύκλο ζωής και θανάτου που δεν σταματάει ποτέ.

Ο Μπέργκμαν συστήνει τους ήρωες του με ιντερλούδια που σπάνε την αφήγηση. Συστήνει τους ηθοποιούς που παίζουν τους ήρωες, τους ήρωες που παίζουν τους ηθοποιούς που παίζουν τους ήρωες. Δημιουργεί ζευγάρια, καθρέφτες ανθρώπων που ο ένας βρίσκεται δίπλα στον άλλον, μέσα στον άλλον, είναι ο άλλος. Παίζει με το χρόνο, τη διαστολή του μπροστά στο ανθρώπινο δράμα. Και με την επιθυμία, ίσως το «πάθος» ή τα πάθη, αυτά που κάνουν τους θνητούς να πλησιάζουν το καθ’ ομοίωση σε μια προσευχή που διακατέχεται από απελπισία ανακατεμένη με την ανάγκη του άλλου.

Ο Αντρέας προσπαθεί να ξεπεράσει τον αποτυχημένο του γάμο, ζώντας μοναχικά στο σπίτι του στο Φάρο. Και αυτά είναι σχεδόν όλα όσα θα μάθουμε ποτέ γι’ αυτόν. Από την ανοιχτή του πόρτα (και τη στέγη που άδικα προσπαθεί να επισκευάσει) θα εισβάλλει όμως μια παραμορφωτική πραγματικότητα, βίαιη και θεραπευτική μαζί: ένας μανιακός που βασανίζει και σκοτώνει ζώα, μια περίεργη γειτόνισσα που επειδή δεν μπορεί να κοιμηθεί το βράδυ κοιμάται μέσα στην ημέρα τις πιο αναπάντεχες ώρες, ένας άντρας που θέλει να τον ζωγραφίσει, μια γυναίκα που είναι η μόνη επιζήσασα από ένα αυτοκινητιστικό δυστύχημα που σκότωσε τον άνδρα και το γιό της.

Σε μια μείξη μιας τρομακτικής, δυστοπικής πραγματικότητας και ελπιδοφόρων ερωτικών συναντήσεων (αρχικά με τη γυναίκα που κοιμάται και στη συνέχεια με την θλιμμένη γυναίκα), ο Αντρέας βυθίζεται αργά σε μια ονείρωξη που διαστέλλει την αγωνία. Μαζί και τη φιλμογραφία του Μπέργκμαν, με μια ασπρόμαυρη σκηνή από την «Ντροπή» να λειτουργεί εδώ σαν ένα όνειρο, δίνοντας ίσως την εντύπωση πως εκείνη η ταινία ήταν όλη ένα όνειρο, με μια πανομοιότυπη σκηνή με το δέντρο και τον Μαξ Φον Σίντοφ από την «Πηγή των Παρθένων», με ερωτήσεις και απαντήσεις πάνω στην απιστία, το έγκλημα και την… τιμωρία. Σε μια στιγμή της μπεργκμανικής αναζήτησης που τελικά σπάει τη «Σιωπή» και έρχεται με φόρα να ανοίξει το volume στο «Κραυγές και Ψίθυροι».

Κάπου εκεί ανάμεσα, στα τέλη των 60s, με μια σκηνή στην τηλεόραση να θυμίζει τον πόλεμο στο Βιετνάμ και το βλέμμα της Λιβ Ούλμαν με φόντο το σπίτι που καίγεται να γίνεται η προφητεία ενός νέου κόσμου, με κλεισίματα του ματιού στους ανεξάρτητους της Αμερικής και τους πολιτικοποιημένους της Ευρώπης, το «Πάθος» μοιάζει και απροσπέλαστο και γοητευτικό. Ενα ακόμη αίνιγμα μέσα στο μεγάλο μυστήριο της μπεργκμανικής φιλμογραφίας που επειδή δεν αναλύθηκε μέσα στις δεκαετίες όπως όλα τα υπόλοιπα, καλύπτει το πέρασμα του χρόνου που δεν μπορεί να κρύψει από πάνω του, με νέες αναπάντεχες, παράδοξες κι αυτές αναγνώσεις.