Κάτι που ξεκίνησε ως πραγματικά ευρηματικό και με δυνατές προοπτικές να μετατραπεί σε κάτι βέβηλο και ευφάνταστα εφιαλτικό, με κάθε κεφάλαιο, κάθε νέα ιστορία και χαρακτήρα που προσθέτονταν σε αυτά, ένοιωθες να αποδυναμώνεται κι ο τρόμος να χάνει τη δυναμική του. Και όλο αυτό δεν θα μπορούσε να μετουσιωθεί καλύτερα απ' ό,τι στο πρόσωπο της «Καλόγριας», εκείνου του εμβληματικού χαρακτήρα από το «Κάλεσμα 2», μια ταινία η οποία θα μπορούσε να απογειώσει το franchise, αλλά αντ’ αυτού το έστειλε κατευθείαν στην κόλαση.

Το δεύτερο κεφάλαιο μπορεί να έχει κάποιες σποραδικές στιγμές ανίερης επιφοίτησης, μοιάζει ακριβώς μια από τα ίδια. Ευτυχώς όμως, όχι χειρότερα…

1956, Γαλλία. Ενας ιερέας δολοφονείται. Ενα κακό εξαπλώνεται. Το σίκουελ της «Καλόγριας» ακολουθεί την Αδελφή Αϊρίν, η οποία για μία ακόμα φορά έρχεται πρόσωπο με πρόσωπο με τον δαίμονα Βάλακ που κρύβεται πίσω από το τρομαχτικό προσωπείο μιας καλόγριας.

Φαίνεται πως παρά τα μέτρια «Το Κάλεσμα 3: Ο Διάβολος Με Εβαλε να το Κάνω» και «Η Κατάρα της Γιορόνα», ο Τζέιμς Γουάν όσο και το στούντιο της Warner έχουν αρκετή πίστη στις ικανότητες του Μάικλ Τσάβες, ο οποίος μοιάζει να πήρε στους ώμους του ολόκληρο το franchise. Ετσι, αναλαμβάνοντας το ηνία από τον Κόριν Χάρντι, ο Τσάβες ξαναφέρνει τη σατανική Καλόγρια πίσω, αλλά χωρίς να βρει, για άλλη μια φορά, τη δική της κινηματογραφική ταυτότητα.

Αν και δείχνει να έχει μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση πίσω από την κάμερα, με κάποιες σκηνές οι οποίες πραγματικά αναβλύζουν ανατριχίλα, όπως η εισαγωγή και η σκηνή με τα περιοδικά (μην αφήσετε το τρέιλερ να σας χαλάσει τη σκηνή), και άλλες να έχουν μια σκοτεινή οπτική θρησκευτικής εικονολατρίας, κάτι που σπάνια μπορεί να επιτευχθεί, ο Τσάβες δεν ξεφεύγει από τα αμέτρητα κλισέ, με τον τρόμο να έρχεται με έναν απόλυτα τηλεγραφημένο τρόπο, τα πετάγματα να είναι αδιάφορα προμελετημένα, ενώ το μυστήριο ν' αποδομείται από την αρχή, αφήνοντας την ταινία γυμνή από κάθε είδους διασκέδαση.

Ισως αυτό που καταφέρνει καλύτερα από την πρώτη ταινία, είναι το πώς ο Τσάβες εδώ χειρίζεται την Καλόγρια. Την αφήνει πίσω στις σκιές να κινεί να νήματα, εμφανίζοντάς την μόνο όταν πρέπει, αναδεικνύοντάς την σε μια ανατριχιαστική δαιμονική παρουσία, κάτι περισσότερο από την καρικατούρα στην οποία την είχε μειώσει η πρώτη της ταινία.

Εχοντας όμως στα χέρια του ένα σενάριο που γρήγορα υπερφορτώνεται από ιδέες και ιστορίες που σπάνια καταλήγουν κάπου, χαρακτήρες χάρτινους που όχι μόνο δεν αξιοποιούνται πλήρως αλλά αφήνονται στην μοίρα μιας μπερδεμένης και over the top πλοκής, η «Καλόγρια ΙΙ» γρήγορα χάνει το ενδιαφέρον της και μένει να αιωρείται στο καθαρτήριο της αδιαφορίας, κάπου ανάμεσα στην κόλαση της αποτυχίας ως ταινία τρόμου και την οπτική παραδεισένια πανδαισία της. Και αυτή είναι η χειρότερη κατάρα που μπορεί να πέσει πάνω της.