Θα περίμενε κανείς πως με τρεις ταινίες στο ενεργητικό τους «Οι Αναλώσιμοι» θα είχαν ήδη… αναλώσει τις όποιες ιδέες μπορεί να υπήρχαν για οποιοδήποτε σίκουελ. Να όμως που σχεδόν δέκα χρόνια μετά την τρίτη τους ταινία, οι ιδέες συνεχίζουν να έρχονται μιας και φαίνεται πως υπήρχε χώρος και για μια ακόμα τέταρτη, η οποία, σαν τους ίδιους τους πρωτοπαλίκαρους πρωταγωνιστές της, μοιάζει ήδη κουρασμένη από το ξεκίνημα της.
Αν θα μπορούσαμε να βρούμε κάποιο ενδιαφέρον στις πρώτες ταινίες του franchise (ναι, ακόμα και στην τρίτη) αυτό θα ήταν πως πέρα από τη b-movie αισθητική της με την απαραίτητη low budget παραγωγή της (δίνοντάς της τα αναμενόμενα vibes και το απενοχοποιημένο χαβαλέ μιας πιο old school περιπέτειας), το ενδιαφέρον βρισκόταν πάντα στην στρατολόγησή σχεδόν όλων των action stars προηγούμενων δεκαετιών, οι οποίοι μετατράπηκαν από τους ανίκητους μπρατσαράδες μιας πάλαι ποτέ κινηματογραφικής εποχής σε κάτι το, πλέον, αναλώσιμο.
Οπότε πόσο διασκεδαστικό μπορεί να συνεχίσει να έχει το franchise όταν προσπαθείς να αντικαταστήσεις ίσως το μόνο ενδιαφέρον στοιχείο του με «νέο αίμα»; Από ό,τι φαίνεται μάλλον καθόλου. Ολοι αυτοί οι νέοι χαρακτήρες μοιάζουν ως καρικατούρες άλλων και σαφώς καλύτερων action stars, χωρίς να καταφέρνουν να δικαιολογήσουν την ύπαρξή τους σε μια ταινία που απαιτεί από τους ίδιους να σταθούν, καλώς ή κακώς, με ανάστημα μπροστά στην σκιά των μεγαθήριων από τις προηγούμενες ταινίες, όπως οι Μπρους Γουίλις, Αρνολντ Σβαρτζενέγκερ, Ζαν Κλοντ Βαν Νταμ, Τζακ Νόρις και φυσικά τον Σιλβέστερ Σταλόνε.
Και πόσο μάλλον όταν, σχεδόν από την αρχή, βγάζεις «νοκ άουτ» ένα από τα καλύτερα στοιχεία ολόκληρου του franchise για να δικαιολογήσεις μια ήδη αρκετά χάρτινη πλοκή της. Ακόμα κι αν κάποιος πάει να δει την ταινία για τη δράση και μόνο, η οποία εξελίσσεται σχεδόν αποκλειστικά πάνω σε ένα πλοίο (ούτε λόγος για τη «χολιγουντιανή» Θεσσαλονίκη όπου έγινε μέρος των γυρισμάτων που ούτε αναγνωρίζεις, ούτε θες να ξέρεις), θα απογοητευτεί μιας και μοιάζει σαν να περιορίζεται με ένα λουρί και δεν αφήνεται να ξεχυθεί ελεύθερη και να οργιάσει, με την κινηματογράφηση μηχανική στα όρια της δυσκαμψίας με τις όποιες ανατροπές και αποκαλύψεις να τις περιμένεις από μίλια μακριά.
Ευτυχώς το bromance και η χημεία μεταξύ του Τζέισον Στέιθαμ και του Σταλόνε καλά κρατεί, το (κακό CGI) gore ρέει άφθονο, αλλά πόσο κι αυτά να σώσουν μια ολόκληρη ταινία; Οι «Αναλώσιμοι 4» είναι μια ταινία που έχεις δεις, σαφώς, αλλού πολύ καλύτερα. Αλλά το ίδιο θα μπορούσαμε να πούμε και για τις τρεις προηγούμενες. Μόνο που εδώ το «νέο αίμα» μοιάζει περισσότερο ως «αφαίμαξη» ενός franchise που μάλλον θα έπρεπε να είχε αναλωθεί εδώ και καιρό.