Ανήκει στις κορωνίδες του κινηματογραφικού τρόμου, για πολλούς η σημαντικότερη του είδους, αφού έστειλε ένα ολόκληρο είδος από το σκοτάδι των b-movies στα Οσκαρ. Ανήκει φυσικά στα εξέχοντα δείγματα του νέου αμερικάνικου σινεμά των αρχών της δεκαετίας του ΄70, ισάξιας τόλμης και πολιτικής θέσης με τις πιο κλασικές ταινίες της εποχής. Ανήκει χωρίς αμφιβολία και στη μεγάλη λίστα εκείνων των ταινιών που το παρασκήνιό τους είναι ακόμη μεγαλύτερο κι από το μύθο τους, στιγματισμένο ακόμη και σήμερα από τραυματισμούς, θανάτους και πολιτικά ανορθόδοξες συμπεριφορές που στις μέρες μας θα είχαν βάλει λουκέτο στην παραγωγή ήδη από τις πρώτες μέρες γυρισμάτων της. Ανήκει χωρίς καμία αμφισβήτηση και στο tour de force του Γουίλιαμ Φρίντκιν που αμέσως μετά το θρίαμβο του «Ανθρώπου από τη Γαλλία», βυθίστηκε σε μια ταινία - εμπειρία, καθόλου προφανή για το «είδος» με το οποίο έγινε γνωστός, παραδίδοντας ένα instant classic για τις γενιές που θα ακολουθούσαν.
Περισσότερο από όλα τα παραπάνω όμως - κι από άλλες λίστες από τις οποίες δεν θα μπορούσε ποτέ να λείπει αυτή η ταινία -, ο «Εξορκιστής» ανήκει σε αυτές τις ταινίες που δεν θέλεις - και μεταξύ μας δεν χρειάζεται ποτέ - να ξαναδείς.
Η πρώτη επαφή μαζί της, σε όποια ηλικία κι αν συμβεί, είναι τόσο κοσμογονική στο επίπεδο της - κι όμως - ακαταμάχητης γοητείας που σου προκαλούν οι απωθητικές της εικόνες και ο διαρκής «ενοχλητικός» τόνος της, που από τη μια στιγμή στην άλλη νιώθεις την αναπνοή σου να καίει μέσα σε ένα κρύο δωμάτιο, το κορμί σου να φλέγεται από πόθο, ένα κορίτσι κι εσύ (και εγώ και όλοι) που μέσα στο σώμα του ζει το κακό, ένα θύμα μιας ολόκληρης κοινωνίας που θα ενηλικιωθεί με το ζόρι, μαθαίνοντας να μην φοβάται και να αγαπήσει τελικά τον νέο κόσμο.
Ανάμεσα σε στρώσεις άβολης (κατ ευφημισμό) εικονογραφίας και διαρκούς ρεαλισμού που συμβολίζει περισσότερα πράγματα απ’ όσα θα μπορούσες να φανταστείς, ο «Εξορκιστής» παίζει με το μυαλό σου, όσο παίζει, αδιάκριτα, σχεδόν εκβιαστικά με το κορμί σου, δοκιμάζοντας και τελικά δαμάζοντας κύματα από στερεότυπα θρησκείας, πίστης, ντροπής ή ακατάσχετου fun. Δεν είναι τυχαίο ότι υπήρξε μια ταινία που στις στρατιές που «ενόχλησε» υπήρξαν καθολικοί και άθεοι μαζί, άνθρωποι που δεν πίστεψαν (ακόμη και μετά) στην ύπαρξη δαιμόνων και άλλοι που έκτοτε ένιωσαν πως ήρθαν σε επαφή με το απόλυτο κακό. Δεν είναι τυχαίο πως η εμμονή του Γουίλιαμ Φρίντκιν για αυτές που τελικά θα ήταν οι θρυλικές σκηνές της ταινίας, χαρίζουν ακόμη και σήμερα ανατριχίλες (έως και camp αποτροπιασμού) ακόμη και σε όσους θεατές θα δηλώσουν εξαρχής υποψιασμένοι. Δεν είναι παρά τυχαίο, αν βρεθεί κάποιος να υποστηρίξει πως η θέα ενός ανήλικου κοριτσιού με έναν σταυρό στα γεννητικά του όργανα δεν τον σημαδεύει ανεξίτηλα για πάντα.
Σε μια ευθεία γραμμή που μοιάζει να έρχεται από το «Μωρό της Ρόζμαρι» του 1968, ο «Εξορκιστής» δείχνει τόσο ακόμη πιο ατρόμητος που νιώθεις ότι διαρρηγνύει κάτι μεγαλύτερο και από την ίδια την πίστη. Ετυμολογικά, καταρρίπτει με ένα γδούπο που ακούγεται ακόμη και σήμερα εκκωφαντικά κάθε «καλό», καθώς πνίγει μέσα στην ομιχλώδη, χαμηλά φωτισμένη αστική του ασφάλεια, όλα όσα μέχρι τότε θεωρούνταν «σταθερές»: από την οικογένεια, μέχρι τη φήμη (η μαμά ηθοποιός) και από την εκκλησία μέχρι την αδυναμία της όποιας επιστήμης να νικήσει το ανομολόγητο. Ό,τι συμβαίνει σε αυτό το κοριτσίστικο σώμα, είναι ό,τι ακριβώς συμβαίνει μέσα σε αυτό το δαιμονισμένο σπίτι, ό,τι συμβαίνει - σε μια όχι και τόσο αυθαίρετη αναγωγή - σε μια χώρα που δοκιμάζει τις βεβαιότητες της προκειμένου να δεχθεί τον ερχομό μιας ενήλικης απενοχοποιημένης αβεβαιότητας, σύμβολο ωρίμανσης και σοφίας.
Τα 70s γίνονται στον «Εξορκιστή» ένας τόπος μάχης που βρίσκει τον άνθρωπο αντιμέτωπο με την εποχή του, μια επαναδιαπραγμάτευση της σεξουαλικής απελευθέρωσης, ένα - το πιο hardcore - κατηγορώ στη σεμνοτυφία και την υποκρισία, μια διαρκής εκ-κένωση μιας κοινωνίας χαμένης σε δόγματα και επιστημονικοφανείς αλήθειες, ένα «άδειασμα» που την ίδια ώρα που τρομάζει, λυτρώνει ή και το αντίθετο σε μια αλληλουχία που μετατρέπει μια ταινία τρόμου σε ένα χιτσκοκικό παραλήρημα και μια ταινία δαιμονισμού σε ένα ρέκβιεμ για μια κοινωνία σε κατάθλιψη και βαθιά μελαγχολία. Περισσότερο τελικά από τους δαίμονες, την πειραγμένη φωνή της αστείρευτης Μερσεντές ΜακΚέμπριτζ (που ο Φρίντκιν έδενε και τάιζε με ωμά αυγά και ουίσκι προκειμένου να πετύχει τη φωνή του δαίμονα), τα τραύματα στα σώματα της Ελεν Μπέρστιν και της Λίντα Μπλερ (που σήμερα θα είχαν στείλει τον Φρίντκιν σπίτι του ως μέγα «κακοποιητή»), τη δωρική φιγούρα του Μαξ τον Σίντοφ, τα ελληνικά της μαμάς του Πατέρα Κάρας και της Ρίτας Σακελάριου που ενσωματωμένη μέσα στη βίντατζ σεβεντίλα της ταινίας έρχεται τελικά να ολοκληρώσει ένα δοκίμιο πάνω στο απόλυτο τέλος όλων.
Ο «Εξορκιστής» δεν είναι η ταινία που θα αναφέρεις πρώτη σε μια λίστα με ταινίες που σε βυθίζουν στο απύθμενο μελαγχολικό τους σύμπαν. Κι όμως, αν το σκεφτείς λίγο καλύτερα, περισσότερο από πολλές «κλασικές» ταινίες της εποχής, αυτό το απόλυτα τολμηρό φιλμ τελειώνει ακριβώς τη στιγμή που σε έχει αφήσει πιο δυνατό από πριν, πνιγμένο μέσα σε μια θλίψη για το τέλος του κόσμου όπως τον γνωρίζαμε. Και μόνο για το κακό που βρίσκεται μέσα μας και το κορίτσι που - κι αυτό μέσα μας - πάντα θα επαναστατεί, χορογραφώντας με την ενηλικίωση του, μια συμφωνία τρόμου πιο δυνατή από κάθε εξορκισμό, όσο δύσκολο είναι να δεις ξανά τον «Εξορκιστή», τόσο εύκολο είναι να ανακαλέσεις κάθε του σκηνή, με κάθε λεπτομέρεια.
Γιατί, απλά, καθαρά, κινηματογραφικά, η πρώτη φορά που τον είδες ήταν κι ένας δικός σου «εξορκισμός». Λυτρωτικός, τρομακτικός, μια ενηλικίωση τόσο απότομη και βίαιη, όσο κάθε ενηλικίωση. Που δεν θες να ξαναζήσεις ποτέ.