Κάποιους ηθοποιούς πραγματικά δεν μπορείς να φανταστείς να παίζουν κάποιους άλλους ρόλους πέρα από αυτούς που τους έχει συνηθίσει. Εναν από αυτούς είναι σίγουρα και ο Τζέισον Στέιθαμ ο οποίος, πλέον, έχει εδραιωθεί ως ο τύπος με την σέξι βρετανική προφορά που μπορεί να νικήσει ορδές κακών με μόνο όπλο τις μπουνιές του (άντε και κανένα πιστόλι που κουβαλά κυρίως ως αξεσουάρ).
Μετά τα «Fast & Furious» και του «Αναλώσιμους» μια ταινία με τίτλο «Ο Μελισσοκόμος» (για την Ελλάδα ο συνειρμός θα είναι πάντα... αγγελοπουλικός) θα νόμιζε κανείς πως ο Στέιθαμ αποφάσισε να κάνει στροφή στην καριέρα του παίζοντας σε κάτι πιο ήπιο, δραματικό και χωρίς καθόλου βία. Οποία έκπληξις λοιπόν όταν κάποιος αρχίζει να την παρακολουθεί και φυσικά είναι αυτό που ακριβώς περιμένει, ο Στέιθαμ να ρίχνει μπουνιές σε μια, για άλλη μια φορά, άκρως βαρετή ταινία δράσης.
Η πλοκή, χωρίς να έχει ιδιαίτερη σημασία σε όλη την ταινία, μιλά για την βίαιη εκστρατεία εκδίκησης ενός άνδρα που αποκτά εθνικές διαστάσεις όταν αποκαλύπτεται ότι είναι ένας πρώην πράκτορας μίας πανίσχυρης και μυστικής οργάνωσης, γνωστή ως «Οι Μελισσοκόμοι».
Αν μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε τον «Μελισσοκόμο» με μια φράση τότε αυτή θα ήταν το «"John Wick" του φτωχού».
Ο Ντέιβιντ Αγιερ, γνωστός από διάφορες άλλες ταινίες δράσης και κυρίως από την πρώτη «Ομάδα Αυτοκτονίας» του 2016, μοιάζει σαν να θέλει να χτίσει το δικό του σύμπαν γεμάτο μυστικές οργανώσεις, δολοφόνους και δολοπλοκίες, έχοντας ακόμα και έναν στωικό κεντρικό χαρακτήρα ο οποίος έχει αποσυρθεί από τους «Μελισσοκόμους» για να γίνει… κανονικός μελισσοκόμος (χάλια κάλυψη όποιος την σκέφτηκε) και επιστρέφει όταν πεθαίνει ένα αγαπημένο του πρόσωπο, αλλά ποτέ δεν φτάνει, ούτε στο μικρό του δαχτυλάκι το ολοκληρωμένο και πιο ζωντανό σύμπαν των ταινιών του Τσαντ Σταχέλσκι.
Ακόμα και όταν προσπαθεί να σε εντυπωσιάσει με μερικά νέον χρώματα εδώ κι εκεί, το ψευτο-νούαρ σύμπαν που προσπαθεί να χτίσει εδώ, δείχνει ήδη από την αρχή τις ρωγμές του. Η δράση και το ξύλο παρέχουν αρκετή βία και αίμα αλλά τους λείπει αυτή η μαεστρία, αυτό το κάτι που θα σε κάνει να νιώσεις τη δύναμη της κάθε μπουνιάς και κλωτσιάς που πέφτουν - αρκετά καλά χορογραφημένες η αλήθεια είναι χωρίς όμως την παραμικρή αυτοπεποίθηση στην σκηνοθεσία τους.
Τουλάχιστον η ταινία δεν παίρνει τον εαυτό της στα σοβαρά, όσο αφορά στο σενάριο, μιας και υπάρχουν στιγμές, ακόμα και στην δράση, που προκαλούν κάποια, μάλλον, όχι και τόσο προγραμματισμένα γέλια. Η πλοκή είναι γεμάτη από κλισέ και τις περισσότερες φορές δεν βγάζει ιδιαίτερο νόημα, ακόμα και όταν αφορά την χρονική περίοδο στην οποία εξελίσσεται. Αλλά αυτό που χτυπάει περισσότερο από όλα στο cringe είναι οι διάλογοι. Πότε δεν περιμέναμε να δούμε μια ταινία τόσο αχρείαστα γεμάτη με puns για μέλισσες («to bee or not to bee» το καλύτερο από όλα), με τους ελληνικούς υπότιτλους να προσπαθούν τα μέγιστα να τα αποδώσουν όπως πρέπει, αλλά χωρίς υπάρχει κάποια εξυπνάδα ή κάποιο είδους χιούμορ πίσω από αυτά ή κάτι που τα κάνει να ενσωματωθούν οργανικά στο σενάριό της.
Το σύμπαν του «Μελισσοκόμου» δεν είναι τόσο γλυκό όσο θα περίμενε κανείς. Ακόμα και με ηθοποιούς όπως οι Τζέρεμι Αϊρονς, Τζος Χάτσερσον, Μίνι Ντράιβερ και Τζέμα Ρεντγκρέιβ να πλαισιώνουν το υπόλοιπο καστ, η ταινία ποτέ δεν σου κεντρίζει το ενδιαφέρον. Τουλάχιστον όσοι περιμένουν 2 ώρες να βλέπουν τον Στέιθαμ να κάνει αυτό που ξέρει καλά, ίσως καταφέρουν να βρουν κάποιες ώρες διασκέδασης. Ισως…